Του Γιώργου Φυτιλή |
Αναφέρομαι στην προφορική λογοτεχνία επειδή δεν υπάρχει γραπτή λογοτεχνία των Σαρακατσάνων.
Είναι ένα άρθρο πρόσκληση σε όλους εμάς τους Σαρακατσάνους, νεότερους και παλαιότερους, να δουλέψουμε για να συγκεντρωθούν και να καταγραφούν τα παραμύθια που ακούσαμε από τη γιαγιά μας, τον παππού και τη μάνα μας. Τα παραμύθια που μας γοήτευσαν και τα θυμόμαστε μέχρι σήμερα.
Είμαι σίγουρος, πως η ΠΟΣΣ θ’ αγκαλιάσει αυτή την προσπάθεια κι όταν συγκεντρωθούν αρκετά παραμύθια και περάσουν από λογοτεχνική επεξεργασία και φιλολογική επιμέλεια, θα προσπαθήσει να τα εκδώσει σε τόμο, με τίτλο «παραδοσιακά σαρακατσάνικα παραμύθια.»
Το ονοματεπώνυμο του πρώτου αφηγητή, του κάθε παραμυθιού, θα παραμείνει και μετά τη λογοτεχνική επεξεργασία και θα δημοσιευτεί μαζί με το παραμύθι.
Παρακάτω δημοσιεύω λίγα λόγια για την προφορική λογοτεχνία των προγόνων μας κι ένα παραμύθι που πέρασε από λογοτεχνική επεξεργασία.
{Τα κείμενα είναι απ’ το βιβλίο μου «Η λαλιά των Σαρακατσάνων» που εκδόθηκε το 2012.}
Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, μόνο οι τσελιγκάδες ήξεραν, γραφή, ανάγνωση και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.
Από ανάγκη κι αυτοί. Έπρεπε, να καταγράφουν τα ονόματα των σμιχτών κι ύστερα, να λογαριάζουν τα παρσίδια και τα δοσίματα {έσοδα κι έξοδα} που είχε η στάνη. Να ρίξουν τα κέρδητα.
Όταν έλεγαν, ‘ρίχνουν τα κέρδητα’ εννοούσαν, πως έδιναν στον καθένα το μερτικό του, ανάλογα με τα πρόβατα που είχε, στέρφα και γαλάρια και την προσωπική εργασία που πρόσφερε.
Όσο αφορά την εκπαίδευση και την παιδεία των νέων οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι. Τα αγόρια έμεναν στα καλύβια της στάνης μέχρι τα δώδεκα τους χρόνια, αλλά τα κορίτσια έμεναν μέχρι να παντρευτούν.
Οι Σαρακατσάνες, μητέρες και γιαγιάδες, αναλάμβαναν το ρόλο του δάσκαλου με μοναδικό διδακτικό εργαλείο την προφορική λογοτεχνία τους.
Γέμιζαν τις μνήμες των παιδιών τους με παραμύθια, ιστορίες, ανέκδοτα, αινίγματα και προβλήματα αριθμητικής. Όλα από μνήμης.
Βασικό μάθημα ήταν οι διάτες. Οι συμβουλές της μάνας για την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών μέσα στη στάνη, αλλά και στην περιβάλλουσα κοινωνία.
Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έπρεπε ν’ αποκτήσουν γνώσεις, θεωρητικές και πρακτικές, για τη ζωή και τη φύση. Να καλλιεργήσουν τα συναισθήματα και τις πνευματικές ικανότητές τους και να διαπλάσουν ένα διανοητικό και ηθικό εσωτερικό κόσμο, που θα τους επιτρέψει να οδηγήσουν στην επιτυχία, όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά ολόκληρη την κοινωνία του τσελιγκάτου.
Για την πνευματική και κοινωνική παιδεία είχαν τα μύθια, μια λέξη που έρχεται απευθείας απ’ τον αρχαιοελληνικό μύθο και ονομάζει τα παραμύθια. Είχαν τα νιώσματα, που ήταν τα αινίγματα, τα απεικαστά που ήταν οι γρίφοι και τους αστείους μουραπάδες. Κατά λέξη, τις μωρές παιδιές.
Τα παραμύθια των Σαρακατσάνων ήταν απλές διδακτικές ιστορίες με ήρωες τους βοσκούς που πάλευαν και νικούσαν, άλλοτε με την εξυπνάδα και την πονηριά τους κι άλλοτε με τη σωματική τους δύναμη.
Πολλές φορές, ήρωες των παραμυθιών ήταν ζώα του δάσους, όπως η πονηρή αλεπού κι ο άγριος λύκος.
Έφερναν στους ανθρώπους καινούργιες ιδέες για κοινωνική δικαιοσύνη και καινούργιες λύσεις για τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Στη συντηρητική κοινωνία της στάνης που την κυβερνούσε ένας άνθρωπος, ο άρχοντας ή τσέλιγκας κι αντλούσε την εξουσία του απ' τα περισσότερα πρόβατα που είχε, το καινούργιο κι ανατρεπτικό γινόταν ευκολότερα αποδεκτό μέσα απ' την αστεία συμπεριφορά κάποιου ζώου.
Όμως, κάποιες γιαγιάδες έλεγαν κι αρχαίες ιστορίες με τις λάμιες. Τα θηλυκά τέρατα της ελληνικής μυθολογίας που τις καταδίκασε η θεά Ήρα να καταβροχθίζουν τα άτακτα κι ανυπάκουα παιδιά!
Στη σαρακατσάνικη λογοτεχνία έμεινε τ' όνομά τους σ’ ένα παλιό ποίημα.
"…Σε μονοδέντρι στάλισε,
σε λεύκα κάνει γιόμα
και στον αφρό της θάλασσας
τζαμάρα πάει να παίξει.
Και βγήκε η Λάμια ζωντανή
στα ΄λόχρυσα ντυμένη…"
{Η τζαμάρα που μοιάζει με το κλαρίνο, αλλά έχει μακρύτερο αυλό, ήταν το πρώτο μουσικό όργανο που μπήκε στη μουσική των Σαρακατσάνων, ύστερα, απ' την αρχαία καλαμίδα.}
Ένα αγαπημένο παραμύθι, καλύτερα μύθι, είναι αυτό που άκουσα απ' τη μάνα μου, τότε που ήμουν λιανοπαίδι. Θυμίζει τις ιστορίες του Αίσωπου.
Το μικρό βοσκόπουλο και η πονηρή αλεπού
Στα πολύ παλιά τα χρόνια {ην ποτέπου έλεγαν και οι αρχαίοι} οι άνθρωποι και τα ζώα είχαν την ίδια λαλιά. Κουβέντιαζαν μεταξύ τους, σαν άνθρωπος με άνθρωπο!
Την ίδια εκείνη εποχή ζούσε κι ένα μικρό βοσκόπουλο, ορφανό από μάνα και πατέρα. Δεν είχε ούτε συγγενείς, αδέλφια και ξαδέλφια, ήταν πεντάρφανο.
Είχε κληρονομήσει τριάντα προβατάκια κι ένα κριάρι που τα βοσκούσε όλη μέρα στις πλαγιές και στα χορτάρια. Άρμεγε τα προβατάκια του, έβραζε κι έπινε το γαλατάκι κι ύστερα, τραγουδούσε κι έπαιζε την καλαμίδα.
Επειδή από μικρός ζούσε πάνω στα λόγγια, δεν ήξερε, τι είναι η αγάπη. Δεν είχε δει ποτέ, πως χαμογελούν τα όμορφα κορίτσια και πλανεύουν τα παλικάρια.
Όμως, ήρθε ο καιρός του κι όλα άλλαξαν. Ήταν τη μέρα που πήγε στη κρυόβρυση να πιει νερό. Είδε ξαφνικά τη μικρή αρχοντοπούλα κι έπεσε η καλαμίδα απ' τα χέρια του. Απόμεινε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια ορθάνοιχτα.
Τι χείλια κοραλλένια ήταν εκείνα που του χαμογέλασαν! Τι μάτια λαμπερά τον κοίταξαν!
Το μικρό βοσκόπουλο ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στη μεριά της καρδιάς του κι ένα παράξενο θόλωμα στα μάτια. Πρώτη φορά στη ζωή του πάθαινε τέτοιο πράμα. Δεν ήξερε, τι να υποθέσει.
Η αλήθεια ήταν, πως μέσα σε μια στιγμή ερωτεύτηκε την όμορφη αρχοντοπούλα. Σα να ΄πεσε κεραυνός στην καρδιά του!
Απότομα, άρπαξε απ’ το μανίκι τη γερόντισσα που συνόδευε την αρχοντοπούλα.
«Σιγά, παιδάκι μου, θα με σακατέψεις,» φώναξε η γερόντισσα.
«Ποια είναι αυτή η νεράιδα;» ρώτησε το μικρό βοσκόπουλο.
«Η αρχοντοπούλα!»
«Πω, πω!» έκανε με θαυμασμό το μικρό βοσκόπουλο. Όχι, για τον τίτλο της αρχοντοπούλας, αλλά για την ομορφιά της.
«Είναι το πιο όμορφη κοράσι σ' ολόκληρη την πλάση!»
Η γερόντισσα ήθελε να προφυλάξει την αρχοντοπούλα κι είπε μια κουβέντα που τραυμάτισε τα όνειρα του μικρού βοσκόπουλου.
«Είναι μοναχοκόρη, μοναχοπαίδι και μοσχαναθρεμμένη.»
«Ε!»
Μόνο αυτή τη λέξη της απέραντης απογοήτευσης, μπόρεσε να πει το μικρό βοσκόπουλο.
Ο γέροντας που συνόδευε την αρχοντοπούλα, είπε κι εκείνος μια βαριά κουβέντα.
«Δεν είναι για τον πάσα ένα».
«Για ποιον είναι, παππούλη;»
Η γερόντισσα κατάλαβε, πως έγινε σεισμός στην καρδιά του μικρού βοσκόπουλου και να του κόψει τον αέρα να μην κάνει όνειρα, είπε τη δεύτερη πικρή κουβέντα.
«Θα παντρευτεί αρχοντόπουλο. Αρχοντοπούλα μ’ αρχοντόπουλο και βοσκοπούλα με βοσκόπουλο. Αυτή είναι η τάξη του κόσμου».
Πόσο πόνεσε το μικρό βοσκόπουλο.
«Αυτή είναι η τάξη του κόσμου…»
Αυτά τα λόγια μπόρεσε να πει, με πολύ παράπονο.
Ο γέροντας συνέχισε την κουβέντα με αποκαλύψεις για την περιουσία της αρχοντοπούλας.
«Έχει τρεις χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια!»
Το μικρό βοσκόπουλο ζαλίστηκε. Δεν είχε ξανακούσει, κοπάδι με τρεις χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
«Τρεις! Μία, δυο, τρεις…»
«Χιλιάδες!» τον συμπλήρωσε η γερόντισσα.
«Και χίλια αλογομούλαρα,» πρόσθεσε ο γέροντας.
«Χίλια!» επανέλαβε με πόνο το μικρό βοσκόπουλο.
Σαν κατάλαβε, πόσο μεγάλα ήταν τα εμπόδια που έμπαιναν ανάμεσα στην αγάπη του και στην αρχοντοπούλα, αναστέναξε βαθιά μέσα απ’ τα φυλλοκάρδια του.
«Αχ! Τρεις χιλιάδες αχ…»
Ο γέροντας παραξενεύτηκε με το αχολογητό του μικρού βοσκόπουλου κι έκανε μια χαζή ερώτηση.
«Ψόφησαν τ’ αρνιά σου κι αναστενάζεις;»
Η γερόντισσα που είχε καταλάβει, τι γινόταν στην καρδούλα του μικρού βοσκόπουλου, άλλαξε επίτηδες την κουβέντα. Να μην καταλάβει ο γέροντας την αλήθεια.
«Μαγεμένο είναι. Δεν το βλέπεις;».
Το μικρό βοσκόπουλο ομολόγησε την αλήθεια, να συγκινήσει την γερόντισσα και τον γέροντα.
«Αυτή η νεράιδα μπήκε μέσα στην καρδιά μου. Εδώ».
Η γερόντισσα στραβοχείλιασε κι είπε στον γέροντα.
«Το είπα εγώ. Μαγεμένο είναι αυτό το παιδί».
Πριν πάρει το λόγο ο γέροντας κι ίσως βοηθήσει το μικρό βοσκόπουλο στην αγάπη του, η γερόντισσα έκανε μια σκληρή ερώτηση.
«Πόσα πρόβατα έχεις, παλικαράκι; Και πόσα αλογομούλαρα;»
Το μικρό βοσκόπουλο τα ΄χασε. Τι μπορούσε ν’ απαντήσει;
Η γερόντισσα συνέχισε την επίθεση.
«Πόσες χιλιάδες;»
Το μικρό βοσκόπουλο ξεροκατάπιε κι απάντησε μουδιασμένα.
«Τριάντα…»
Ο γέροντας γούρλωσε τα μάτια. Απ’ την έκπληξη.
«Τριάντα χιλιάδες! Τόσα πολλά!»
Το μικρό βοσκόπουλο δεν έλεγε ποτέ του ψέματα κι αμέσως διόρθωσε τον γέροντα.
«Τριάντα προβατάκια. Χωρίς… τις χιλιάδες».
Πόσο γέλασε ο γέροντας.
«Χω, χω, κακομοίρη,» είπε. «Που πας ξεβράκωτος στ’ αγκάθια!»
Η γερόντισσα ήταν πιο επιθετική κι είπε στον γέροντα.
«Αυτό το παλικαράκι είναι μαγεμένο, ματιασμένο και νεραϊδοπαρμένο. Δεν το βλέπεις;»
Ο γέροντας συμφώνησε με τη γερόντισσα κι είπε τη γνώμη του.
«Θέλει να φέρει τα πάνω κάτω. Ν’ αλλάξει την τάξη του κόσμου!»
Η γερόντισσα είπε την τελευταία κουβέντα.
«Αυτός δεν έχει δεύτερο βρακί, αρχοντοπούλα θέλει;»
Εκείνη τη στιγμή, η αρχοντοπούλα πέρασε μπροστά απ’ το μικρό βοσκόπουλο με τη λαγήνα στον ώμο. Τον κοίταξε με την άκρη το ματιού της και χαμογέλασε τρυφερά.
Σα να του έλεγε στη μυστική γλώσσα της αγάπης, πως κι εκείνη τον έβαλε στην καρδιά της.
Έφυγε η αρχοντοπούλα και το μικρό βοσκόπουλο έπεσε σε βαριά συλλοή.
Η καρδιά του βαρούσε πολύ δυνατά, λες κι ήταν έτοιμη να εκραγεί. Ντράγκα ντρούγκα, ντράγκα ντρούγκα.
Δεν μπορούσε να την σταματήσει, να την ηρεμήσει.
Είχε μπλέξει στα δίχτυα της αγάπης και δεν είχε ιδέα, πως θα ξεμπλέξει.
Απ' τη μια μεριά ήταν η μεγάλη αγάπη του με τα τριάντα προβατάκια, όμως απ' την άλλη μεριά ήταν η προίκα της αρχοντοπούλας. Με τις τρεις χιλιάδες πρόβατα και τις τρεις χιλιάδες γίδια!
Πώς να τα συνταιριάσει;
Δεν θ’ αποφάσισε ποτέ, να πάει στ’ αρχοντικό και να ζητήσει για γυναίκα του την αρχοντοπούλα. Ο άρχοντας θα τον πετούσε με τις κλωτσιές, έξω απ' την πόρτα.
Εκτός κι αν τον έπαιρνε για παλαβό κι έβαζε τα μαντρόσκυλα να τον πάρουν στο κυνήγι.
Μπορούσε ν' αποκτήσει τρεις χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια μέσα σε μια μέρα; Άντε σ' ένα μήνα, ακόμα και σε δέκα χρόνια;
Το μικρό βοσκόπουλο δεν είχε καμιά τύχη.
Η αγάπη του για την αρχοντοπούλα ήταν ένα σκοτωμένο όνειρο. Το σκότωσε ο πλούτος.
Εκεί που συλλογιζόταν τα ίδια και τα ίδια και πνιγόταν απ' το άγχος, έφτασε τρέχοντας μια αλεπού.
Σταμάτησε μπροστά στα πόδια του!
Την κυνηγούσαν οι κυνηγοί να τη σκοτώσουν κι ύστερα να κάνουν φούντα την ουρά της και πανωφόρι το τομάρι της.
Η αλεπού κούτσαινε και βαριανάσαινε, είχε τα μαύρα χάλια της. Σίγουρα, θα την έπιαναν οι κυνηγοί και θα την έγδερναν.
«Σώσε με, μικρό βοσκόπουλο,» είπε παρακαλετά. «Έχω εφτά αλεπόπουλα και θα μείνουν ορφανά.»
Δεν μπόρεσε ν’ αποσώσει τα λόγια της, η μάνα αλεπού και σωριάστηκε στα χορτάρια.
Το μικρό βοσκόπουλο την κοίταζε σαστισμένο.
Πρώτη φορά σωριάστηκε αλεπού στα πόδια του και ζητούσε βοήθεια. Συνήθως, οι αλεπούδες περνούσαν πέρα, απ’ την πέρα ράχη και τον κοίταζαν φοβισμένες.
Η αλεπού άνοιξε μια στιγμή τα μάτια της και τον κοίταξε ικετευτικά.
Το μικρό βοσκόπουλο, με την καλή κι ερωτευμένη καρδιά του, αποφάσισε να την βοηθήσει.
«Χώσου κάτω απ’ την κάπα,» της είπε.
Σύρθηκε η αλεπού και κρύφτηκε κάτω απ’ την κάπα.
Όταν έφτασαν οι κυνηγοί και ρώτησαν, για μια αλεπού που κούτσαινε κι ήταν έτοιμη να σωριαστεί, το μικρό βοσκόπουλο ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.
Έκανε, πως τάχατες δεν καταλαβαίνει τα λόγια τους!
«Μήπως είδες, μια αλεπού;» ρώτησε κι ο δεύτερος κυνηγός.
Το μικρό βοσκόπουλο τον κοίταξε παράξενα και ρώτησε, με τη σειρά του.
«Τι, να είδα;»
«Μια αλεπού, ορέ».
Το μικρό βοσκόπουλο τον κοίταξε παράξενα και ξαναρώτησε.
«Με μπέρδεψες, πατριώτη. Αλεπού ήταν ή λύκος;»
«Αλεπού, μωρέ! Αλεπού!»
Το μικρό βοσκόπουλο έπαιζε καλά το ρόλο του.
«Δηλαδή, πατριώτη, για να ΄χουμε καλό ρώτημα. Εννοείς, αλεπού που παριστάνει το λύκο ή λύκος που παριστάνει την αλεπού;»
«Αλεπού, ορέ,» απάντησαν οι δυο κυνηγοί. Με μια φωνή.
Το βλέμμα τους έσταζε φαρμάκι. Στα χέρια τους κρατούσαν μαχαίρια και όπλα. Δεν αστειεύονταν καθόλου.
Αν ανακάλυπταν την αλεπού, η ζωή της θα τέλειωνε εκείνη τη στιγμή. Θα την κάρφωναν με τα σπαθιά και θα την έγδερναν με τα μαχαίρια.
Το μικρό βοσκόπουλο συνέχισε την ίδια τακτική. Να σώσει την μάνα αλεπού, μη μείνουν ορφανά τα αλεπόπουλα όπως είχε μείνει κι αυτός πεντάρφανος στη ζωή. Τα λυπήθηκε κι ας ήταν αλεπουδάκια.
«Αλεπού να παριστάνει το λύκο, δεν είδα. Ούτε λύκο να παριστάνει την αλεπού. Πάντως, δεν είστε ξεκάθαροι, τι κυνηγάτε. Πολύ με μπερδέψατε!»
Απογοητεύτηκαν οι κυνηγοί με το λειψό μυαλό του βοσκόπουλου. Άλλα, του έλεγαν κι άλλα, τους απαντούσε!
«Αυτό είναι παλαβό,» είπαν κι έφυγαν τον κατήφορο.
Σαν ένοιωσε η αλεπού πως γλύτωσε τον κίνδυνο, βγήκε απ' την κρυψώνα της. Πήρε βαθιά ανάσα κι είπε στο μικρό βοσκόπουλο.
«Οι κυνηγοί δεν έχουν το θεό τους. Τρεις ώρες με κυνηγούν».
Το μικρό βοσκόπουλο παραπονέθηκε.
«Μ’ είπαν βλαμμένο. Για χάρη σου, δεν σήκωσα την κλίτσα να του σπάσω το κεφάλι. Του βλαμμένου κυνηγού».
«Εσύ έχεις θεό;» ρώτησε η αλεπού.
Το μικρό βοσκόπουλο πρώτα αναστέναξε βαριά κι ύστερα, απάντησε.
«Θεό έχω. Τρεις χιλιάδες πρόβατα δεν έχω».
«Τι τα θέλεις τόσα πολλά;»
«Να πάρω γυναίκα μου την αρχοντοπούλα».
Η αλεπού κατάλαβε, γιατί αναστέναζε τόσο βαριά το μικρό βοσκόπουλο.
«Σκούρα τα πράματα!» είπε με πόνο. « Εδώ έχουμε έρωτα μεγάλο και τρανό. Δεν θεραπεύεται ούτε εύκολα ούτε δύσκολα».
«Τι μουρμουρίζεις πίσω απ’ την πλάτη μου;» ρώτησε το μικρό βοσκόπουλο.
«Είναι όμορφη η αρχοντοπούλα;»
Το μικτό βοσκόπουλο έκλεισε τα μάτια από ευτυχία κι απάντησε μ’ ένα τραγούδι.
«Έχει τα μάτια θαλασσιά και στα μαλλιά χρυσάφι, έχει τη μέση λυγερή, τα χείλια κοραλλένια...»
«Πολύ σκούρα τα πράματα!» συμπέρανε η αλεπού κι αναστέναξε με τη σειρά της.
»Ωχ!» αναστέναξε και το μικρό βοσκόπουλο.
«Μπερδεψοδουλειά, μου φαίνεται,» είπε η αλεπού.
«Πολύ μπερδεμένη μπερδεψοδουλειά, κυρά αλεπού,» είπε το βοσκόπουλο κι αναστέναξε τρεις φορές.
Όμως, η αλεπού είχε πρακτικό μυαλό και δεν περιορίστηκε στους αναστεναγμούς της απελπισίας.
«Και τώρα; Τι θέλεις να γίνει;»
Κουβέντα στην κουβέντα, το μικρό βοσκόπουλο άνοιξε την καρδούλα του και τα είπε όλα. Χαρτί και καλαμάρι.
Μέσα σε μια στιγμή, η καλή αλεπού εμπνεύστηκε ένα πονηρό αλεπουδίσιο σχέδιο.
«Άκουσε με καλά,» είπε στο μικρό κι ερωτευμένο βοσκόπουλο. «Αν θέλεις να κερδίσεις την αρχοντοπούλα, δυο λύσεις υπάρχουν. Είτε θα γίνεις άρχοντας είτε θα παραστήσεις, πως είσαι άρχοντας».
Το μικρό βοσκόπουλο ήταν απογοητευμένο.
«Ούτε άρχοντας είμαι ούτε τον άρχοντα μπορώ να παραστήσω. Τζίφος το σχέδιο που έβαλες με το πονηρό μυαλό σου».
Με τα πολλά και με τα λίγα και να μην τα πολυλογώ, η πονηρή αλεπού φανέρωσε το σχέδιο που είχε στο μυαλό της και το ανάλυσε μέχρι τις λεπτομέρειες.
Μάλιστα, το είπε δυο φορές να το καταλάβει καλά το ερωτευμένο βοσκόπουλο.
«Εσύ θα κάτσεις εδώ με τα προβατάκια σου κι εγώ θα φύγω…»
«Που θα πας;»
«Θα πάω στο αρχοντικό να δω τον άρχοντα.»
«Θα πας στ’ αρχοντικό ή θα πάρεις τα βουνά και τα λαγκάδια και μη την είδατε, μη την απαντήσατε την αλεπού την παινεμένη;»
«Θα σκαρώσω μια πονηρή ιστορία, για να κερδίσεις την αρχοντοπούλα. Αυτό, δε θέλεις κι εσύ;»
«Ωχ!» έκανε το βοσκόπουλο απελπισμένα. «Ο άρχοντας θα πάρει την κλίτσα και θα μετρήσει τα πλευρά μου. Που με πονεί και που με σφάζει.»
Η πονηρή αλεπού δεν έδωσε σημασία στους φόβους του μικρού βοσκόπουλου κι έφυγε τρέχοντας για το αρχοντικό.
Έφτασε αγκομαχώντας και παρουσιάστηκε στον μεγάλο άρχοντα.
«Άρχοντα μου» είπε με επίσημη φωνή. «Ο δικός μου άρχοντας απ' την πέρα ράχη, σε παρακαλεί να του δανείσεις το κόσκινο που κοσκινίζεις τα χρυσά φλουριά. Το ένα κόσκινο που έχουμε, δε φτάνει. Θα μας πάρει μέρες το κοσκίνισμα, ολόκληρο βουνό είναι τα χρυσά φλουριά του άρχοντά μου!»
Από δω τον είχε τον άρχοντα, από κει τον είχε, στο τέλος τον κατάφερε να της δανείσει το ειδικό κόσκινο που κοσκινίζουν τα χρυσά φλουριά. Για να φύγουν οι σκόνες και τα σκύβαλα που μαζεύτηκαν στις αποθήκες του μικρού βοσκόπουλου!
Πήρε το κόσκινο η πονηρή αλεπού κι έφυγε τρέχοντας για την κρυόβρυση και τα δασιά πλατάνια.
«Το πήρα,» φώναξε από μακριά.
Το μικρό βοσκόπουλο παράτησε την καλαμίδα του και πετάχτηκε όρθιο.
«Έφερες την αρχοντοπούλα μου; Που είναι;» ρώτησε τρισευτυχισμένος.
«Πήρα το κόσκινο,» απάντησε η αλεπού και χαμογέλασε αισιόδοξα.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε το βοσκόπουλο. Το βλέμμα του είχε πνιγεί στην απογοήτευση.
«Το κόσκινο που κοσκινίζουν τα χρυσά φλουριά».
«Το κόσκινο θα παντρευτώ;»
«Με το κόσκινο θα κοσκινίσεις τα χρυσά φλουριά που έχεις».
Το μικρό βοσκόπουλο έπεσε σε μεγάλη απελπισία. Έπιασε το κεφάλι με τα δυο το χέρια κι αναρωτήθηκε με πόνο.
«Μήπως είμαι, στ’ αλήθεια, βλαμμένος που κάθομαι και καταστρώνω σχέδια για την αγάπη με μια αλεπού, που πιστεύει, ότι το ψέμα είναι αλήθεια και η αλήθεια είναι ψέμα;»
«Αυτό είναι η διπλωματία,» του εξήγησε η αλεπού. «Κι εγώ είμαι αλεπού διπλωμάτης, δεν είμαι ψεύτρα».
«Τι είναι μαθές, ο διπλωμάτης κι η διπλωματία;» ρώτησε το μικρό βοσκόπουλο.
Πρώτη φορά άκουσε αυτές τις παράξενες λέξεις.
«Ου! Μεγάλη ιστορία,» απάντησε η αλεπού, «που να στα λέω τώρα…»
Η αλεπού εξήγησε το διπλωματικό μέρος του σχεδίου της.
«Για να πάρουμε την αρχοντοπούλα, πρέπει να πάμε την υπόθεση ολόγυρα. Απόξω, απόξω».
«Γιατί να πάρουμε τα βουνά και τα λαγκάδια και να πάμε απόξω, απόξω;»
«Εμπρός. Πήγαινε κατευθείαν στον άρχοντα και ζήτησε την αρχοντοπούλα για γυναίκα σου».
Το μικρό βοσκόπουλο δεν συμφώνησε με την διπλωματία της αλεπούς και της είπε, να γκρεμοτσακιστεί και να φύγει. Πριν, την περιλάβει με την κλίτσα.
Που δεν ντρεπόταν κι έπαιζε με τον πόνο της καρδιάς του!
Όμως, η αλεπού είχε άλλη ιδέα για τον εαυτό της, καλύτερη. Και προχώρησε το σχέδιο.
«Θέλουμε οπωσδήποτε ένα χρυσό φλουρί, για να πάρουμε την αρχοντοπούλα».
«Ένα και μονάκριβο το έχω,» απάντησε πονεμένα το μικρό βοσκόπουλο. «Είναι κληρονομιά απ' τον πατέρα μου. Να το κρεμάσω στο λαιμό της νύφης σαν θα παντρευτώ».
«Κι εγώ γι' αυτό το θέλω,» απάντησε η πονηρή κυρά Μαριώ.
Με τα πολλά και με τα λίγα, έπεισε το μικρό βοσκόπουλο να της δώσει το μοναδικό χρυσό φλουρί που είχε.
Η πονηρή αλεπού περίμενε να περάσει μια ολόκληρη βδομάδα, δήθεν, πως κοσκίνιζε το βουνό απ’ τα ανύπαρκτα χρυσά φλουριά!
Ύστερα, σφήνωσε το χρυσό φλουρί στην άκρη του κόσκινου κι έτρεξε στο αρχοντικό.
Παρουσιάστηκε στον άρχοντα, όλο τεμενάδες και σεβάσματα. Επέστρεψε το κόσκινο, με τις ευχαριστίες του άρχοντά της που ζούσε στην πέρα ράχη!
Ο πατέρας της αρχοντοπούλας, μόλις είδε το ξένο χρυσό φλουρί σφηνωμένο στην άκρη του κόσκινου, φώναξε στην αλεπού.
«Εδώ, είναι ένα φλουρί του άρχοντά σου. Πάρ' το πίσω, δεν είναι δικό μου».
«Πφ!» έκανε η αλεπού όλο περιφρόνηση. «Έχει τόσα πολλά φλουριά ο άρχοντας μου! Ούτε θα καταλάβει, πως του λείπει ένα».
«Εγώ δε βάζω ξένο φλουρί στ’ αρχοντικό μου,» απάντησε ο έντιμος άρχοντας.
«Δώσ' το… σε κανένα ορφανό,» είπε απαξιωτικά η αλεπού.
Όμως πριν φύγει, είπε στον άρχοντα, έτσι σαν πληροφορία και πάνω στην κουβέντα, δηλαδή, πως ο δικός της άρχοντας βγαίνει τακτικά στο κυνήγι.
«Είναι μεγάλος κυνηγός ελαφιών. Βέβαια! Την άλλη βδομάδα θα περάσει απ' τη δική σου περιοχή και θα το θεωρούσε μεγάλη τιμή του να περάσει απ' το αρχοντικό σου, να σου πει μια καλημέρα. Άρχοντας με άρχοντα…»
«Να περάσει,» απάντησε ο φιλόξενος πατέρας της αρχοντοπούλας. «Να τον φιλέψω και τραχανόπιτα».
Έφυγε η αλεπού, δεν πήρε πίσω το φλουρί από τέλεια ακαταδεξιά και γύρισε στην κρυόβρυση.
«Έφερες την αρχοντοπούλα μου;» ρώτησε όλο αγωνία το μικρό βοσκόπουλο.
Η αλεπού απάντησε, πως το μοναδικό χρυσό φλουρί που είχε, κατέληξε στην τσέπη κάποιου ορφανού απ' την πέρα στάνη.
Όταν το μικρό βοσκόπουλο έχασε το μοναδικό χρυσό φλουρί του, αναστέναξε με πόνο. Ύστερα, πήρε την καλαμίδα του κι άρχισε να παίζει πονεμένους ερωτικούς σκοπούς.
Έκλαιγε για τη χαμένη αγάπη του, γιατί δεν είχε τρεις χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια να πάει στην πόρτα του άρχοντα και να ζητήσει την αρχοντοπούλα.
Όταν πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα, η αλεπού συνέχισε το πονηρό της σχέδιο.
Στην τελευταία φάση θα συμμετείχε και το μικρό βοσκόπουλο. Δεν γινόταν κι αλλιώς.
Όμως, τα πράματα δεν ήταν εύκολα. Το μικρό βοσκόπουλο δεν τη πίστευε, ό,τι κι αν του έλεγε.
Ιδροκόπησε η αλεπού μέχρι να τον πείσει, πως έπρεπε να του βάψει το κορμί με κόκκινο ζουμί απ' τα βατόμουρα. Πως τάχατες, είναι βαριά πληγωμένος. Μέχρι θανάτου!
Ύστερα απ’ το βάψιμο έπρεπε να κρυφτεί στις βατομουριές, γυμνός όπως τον γέννησε η μανούλα του. Και μάλιστα, να παριστάνει το λαβωμένο αρχοντόπουλο!
Τάχατες, το λήστεψαν οι άγριοι ληστές και τα πήραν όλα. Άλογο, ρούχα, λεφτά, ακόμα και το φυλαχτό που του έδωσε η μάνα του, η μεγάλη αρχόντισσα που ζει στην πέρα ράχη!
Ψέματα με το τσουβάλι έλεγε η πονηρή αλεπού, όμως, το μικρό βοσκόπουλο δεν είχε πει ούτε ένα ψέμα σ’ ολόκληρη τη ζωή του και στύλωσε τα πόδια Δεν συμφωνούσε με το σχέδιο.
«Η μάνα μου έλεγε, πως είναι αμαρτία να λέω ψέματα…»
«Ή θα κάνεις το βαριά τραυματισμένο αρχοντόπουλο ή δεν έχει αρχοντοπούλα,» του είπε αποκαμωμένη η κυρά αλεπού.
Τελικά και τη στιγμή που ήταν έτοιμη να σκάσει η αλεπού, το μικρό βοσκόπουλο υποχώρησε. Για το χατίρι της αγάπης.
Η αλεπού μάζεψε μια αγκαλιά ώριμα βατόμουρα, τα έστυψε και με το κόκκινο ζουμί τους, που ήταν ολόιδιο με το αίμα, έβαψε το κορμί του μικρού βοσκόπουλου.
«Όταν έρθουν να σε πάρουν οι άνθρωποι του άρχοντα, εσύ θα βογκάς.»
Η αλεπού τον δασκάλεψε για χιλιοστή φορά, μην μπερδευτεί και πει την αλήθεια.
Το μικρό βοσκόπουλο δέχτηκε, επιτέλους, να πει και κάποια ψεματάκια. Θυσίες για την αγάπη!
Έφυγε τρέχοντας η αλεπού και μόλις έφτασε στο αρχοντικό, έβαλε τις φωνές. Έσκουζε με πόνο και οργή.
«Κλέφτες, ληστές. Λήστεψαν τον αφέντη μου και τα πήραν όλα. Ακόμα και τα ρούχα του…»
Βγήκε ο άρχοντας παραξενεμένος και ρώτησε την αλεπού, γιατί σκούζει και χτυπιέται.
«Κλέφτες, άρχοντα μου. Ήρθε ο αφέντης μου να κυνηγήσει ελάφια, καθώς σου είπα κι έπεσε πάνω σε κλέφτες. Ληστές κι ανθρωποφάγους…»
«Τι λες, κυρά αλεπού!» αναρωτήθηκε μ' έκπληξη ο άρχοντας.
«Τα πήραν όλα! Ακόμα και τα ρούχα του. Γυμνός είναι ο αφέντης μου μέσα στις τσαπουρνιές…»
Λέγε, λέγε η αλεπού, έπεισε τον άρχοντα πως έγινε ληστεία και τ’ αρχοντόπουλο ήταν γυμνό και καταματωμένο μέσα στα βάτα.
Έδωσε εντολή ο άρχοντας και δυο άνθρωποί του πήγαν στο δάσος. Ύστερα, από λίγη ώρα έφεραν το μικρό βοσκόπουλο πάνω φορείο από ξύλα και φτέρες. Να του γιάνουν τις πληγές!
Κι εκείνη την κρίσιμη ώρα, η αλεπού εφάρμοσε το τελευταίο κεφάλαιο απ’ το πονηρό της σχέδιο. Είπε στον άρχοντα πως πρέπει να εφαρμόσει τον βασικό κι απαραβίαστο νόμο της υψηλής κοινωνίας του βουνού!
«Τις πληγές του αρχοντόπουλου, πρέπει να τις γιάνει αρχοντοπούλα. Έτσι το ΄χουμε εμείς στην πέρα ράχη,» είπε με στόμφο. «Αρχοντόπουλο με αρχοντοπούλα και βοσκόπουλο με βοσκοπούλα. Αυτή είναι η τάξη του κόσμου».
Με τα πολλά και με τα λίγα, τα κατάφερε η πονηρή αλεπού κι έγιναν όλα σύμφωνα με το δικό της σχέδιο.
Το μικρό βοσκόπουλο μεταφέρθηκε στο μεγάλο δωμάτιο του αρχοντικού κι έμεινε μόνο του με την αρχοντοπούλα, που θα του γιάτρευε τις ανύπαρκτες πληγές, που έγιναν απ' τους ανύπαρκτους ληστές!
Την πρώτη στιγμή που έμειναν μόνοι, το μικρό βοσκόπουλο βρήκε το θάρρος κι είπε ολόκληρη την αλήθεια.
Μίλησε για την αγάπη του. Μίλησε για τα τριάντα προβατάκια και τους γονείς του, που ήταν αληθινοί άρχοντες όταν ζούσαν κι ας μην είχαν χιλιάδες πρόβατα.
Της μίλησε για τα όνειρά του και ξομολογήθηκε στην αρχοντοπούλα, πως δε θα σκεφτόταν ποτέ τέτοιο πονηρό σχέδιο, μια και δε λέει ψέματα, αλλά η πονηρή αλεπού τον δασκάλεψε να τα κάνει όλα.
Η αρχοντοπούλα που τον είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά, τη μέρα που τον είδε στην κρυόβρυση, δέχτηκε την αγάπη του μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο.
Τα ερωτευμένα παιδιά άρχισαν από κείνη τη στιγμή να σχεδιάζουν το κοινό τους μέλλον.
Όταν ο άρχοντας έμαθε, την άλλη κιόλας ώρα, το πονηρό σχέδιο της αλεπούς και τη μεγάλη αγάπη που ένωσε την κόρη του με το μικρό βοσκόπουλο, γέλασε με την καρδιά του.
Δεν κράτησε καμιά κακία στην πονηρή αλεπού κι έδωσε την ευχή του στους ερωτευμένους.
«Δεν έχεις τρεις χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια,» είπε στο μικρό βοσκόπουλο, «αλλά, έχεις την καρδιά και το μυαλό να τ' αποκτήσεις. Δικιά σου η αρχοντοπούλα».
Έγινε ο γάμος κι όλοι έζησαν καλά κι ευτυχισμένοι.
Βέβαια, η πονηρή αλεπού δεν δέχτηκε να μείνει στη στάνη, παρέα με τους ερωτευμένους φίλους της.
"Οι άνθρωποι με τους ανθρώπους κι οι αλεπούδες με τις αλεπούδες," είπε κι έφυγε τρέχοντας για το δάσος.