Του Καρυώτη Αθανάσιου |
Ο Τζον Κάμπελ που πέθανε σε ηλικία 86 ετών, στις 5 Σεπτεμβρίου 2009, μάλλον είναι άγνωστος στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Οι Έλληνες όμως, κάθε άλλο παρά άγνωστοι υπήρξαν για τον Βρετανό ανθρωπολόγο και ιστορικό που επικέντρωσε το επιστημονικό του ενδιαφέρον, αλλά και μεγάλο τμήμα της ζωής του, στην Ελλάδα και στις συμβολικές αξίες και την πραγματικότητα της χώρας μας, κατά τη δεκαετία του 1950 και έπειτα.
Επίκεντρο της έρευνας του Τζον Κάμπελ δεν υπήρξε κάποια κοινότητα στο βρετανικό νησί αλλά η Πίνδος και τα Ζαγοροχώρια. Εκεί, πριν από 60 περίπου χρόνια, εντρύφησε στην κοινότητα των Σαρακατσάνων, επιδιώκοντας να κατανοήσει και να καταγράψει τις κοινωνικές δομές και το σύστημα αξιών αυτής της ορεσίβιας κοινότητας βοσκών.
Στην απόπειρά του, ο Κάμπελ προσέκρουσε σε ένα σχεδόν απροσπέλαστο εμπόδιο: πώς θα μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση σε μια καθαρά παραδοσιακή κοινωνία αλλά και στις πεποιθήσεις και καθημερινές πρακτικές του γυναικείου πληθυσμού της. Απέναντι σε αυτήν τη δυσχερή πραγματικότητα, επιβεβαιώθηκε το πάνσοφο ρητό, σύμφωνα με το οποίο «πίσω από κάθε μεγάλο άντρα βρίσκεται μια μεγάλη γυναίκα».
Η σύζυγος του Τζον Κάμπελ, Sheila, πέρασε πολύ χρόνο με τις Σαρακατσάνες ψήνοντας ψωμί και υφαίνοντας στον αργαλειό. Ο ίδιος ο Κάμπελ σημειώνει για τη σύζυγό του: «Κατά τη διάρκεια των γάμων όλοι ήταν περήφανοι για την επίδοσή της στους παραδοσιακούς «χορούς – δαχτυλίδια». Μόνο οι εχθροί μας έκαναν θέμα το γεγονός ότι άφηνε να φανούν λίγο οι αστράγαλοί της». Ο βρετανικός κυνισμός του Κάμπελ συνεχίζεται αμείωτος στην αφήγησή του: «η τρύπα της (αιδοίο) φάνηκε κρίσιμης σημασίας για τον ίδιο», προκειμένου να διαπεράσει το όριο που έθετε το φύλο του και να ανοίξει μια δίοδο επικοινωνίας με την κοινότητα των Σαρακατσάνων.
Η περίοδος κατά την οποία ο Βρετανός ανθρωπολόγος βρέθηκε στην Πίνδο, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, δεν διακρινόταν από ηρεμία και αίσθηση ασφάλειας, καθώς ο εμφύλιος μόλις είχε τελειώσει. Η συγκεκριμένη περιοχή αποτελούσε τότε μια απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Κάμπελ βρέθηκε να κατηγορείται ότι εργαζόταν ως πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Η δουλειά του ήταν άλλωστε να κάνει ερωτήσεις και η βρετανική του κοψιά ξεχώριζε σαν τη μύγα μες το γάλα, ανάμεσα στους βοσκούς Σαρακατσάνους.
Η αποδοχή του από τις ελληνικές αρχές διαφοροποιούταν αναλόγως των εξελίξεων του Κυπριακού που αποτελούσε, εκείνη την εποχή, πηγή έντασης μεταξύ Ελλάδας και Μ. Βρετανίας. Για την ασφάλειά του φρόντιζε ο τότε Υπουργός Άμυνας και μετέπειτα Πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Παρόλα αυτά, το ζεύγος Κάμπελ εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα, παρέα με τους αρχαιολόγους από την Βρετανική Σχολή Αθηνών.
Το βιβλίο του Τζόν ΚάμπελHonour, Family and Patronage: A Study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community (1964), δημιούργησε νέες προοπτικές επί της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής, τόσο για τους ιστορικούς όσο και για τους κοινωνικούς επιστήμονες. Ακόμη και σήμερα θεωρείται ένα πρότυπο εθνογραφικό κείμενο.
Η σχέση του όμως με την Ελλάδα δεν θα εξαντλούνταν στη μελέτη της κοινωνίας των βοσκών των Ζαγοροχωριών. Λίγα χρόνια μετά, θα διατελέσει προσωρινός διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, όπου και θα έχει την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Παρά τις συμποσιακού χαρακτήρα συζητήσεις με τον μετέπειτα Πρωθυπουργό, ο Κάμπελ δεν δίστασε να δηλώσει «ότι για τον Ανδρέα δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις και θεωρούσε ότι κατά τα χρόνια της εξουσίας του έκανε ελάχιστες μεταρρυθμίσεις».
Η συναναστροφή του αυτή αλλά και η γενικότερη εμπειρία του από την Ελλάδα οδήγησαν στη συγγραφή ενός νέου βιβλίου, σε συνεργασία με τον Sherrard, με τίτλο«Σύγχρονη Ελλάδα» (Modern Greece, 1968). Ένα βιβλίο που καλύπτει τόσο την πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας μας όσο και θέματα κουλτούρας και θρησκείας.
Γεννημένος στις 24 Ιανουαρίου του 1923, ο Τζόν Κέννεντυ Κάμπελ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1944, επιχειρώντας υπό τον στρατηγό Σκόμπυ, εναντίον του ΕΛ.Α.Σ. κατά τα Δεκεμβριανά. Προτού αποχωρήσει από την Ελλάδα μετά τη λήξη του εμφυλίου, εξερεύνησε πλήθος περιοχών σε Εύβοια και Πελοπόννησο. Κάπου εκεί, μπήκε μέσα του το μικρόβιο που θα οδηγούσε στη μετέπειτα μελέτη των Σαρακατσάνων στην Πίνδο αλλά και στη γενικότερη ενασχόλησή του με την Ελλάδα. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και η φτώχεια που μάστιζε την ελληνική περιφέρεια ήταν αρκετά για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του Άγγλου επιστήμονα. Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, ο Κάμπελ αφοσιώθηκε στην Αρχαιολογία και την Ανθρωπολογία, βρισκόμενος στην Οξφόρδη, όπου επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον σπουδαίο ανθρωπολόγο Evans – Pritchard και συνεργάστηκε με τον Κύπριο καθηγητή κοινωνικής ανθρωπολογίας Ιωάννης Περιστιάνη. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αποφάσισε να εφαρμόσει τις τότε μεθόδους της κοινωνικής ανθρωπολογίας στις μεσογειακές κοινωνίες, όπως αυτή των Σαρακατσάνων.
Πηγή:Telegraph