Αθανάσιος Καρυώτης Υπεύθυνος Ηλεκ. Εφ. ΗΧΩ των Σαρακατσαναίων
|
Όπως όλοι οι Σαρακατσαναίοι έτσι και στο απομονωμένο Σκροπονέρι (κυρίως οι γυναίκες) κρατούσαν όλη τη Σαρακοστή. Πριν αποκρέψουν γιόρταζαν όλοι αντάμα με ξεχωριστά γλέντια κι έδιναν ζωή σ' αυτόν τον πανέμορφο κι αξέχαστο τόπο.
Μέσα στη βδομάδα της αποκριάς δυό - τρεις τσοπαναραίοι πήγαιναν για τα ψώνια στην Καρδίτσα (σημερινό Ακραίφνιο), αλεύρι, χαλβά, λουκούμια, κρασί κι ότι άλλο χρειάζονταν. Τέσσερα - πέντε παιδιά (ο Νίκος Κων., ο Γιώργος Κων., ο Αλέξης Ηλ., ο Γιώργος Αρ. Ντελής κι ο Νίκος Κων. Μπακοστέργιος) τα έστελναν με τ' άλογα στα Ούγγρα για να πάρουν καρύδια. Συνήθως έπαιρναν πολλά καρύδια γιατί τα ήθελαν και το καλοκαίρι στα βουνά, να φιλέψουν κι άλλους Σαρακατσάνους που θα ξεκαλοκαίριαζαν αντάμα.
Έσφαζαν γίδες και προβατίνες κι έφτιαχναν κοκκινιστό με μανέστρα αλλά και ψητό στη γάστρα. Οι γυναίκες έφτιαχναν διάφορες πίτες, κυρίως γαλατόπιτες και ψαρόπιτες και τα τρανύτερα κορίτσια έφτιαχναν μπακλαβά. Τα μικρότερα, περίμεναν με χαρά να βάλουν καρβούνα και να κρεμάσουν κουδούνια πάνω τους ώστε να φοβίσουν τους γεροντότερους.
Παιδιά και κορίτσια το Σάββατο το απόγευμα έβαζαν σ' ένα πιάτο κομματάκια μπακλαβά και πήγαιναν σ' όλα τα κονάκια, στους γεροντότερους, στις γριούλες αλλά και στους μπαρμπάδες τους για να κάνουν τα
"σ' χωρημένα". Τους φιλούσαν το χέρι κι έλεγαν:
"Σχωρημένα, ότι είπαμε νερό κι αλάτι.
Καλή Σαρακοστή και καλό Πάσχα".
Κερνούσαν τα παιδιά λουκούμια, καρύδια και πορτοκάλια κι αυτά χαίρονταν που γέμιζαν τα χεράκια τους καλούδια.
Τα τρανύτερα κορίτσια (η Θυμία, η Γιωργία, η Αθηνά, η Καλλιόπη, η Τσεβούλα, η Γιούλα) εκτός από μπακλαβά έφτιαχναν και τυρόκλουρες. Τις έψηναν κι έκοβαν μικρά κομματάκια (όσα ήταν και τ' ανύπαντρα παιδιά - κορίτσια) και το Σάββατο το βράδυ τα έβαζαν στο προσκεφάλι τους. Όποιον έβλεπαν εκείνο το βράδυ στον ύπνο τους, "τον παντρεύονταν".
Την Κυριακή το πρωί πριν παν στα πράματα μαζεύονταν όλα μαζί παιδιά και κορίτσια, έπαιρναν άβραστα αυγά και τα έβαζαν δίπλα στη βάτρα. Αν τ' αυγά ίδρωναν θα ήταν όλοι υγιείς στα κονάκια. Αν κάποιο δεν ίδρωνε τότε κάποιος απ' το κονάκι θ' αρρώσταινε μέσα στη χρονιά.
Όλο το απόγευμα τα μικρότερα κρέμαγαν κουδούνια, κακάβια, έβαζαν και καρβούνα κι έτρεχαν από κονάκι σε κονάκι. Το βράδυ μαζεύονταν στο κονάκι του Κώστα (Ζιώζιου) Ντελή γιατί αυτός είχε και τον πεθερό του (Χρήστο Γρίτσα) και σα γεροντότερο τον τιμούσαν όλοι στο Σκροπονέρι.
Αφού έτρωγαν, ξεκινούσαν το τραγούδι. Πρώτος ο μπάρμπα Νίκος ο Χρισταντώνης.
"Ποιός είδε τέτοια τάματα
παράξενα μεγάλα
ποιός είδε θηλυκό παππά
και Διάκο γκαστρωμένο
ποιός είδε και το 'Γούμενο
τριών μηνών λεχώνα
ποιός είδε και το μέρμηγκα
να πάει να βγάν' πατάτες".
-
"Πέντε αδέρφια ήμασταν
και τα πέντε παλαβά
ιγώ ήμανε το μκρότερο
τ' άλλο παλαβότερο
προβατάκια φύλαγα
μα δε φύλαγα πολλά
καμμιά πεντακοσαριά
σάρα - σάρα τα 'βοσκα
και σε γκρεμό τα φύλαγα
και μια μέρα Κυριακή
ήρθε κι η κυρά να ιδεί
ρε πρατάρη τσελεπή
που ν' η πρατίνα η παρδαλή
να κι η μια, να κι η άλλη
να κι η παρδαλή με το τσοκάνι".
Μόλις τελείωναν αυτά τα τραγούδια και πριν ξεκινήσει ο χορός, ο παππούς ο Χρήστος ο Γρίτσας μάζευε όλα τα παιδιά και τα κορίτσια και πήγαιναν στο πηγαδάκι. Εκεί τα ρωτούσε "αν κάποιο εκείνη τη μέρα είχε φτερνιστεί". Αφού τα ρωτούσε όλα γυρνούσαν στο κονάκι. Όποιο απαντούσε "ναι" έπρεπε οι γονείς του να του τάξουν μια γίδα η μια πρατίνα. Ο παππούς τότε το έλεγε στους γονείς των παιδιώ κι εκείνοι έκαναν το κουμάντο τους. Αυτό ήταν ένα καλό σημάδι για τα παιδιά γιατί έτσι σιγά - σιγά ξεκίναγαν το κοπαδάκι τους.
Μ' αυτόν τον τρόπο γλεντούσαν οι δικοί μας άνθρωποι σ' αυτό το χειμαδιό. Αυτή η απομόνωση παρά τις δυσκολίες, τους έκανε να είναι μεταξύ τους αγαπημένοι κι ενωμένοι.
Έχοντας ως πρότυπο στη ζωή μας αυτούς τους ανθρώπους με τις αρχές τους και τις αξίες τους ας μείνουμε αγαπημένοι για να μπορούμε να τους τιμούμε...
Τα παραπάνω είναι από αναφορές των Σαρακατσαναίων του Σκροπονερίου και κυρίως του Γεωργίου και της αδερφής του Μόρφως Κωνσταντίνου Ντελή.
Καλές Απόκριες.