Του Αλέξανδρου Παρλάντζα
|
Για λίγα χρόνια έζησα, χειμώνα στα κονάκια.
Η τελευταία η γενιά, που ήμασταν παιδάκια.
Ζούσαμε μέσα στα βουνά, στους πάγους και στα χιόνια.
Τα Σαρακατσανόπουλα, από τα πρώτα χρόνια.
Στη βάτρα άναβαν φωτιά, λίγο να μας ζεστάνουν.
Εμείς να ζεσταινόμαστε, και το φαί να φκιάνουν.
Η βασική η θέρμανση, ήτανε η φλοκάτη.
Στρωμένη ήταν μόνιμα, στο ξύλινο κρεβάτι.
Μας έλεγε η μάνα μου, φάτε και τλουποχτήτε.
Ούτε να αγναντέψετε, στη ρούγα να μη βγείτε.
Μονάχα τα κεφάλια μας, βγέναν απτή φλοκάτη.
Της κρύες μέρες ήμασταν, συνέχεια στο κρεβάτι.
Χοντρές μαλίσιες φορεσιές, είχανε οι τσοπάνοι.
Μέσα στη βαρυχειμωνιά, το κρύο μην τους πιάνει.
Πλεχτά τσουράπια μάλλινα, στα πόδια τους φορούσαν.
Το κρύο να παλέψουνε, έκαναν ότι μπορούσαν.
Κάτω από την κάπα τους, τη μέρα την περνούσαν.
Και πάντα σε απόγονο, τα πρόβατα βοσκούσαν.
Ποτέ μου δεν νοστάλγησα, χειμώνα στα κονάκια.
Δεν σβήνουν απτή μνήμη μου, και ας ήμασταν παιδάκια.