flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Τα σαρακατσάνικα κονάκια του Κωνσταντίνου Γαλλή.

Gallis Konstantinos

 

Του Κωνσταντίνου Γαλλή

 

Η ιστορία τους χάνεται στα βάθη των αιώνων και δεν έχουμε γραπτή μαρτυρία για τη ζωή τους, πέραν από την προφορική παράδοση και αυτή μέσα από τα τραγούδια τους.
Το, τίνος είναι εκείνα τα άλογα ,
Εκείνα τα κονάκια . . . . και παρακάτω
και πιάστηκαν και χόρευαν κορίτσια και νιφάδες κλπ
Χαρούμενους τους θέλει ο ανώνυμος στιχουργός τους Σαρακατσάνους, χαρούμενους και γλεντζέδες. Και ήταν.
Κάθε τραγούδι και μια μαρτυρία για τη ζωή τους και τα τραγούδια τους είναι χιλιάδες. Υμνούν και περιγράφουν κάθε πτυχή της σκληρής και λεβέντικης ζωής τους, αρκεί κάθε τραγούδι να το δεις με κριτική ματιά και να προσπαθήσεις να βρεις τι παρακίνησε τον αγράμματο αυτό στιχουργό να κάνει τραγούδι τον καημό του. Βέβαια η διερεύνηση αυτή απαιτεί κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες, που προσωπικά ασφαλώς δεν διαθέτω, να μπεις στο πνεύμα του ανώνυμου τροβαδούρου και να εκμαιεύσεις τα συναισθήματα της στιγμής που συνέθεσε και τραγούδησε το κάθε τραγούδι. Τότε στιχουργός και τραγουδιστής ήταν το ίδιο πρόσωπο. Καθισμένος ψηλά σε μια πέτρα ο τζιομπάνος για να επιβλέπει το κοπάδι του, που λαρωμένο χαμηλότερα στο καλό λιβάδι βοσκούσε αμέριμνα, φούντωνε η διάθεση για τραγούδι και βλέποντας τα κορίτσια και τις νιφάδες να χορεύουν στην πέρα ράχη, μπροστά στα κονάκια, άρχιζε τις σκέψεις του και τις επιθυμίες του να τις κάνει τραγούδι.
Και εδώ πρέπει να αναφέρω το καλογραμμένο πόνημα του Γεωργίου Δ. Καψάλη, το οποίο πραγματεύεται τα σαρακατσάνικα τραγούδια και εκμαιεύει μέσα από τις μύχιες επιθυμίες των ανώνυμων στιχουργών και εκτελεστών τα βαθύτερα συναισθήματα, αυτά που παρακίνησαν και μένα να γράψω αυτές τις γραμμές. Διεισδυτικός και αποκαλυπτικός ο κύριος Γεώργιος Καψάλης κατόρθωσε να μας πει όσα του αποκάλυψαν τα σαρακατσάνικα τραγούδια και προσωπικά τον ευχαριστώ θερμά. Έμαθα πολλά και ξύπνησαν μέσα μου βιώματα που ήταν καταχωνιασμένα στο υποσυνείδητό μου. Αξίζει το πόνημα αυτό να το αποκτήσουν όλοι εκείνοι που έχουν σαρακατσάνικες ρίζες και όχι μόνο.
Ξεκαλοκαιριάζαμε σε ένα ξακουστό βουνό της δυτικής Μακεδονίας το καλοκαίρι του 1946, το Βίτσι, δίπλα από το Γράμμο, από τον οποίο μας χώριζε μια βαθιά χαράδρα, η οποία διαρρέονταν από το ποτάμι που τροφοδοτεί τη λίμνη Καστοριάς και αποτελεί τον κύριο τροφοδότη της.
Τα κονάκια ή καλύβια μας τα φκιάσαμε στην ανατολική πλευρά , σε ένα πλατό με τη μοναδική βρύση, ακριβώς στην γραμμή που ξεχωρίζει το δάσος από την αλπική ζώνη και τα υπερκείμενα «σπανά», δηλαδή τις βοσκές του βουνού. Και ήταν οι βοσκές αυτές πλούσιες σε ποώδη βλάστηση, ένα είδος αγροστωδών χορταριών ανάκατα με πλατύφυλλα είδη που τα προτιμούσαν τα πρόβατά και κατέβαζαν μπόλικο γάλα.
Η αξία ενός βουνού ή μιας περιοχής μετριούνταν με την απόδοση των προβάτων σε γάλα, κατά τους Σαρακατσάνους και όχι μόνο. Αυξάνονταν το γάλα κατά την έλευση τους εκεί, το βουνό ήταν καλό, ήταν γαλακτοβούνι , έδωνε πολύ γάλα, το κυριότερο προϊόν μας , πάνω στο οποίο στηρίζονταν η επιβίωσή μας. Δεν κατέβαζαν γάλα, ξερότοπος ήταν και χαρακτηρίζονταν ακατάλληλος και τον αποφεύγαμε και δεν ξαναπηγαίναμε.

Τα κονάκια στήθηκαν στη σειρά με την ρούγα προς την ανατολή και το ένα κοντά στο άλλο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που αν κάποιο λαμπάδιαζε, κινδύνευαν να γίνουν στάχτη όλα. Μάλιστα θυμάμαι ένα τέτοιο περιστατικό. Οι πρώτες εξαδέλφες μου από την πλευρά της μακαρίτισσας της Μάνας μου, παιδιά του αείμνηστου μπάρμπα μου, Βασίλη , έχοντας αδυναμία στα λουλούδια και μάλιστα σε ένα είδος που διατηρούσε την ομορφιά και χάρη του ακόμη και αποξηραμένο, θεώρησαν σκόπιμο να καλλωπίσουν και τον καντηλάκι της Κυρά Παναγιάς με τα εικονίσματα. Το κακό δεν άργησε να γίνει και το καλύβι λαμπάδιασε. Προσέτρεξαν όλοι και έβγαλαν τα ρούχα έξω και στη συνέχεια έβρεξαν βελέτζες και κάλυψαν τα σημεία του καλυβιού που γειτνίαζαν με το διπλανό. Βέβαια κάνα δυο βελέτζες κάηκαν ολοσχερώς, σκρούμπιασαν κατά τη λαλιά των Σαρακατσαναίων, αλλά η φωτιά περιορίστηκε. Τα μαλλιά, ως γνωστόν ,οι μάλλινες βελέτζες δεν καίγονται ούτε αφήνουν την φωτιά να επεκταθεί, απλά καρβουνιάζουν, και ενεργούν ως πυρίμαχα υλικά, σαν τις πυρίμαχες κουβέρτες που χρησιμοποιούν οι πυροσβέστες στην κατάσβεση των πυρκαγιών για να απομονώσουν τη φωτιά, δηλαδή να στερήσουν από τη φωτιά το οξυγόνο, οπότε αναγκαστικά θα σβήσει. Οι Σαρακατσαναίοι στην περίπτωση αυτή για να στερήσουν το οξυγόνο από τη φωτιά, η πρώτη τους δουλειά ήταν να απομώσουν τη φωτιά με βελέτζες μάλλινες. Τη λέξη «απομώσουν» δεν θα τη βρείτε στα λεξικά. Μάλιστα όταν κάποιος πέθανε από έλλειψη οξυγόνου. Λένε απομώθηκε .
Μετά το στήσιμο των καλυβιών, η αμέσως επόμενη δουλειά ήταν οι κοπάνες στη βρύση για να πίνουν τα πρόβατα νερό. Προσέτρεξαν οι άντρες στο δάσος, έκοψαν κορμούς δέντρων, τους ξεφλούδισαν και στη συνέχεια τους έσκαψαν σε αρκετό βάθος, ώστε να συγκρατείται αρκετή ποσότητα νερού και σέρνοντάς τις έφεραν στη βρύση όπου τις τοποθέτησαν τη μία συνέχεια της άλλης, ώστε όταν γεμίζει η πρώτη , το νερό να διοχετεύεται στη δεύτερη μέχρι και την τελευταία, συγχρόνως δε έστρωσαν και το γύρο χώρο με πέτρες να μην βουλιάζουν τα λεπτά ποδάρια των προβάτων στις λάσπες.
Μετά και την τελευταία κοπάνα το νερό ήταν στη διάθεση των γυναικών για πλύσιμο. Εκεί κάθε νοικοκυρά είχε μόνιμα ένα καζάνι όπου έβραζε το νερό και ετοίμαζε την αλυσίβα. Ρίχνοντας στάχτη σε βρασμένο νερό, η στάχτη κατακρατεί τα αλάτια και το νερό γίνεται κατάλληλο για πλύσιμο των ρούχων αλλά και για λούσιμο, αν μάλιστα στο νερό προσθέσεις και λίγο χαμομήλι, τότε το νερό αυτό γίνεται ιδιαίτερα κατάλληλο για τις ξανθιές κεφαλές. Λούστηκες με αλισίβα, τα μαλλιά σου λάμπουν και η επιδερμίδα λεία και αστραφτερή. Διαφορετικά τα ρούχα δεν καθαρίζουν ούτε το σαπούνι αφρίζει.
Σε πολύ κοντινή απόσταση ήταν η στρούγκα και το μπατζιό. Μόλις γέμιζε το καρδάρι ο αρμεχτάρης, δηλαδή είκοσι και πάνω κιλά, το έπαιρνε στα χέρια του και χάβδα – χάβδα ( δηλαδή με ανοιχτά τα πόδια για περισσότερη ευστάθεια ) το πήγαινε στο μπατζιό όπου το έριχνε στο μεγάλο καζάνι . Εκεί ο γαλατάς θα το έπηζε για να δημιουργήσει τα περίφημα κεφαλοτύρια, τα κασέρια και το τυρί σε τσαντίλα, η οποία είναι κατά πολύ νοστιμότερη από τη φέτα εμπορίου για το λόγο ότι δεν κατακρατεί καθόλου τυρόγαλο . Τέλος α΄μέρους