Του Κωνσταντίνου Γαλλή
|
Όχι, ο Παππούς δεν πέθανε, δεν έφυγε με τη σημασία που αποδίδουμε συνήθως σε εκείνους που αποδημούν στον Κύριο. «Εφυγε» από τα μαντριά για να μη ζήσει τη σφαγή των αρνιών.
Τέτοια εποχή, μέσα Φλεβάρη πάνω κάτω, οι Σαρακατσαναίοι πωλούσανε τα πρώιμα αρνιά τους που ήταν και τα περισσότερα – περίπου 70-80 0/0 του συνολικού αριθμού _ , τα υπόλοιπα _ σουγκάρια _ τα πωλούσαν συνήθως τη μεγάλη εβδομάδα, τότε που η ζήτηση ήταν αυξημένη και οι τιμές ΄τσιμπούσαν, ήταν μεγαλύτερες.
Τέτοια εποχή «έφευγε» και ο Παππούς από τα πρόβατα και ερχότανε στα κονάκια. όπου παρέμενε τουλάχιστον για οκτώ ημέρες περίπου όσο κρατούσανε τα βελάσματα-κλάματα. Αν, δε, τύχαινε τα μαντριά να είναι κοντά στα κονάκια, ο Παππούς εξαφανιζότανε, άγνωστο πού.
Ο λόγος της εξαφάνισής του είχε να κάνει με τα βελάσματα των προβατίνων που ψάχνανε γύρω από τα μαντριά βελάζοντας και αναζητώντας τα αρνιά τους.. Εκεί τα άφησαν όταν έφυγαν το πρωί για τη βοσκή και φυσικό είναι εκεί να τα αναζητούνε. Ε!, λοιπόν, αυτό το δράμα των προβατίνων ο Παππούς δεν το άντεχε και «έφευγε» μακριά , και μη μου πείτε ότι η παρομοίωση είναι άστοχη, διότι τη λογική που δεν έχουν τα πρόβατα, στην περίπτωση της προβατίνας και του αρνιού της την αντικαθιστά το ένστικτο- το μητρικό φίλτρο ή όπως αλλιώς θέλετε πέστε το.
Ο Παππούς στην περίπτωση που αναθυμάμαι ήταν μπάρμπας της Μάνας μου και άκουγε στο όνομα μπάρμπα Τσολιάς. Ένας πράος και φιλήσυχος άνθρωπος που έζησε όλη τη ζωή του κοντά στα πρόβατα, εκεί που γεννήθηκε και πέθανε. Τον θυμάμαι να κάθεται κοντά στο κοπάδι και να μαυλάει τις προβατίνες να τις δώσει μια χαψιά ψωμί. Και αυτές ερχότανε και από κοντά και τα αρνιά, τα οποία με την αθωότητα που τα διακρίνει παίζανε μαζί του. Ανεβαίνανε πάνω του, τον σκουντούσανε, χοροπηδούσανε και του γλύφανε από τα χέρια τα ψίχουλα που είχανε απομείνει. Αιωνία σου η μνήμη μπάρμπα Τσολιά. Είμαι σίγουρος ότι ο Θεός σε έχει στα δεξιά του. ¨.