Αθανάσιος Καρυώτης
|
Έφυγε για την αιώνια ζωή ο ένας από τους τέσσερις γεροντότερους του Σκροπονερίου, ένας απ' "τους τελευταίους συνδετικούς κρίκους" για όλους εμάς που γεννηθήκαμε και ζήσαμε σ' αυτόν τον πανέμορφο τόπο.
Ο Νίκος Κωνσταντίνου Μπακοστέργιος.
Γεννήθηκε το έτος 1934 στο Σκροπονέρι από Σαρακατσάνους γονείς, τον Κώστα και τη Μαγδαληνή Μπακοστέργιου και ήταν το τέταρτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας.
Η Παναγιού (σύζυγος Μελέτη Ζάντζα), ο Λάμπρος (σύζυγος Βασιλική Τσιτσή), η Βαγγελή (σύζυγος Καραΐσκου), ο Νίκος και η Αλέξω (σύζυγος Χρήστου Λέντα).
Έζησε την ορφάνια από οχτώ χρονών καθώς η μάνα του πέθανε πολύ νέα.
Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε κι απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Το Θύμιο (σύζυγος Βασιλική Σιαμέτη), το Δημήτρη (σύζυγος Σοφία Καλότυχου) και το Θόδωρο. Μεγάλωσε, αυτός και τ' αδέρφια του με μητριά.
Δύσκολα χρόνια, αλλά τα κατάφεραν.
Στο Σκροπονέρι έζησε για πολλά χρόνια, τα πιό όμορφα, τα πιό αγνά, τα πιό αληθινά, τα χρόνια γεμάτα αξίες, τότε που όλοι ήταν μια μεγάλη οικογένεια στο Σκροπονέρι. Τα κονάκια τους ήταν δίπλα με των Ντελαίων και τα βράδυα μαζεύονταν όλα τα παιδιά μαζί για ν' ακούσουν ιστορίες απ' τους γεροντότετους, να παίξουν κολτσίνα, να τραγουδήσουν και να μάθουν να χορεύουν.
Ξεκαλοκαίριαζαν στ' Άγραφα, στη Νεράιδα μαζί με τους Ντελαίους για πολλά χρόνια.
Έτσι κι έζησε (καθώς μας μολογούσε με δάκρυα στα μάτια του) την αξέχαστη διαδρομή Σκροπονέρι- Νεράιδα Αγράφων.
Το 1967 παντρεύτηκε την Κρυσταλλία Σιαμέτη απ' την Καλλιθέα Φαρσάλων κι απέκτησαν δύο παιδιά, τον Κώστα και τον Παναγιώτη Μπακοστέργιο.
Από το έτος 1955 και μετά για κάποια χρόνια οι οικογένειες των Μπακοστεργέων ξεκαλοκαίριαζαν στο Δομοκό. Εκεί σιγά - σιγά έκαναν και τις πρώτες τους αγορές σε χωράφια. Το έτος 1977 με βαριά καρδιά η οικογένειά του έφυγε απ' το Σκροπονέρι κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ομβριακή Δομοκού. Άφησαν πίσω τους τα κονάκια τους, τα μαντριά τους, "τα πατήματα τους" και τις όμορφες αναμνήσεις τους.
Ο νους τους όμως ήταν πάντα εδώ, στο Σκροπονέρι. Τρεις- τέσσερις φορές το χρόνο έρχονταν να ξεπονέσει, να θυμηθεί, να δακρύσει και να δει όλους όσους είχαν μείνει πίσω. Είχε πολλές και ιδιαίτερες σχέσεις με τους Ντελαίους, τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε κι εκείνος.
Έζησε πέρα από τη δική του ορφάνια και την απώλεια των δύο απ' τ' αδέρφια του, της Αλέξως και του Θύμιου, σκοτώθηκαν και οι δυο πολύ νωρίς αφήνοντας τεράστιο κενό.
Στο Δομοκό πέρα απ' τα πρόβατα καλλιεργούσε για πολλά χρόνια με την οικογένειά του ντομάτα και τέφτλα.
Ο μπάρμπα Νίκος ήταν πολύ φιλότιμος, δοτικός, εργατικός και γλεντζές. "Χειροδόσιμος" όπως τον λέγαμε, είχε δεν είχε έπρεπε να βρει τρόπο να βοηθήσει.
"Μια φορά φύλαγαν τα πράματα με το Γιώργο Κων. Ντελή στο πηγάδι του Κατσίνα. Μάτωσε το δόντι του Γιώργου και δε σταματούσε το αίμα. Ήρθαν οι γονείς του να τον πάρουν με τ' άλογο να τον πάνε στην Αλίαρτο. Ο Νίκος έβγαλε το παντελόνι του και τα παπούτσια του κι έμεινε ξυπόλυτος για να τα δώσει στο Γιώργο". Αυτά κι άλλα πολλά, αμέτρητα γεγονότα τον έκαναν ξεχωριστό.
Όταν εμείς είμασταν παιδιά στο Σκροπονέρι κι ερχόταν απ' το Δομοκό μας έφερνε καλούδια και μας έδινε λεφτά. Μέχρι και στην ηλικία των 80 με 85 χρονών έβγαινε στο καραούλι στο Σκροπονέρι κι αγνάντευε, δάκρυζε και σκούπιζε τα δάκρυά του για να μην τον δούμε. Ήταν παρόν στα δύο ανταμώματα στο Σκροπονέρι, χόρεψε, βοήθησε και στήριξε ώστε να έρθουν εις πέρας. Είναι πολλά αυτά που θέλουμε να γράψουμε αλλά ας αρκεστούμε σ' αυτά.
Στην άλλη ζωή, στον άλλο κόσμο που πήγε θα συναντήσει τους γονείς του, τ' αδέρφια του, τους συγγενείς του, τους φίλους του κι όλους τους Σκροπονερίτες που τόσο πολύ αγάπησε και τον αγάπησαν.
Καλό Ταξίδι, Καλή Ανάπαυση και Καλή Ανάσταση στην πανάλαφρη ψυχούλα σου.
"Αυτού που βούλεσαι να πας
να πας να ξαποστάσεις
αν έβρεις νιούς χαιρέτα τους
και νιες κουβέντιασέ τες
κι αν έβρεις και μικρά παιδιά
γλυκά να τραγουδήσεις".