Του Κωνσταντίνου Γαλλή
|
Εσύ είσαι άνδρας και περπατείς
κι πόνοι σου διαβαίνουν
‘ ‘ ‘ ‘ ‘ ‘ ‘ ‘ ‘ ‘
Οι δύο αυτοί στίχοι εκφράζουν το παράπονο της Σαρακατσάνας και όχι μόνο για τους περιορισμούς, για τα μη και τα όχι, τι θα πει ο κόσμος. Μακαρίζει τον άνδρα της ότι μπορεί και περπατά σε μέρη που η ίδια αδυνατεί Δεν μπορεί να πάει στο καφενείο να πιει έναν καφέ, στο μαγαζί να καθίσει με τις φίλες της , στην αγορά. Παντού έπρεπε να συνοδεύεται από τον άνδρα της, κάτι βέβαια που ίσχυε για όλες τις «φυλές» των Ελλήνων.
Στην Καρδίτσα τέλη δεκαετίας ΄40 αρχές ΄50 κάθε Τετάρτη γίνονταν βδομαδιάτικη αγορά και συνέρρεαν από τα γύρω χωριά άνδρες και γυναίκες για να πουλήσουν το κάτι τις τους, από αυγά, κότες, γουρούνια, αρνιά, ξύλα οι κάτοικοι των ριζών κλπ. Οι άνδρες καβάλα στα γαϊδουράκια και οι γυναίκες ξυπόλητες να ακολουθούν με τις παντόφλες στο χέρι, τις οποίες τις φορούσαν με την είσοδό τους στην πόλη αφού έπλενα τα πόδια τους στην Καράμπαλη – ποτάμι ανατολικά της Καρδίτσας. Και εμείς, μαθητάκια τότε στο γυμνάσιο, να περιμένουμε στην είσοδο της πόλης να πάρουμε τα καλάθια με τα τρόφιμα που μας έστελναν οι δικοί μας και έφερνε ένα φορτηγό που εκτελούσε τη συγκοινωνία Κουτσιαρί – Καρδίτσα. Το φορτηγό αυτό στάθμευε στο μαγεριό του Μηλίτση- παλιότερα χάνι, καταμεσής περίπου στην αγορά, η οποία γινότανε στην ανατολική πλευρά, εκεί που τώρα είναι το παυσίλυπο , ανατολικά του Αγίου Κωνσταντίνου.
Αυτό, λοιπόν, το παράπονο οι Σαρακατσάνες το έκαναν τραγούδι και αν κάτι γίνει τραγούδι, πάει να πει ότι εκφράζει κάτι καθολικό, ένα παράπονο στη συγκεκριμένη περίπτωση που είναι γενικότερο, διαφορετικά θα χανόταν, όπως συμβαίνει με πολλά τραγούδια της εποχής μας, που ξεχνιούνται από την επομένη της κυκλοφορίας του.
Ο,τι απασχολεί τον άνθρωπο το κάνει τραγούδι, τον πόνο του τον κάνει τραγούδι, τον κάνει μοιρολόγι, τη χαρά του, τη λύπη του, τα πάντα. Είναι καταπιεσμένος, πονάει, είναι νηστικός, χαίρεται, όποια συναισθήματα κατακλύζουν την καρδιά του και δεν μπορεί να τα βγάλει , στο τραγούδι καταφεύγει. Στιχουργός που δεν εκφράζει τον περίγυρό του, δεν αφουγκράζεται την κοινωνία, αλλά γράφει αόριστα και ακατάληπτα θα αποτύχει, κανένας δεν θα τον προσέξει, θα χαθεί.
Η Σαρακατσάνα, όπως και οι περισσότερες γυναίκες της εποχής εκείνης πριν τον μεγάλο πόλεμο, η μόνη διασκέδαση ήταν κανένας γάμος, το πανηγύρι του χωριού, άντε και του διπλανού και όλα τελείωναν εκεί , πέραν των συναντήσεων της γειτονιάς όπου μαζεύονταν κυρίως τις απογευματινές ώρες να ανταλλάξουν απόψεις, να ακούσουν το κάτι τι από τις γειτόνισσές τους, να κουτσομπολέψουν την ψηλομύτα , τον κομψευόμενο του χωριού, της στάνης και του βουνού, να πουν χαζομάρες, κι αυτές χρειάζονται, τέλος πάντων να ξεδώσουν.
Από την άλλη, σε αντίθεση με τις γυναίκες, οι άνδρες είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων. Πήγαιναν όπου ήθελαν, έπιναν, γλεντούσαν όπως το επιθυμούσε η ψυχούλα τους, «ξεγλιστρούσαν» και καμιά φορά, περιορισμούς ελάχιστους έως μηδαμινούς. Δυστυχώς ο άνδρας συγχωρούνταν ο,τι και αν έκανε με την απλή φράση: δεν πειράζει άνδρας είναι, ενώ η γυναίκα στιγματίζονταν και πολλές φορές έφθαναν και μέχρι την διαπόμπευση. Αψευδής μάρτυς η σχετική περικοπή του Ευαγγελίου και η περίφημη φράση του Χριστού: Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω .
Τι τα θέλετε, μέχρι πριν λίγα χρόνια δέσποζε η βαρβαρότητα , μεταπολεμικά βελτιώθηκαν κάπως, αλλά έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα. Άσε που σε πολλές κοινωνίες «η γυναίκα είναι για να κάνει παιδιά» ( κατά τον Πρόεδρο της γειτονικής μας χώρας) , ο οποίος μάλιστα επαίρεται για τα δημοκρατικά του αισθήματα !
Και επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια για τις Σαρακατσάνες μια που Σαρακατσάνος γεννήθηκα και ως Σαρακατσάνος μεγάλωσα και , ως εκ τούτου, γνωρίζω κάτι περισσότερο. Μια ζωή τυραννία ήταν η ζωή τους, κατά προσφιλή έκφραση της μακαρίτισσας της Μάνας μου. Οι δουλειές του σπιτιού, στην συγκεκριμένη περίπτωση καλυβιού, ατελείωτες. Να πάει να φέρει καυσόξυλα στην πλάτη της, να ζυμώσει και να ψήσει το ψωμί, να μαγειρέψει, να δει τα παιδιά της, τον άνδρα της, να γνέσει, να ετοιμάσει το διασίδι, να υφάνει, να πλέξει, να κεντήσει, να πήξει το τυρί, να παλαμίσει το καλύβι καταγής και πλαγινά κλπ. Αφού σκεφθείτε ότι για τη Σαρακατσάνα η ρόκα και το κέντημα ήταν γλέντημα. Και δεν το λέγω εγώ, το τραγουδάκι το λέγει:
Η ρόκα και το κέντημα είναι γλέντημα
Κι ο αργαλειός μαράζι.
Τώρα πόσο γλέντημα ήταν το κέντημα και η ρόκα, δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε και θα πεισθείτε, μόνο που θα είναι προς αποφυγή .