Του Αλέξανδρου Παρλάντζα
|
Σαρακατσάνα όμορφη
Σαρακατσάνα όμορφη, με μάτια σαν αστέρια
Φεγγοβολάν και κόβουνε, σαν κοφτερά μαχαίρια
Σαν τη βουνίσια πέρδικα, τα περπατάς τα πλάια
και γνέθοντας καλό βοσκάς, τα πρόβατα τα Λάια
Το χιόνι απτόν Όλυμπο, σου δώσε την ασπράδα
από βολιότικη μηλιά, πείρες την κοκκινάδα
Είσαι λουλούδι του βουνού, νεράιδα μες τη στάνη
και για καμάρι σ έχουνε, όλοι Σαρακατσάνοι
Είσαι φεγγαρο πρόσωπη,σαν ήλιος μεσημέρι
έχεις δροσιά κρυόβρυσης, μέσα στο καλοκαίρι.
Η Φεγγαροπρόσωπη
Που πας αγγελικό κορμί, θεά ζωγραφισμένη
και περπατάς ανάλαφρα, σαν πέρδικα γραμμένη
Που πας φεγγαροπρόσωπη, και ήλιο φωτισμένη
που πας λουλούδι του μαγιού, τριανταφυλλιά ανθισμένη
Μη σ έστειλε η μάνα σου, ξύλα να πας να μάσεις
μη σε έστειλε ο πατέρας σου, άλογα για να πιάσεις
Μην πας ψωμί για τα σκυλιά, φαί για τον τσοπάνο
ν αφήσω το κοπάδι μου, ν ανέβω παραπάνω
Μήπως θα πας στα πρόβατα, να έρθω να ανταμωθούμε
να κάτσουμε παράμερα, τα ντέρτια μας να πούμε
Ρινούλα
Σύρε ρινούλα τα μαλλιά, στο ρέμα να τα πλύνεις
έτοιμα νάνε τα προικιά, νυφούλα για να γίνεις
Στον ήλιο ρινα στέγνωστα, στον ίσκιο να τα ξάνης
και με τα χέρια σου τα δυο, βαμβάκι να τα κάνεις
Λαναρια πάρε ρινα μου, για να τα λαναρισης
και κάτσε ρινα μου γλυκιά, τλουπες να τα χωρίσεις
Ετοίμασε την ρόκα σου, αδραχτια και σφωντιλη
και το τσικρικη ρινα μου, να γνεσης το φυτιλη
Να στήσουμε τον αργαλειό, να μπεις για να υφανεις
τρουβάδια στους αντραδερφους, ρινουλα μου να κάννης
Η Χρυσαυγή
Ή Χρυσαυγή χαράματα, έφυγε απτά κονάκια
πήγε να πλύνει τα μαλλιά, κάτω στα πλατανάκια
Μα ένα τσοπανόπουλο, την βλέπει από πέρα
βόσκαγε το κοπάδι του, παίζοντας τη φλογέρα
Αφήνει το κοπάδι του, πάει και την ζυγώνει
η Χρυσαυγή αγρίεψε, τον κόπανος σηκώνει
Φύγε από την στράτα μου, άσε με να περάσω
γιατί απτό κεφάλι σου, τον κόπανο θα σπάσω
Σαρακατσάνα
Γεροσαρακατσάνησες τα βράδυα στα κονάκια,
γύρω τους μας μαζώνανε οντάμασταν παιδάκια.
Τα χρόνια απ'τη νιότη τους όλο μας μολογούσαν,
άλλες τα βλαστημάγανε κι άλλες τα νοσταλγούσαν !
Στις στάνες όταν πήγαιναν νύφες να προσκυνήσουν,
το σόϊ απ' τον άντρα τους έπρεπε να τιμήσουν!
Ύστερα απ'τα στέφανα το όνομα ξεχνιόταν,
Αντώνη αν παντρεύονταν Αντώνηνα γινόταν!
Το δε πατροπαράδοτο συνήθεια δεν αλάζαν ,
οι νύφες τους αντράδερφους αφέντες τους φωνάζαν.
Πολύ μεγάλο σεβασμό είχανε στην κουνιάδα,
κυρά την ονομάζανε την πρώτη συνυφάδα!
Η πεθερά σαν φώναζε την έπιανε τρεμούλα,
και κατασκοτωνότανε να τα προλάβουν ούλα!
Τη νύχτα μέρα κάνανε για να τα καταφέρουν,
να πλύνουν, να ζημώσουνε, ξύλα να παν' να φέρουν!
Αυτά κι άλλα περνάγανε τότε οι Σαρακατσάνες,
όλα καλά και ρόδινα δεν ήταν μεσ' τις στάνες!