Του Κωνσταντίνου Γαλλή
|
Το περιβάλλον στο οποίο διαβιούσαν και αναπτύσσονταν τα τσελιγκάτα δεν ήταν με ροδοπέταλα σπαρμένα, είχαν πολλές κακοτοπιές και δυσκολίες να αντιπαλέψουν. Και δεν αναφέρομαι στις ανώμαλες περιόδους της Γερμανικής και Ιταλικής κατοχής, ούτε στην επάρατη περίοδο του εμφύλιου πολέμου. Αναφέρομαι στις ειρηνικές περιόδους και είχε να κάνει με τους διάφορους ληστές, που πουλούσαν «προστασία», και λυμαίνονταν την ύπαιθρο Χώρα και ειδικότερα τα Τσελιγκάτα, τα οποία λόγω της συνεχούς εργασίας τους στην ύπαιθρο ήταν εκτεθειμένα στους διάφορους «προστάτες». Βέβαια ο κίνδυνος αυτός δεν ήταν ο ίδιος για όλα τα τσελιγκάτα. Μεγαλύτερο κίνδυνο διέτρεχαν τα αδύναμα , τα οποία ήταν συντριπτικά τα περισσότερα. Η δυναμικότητα είχε να κάμει με την προσωπικότητα του τσέλιγκα και κυρίως των σμικτών, αυτών δηλαδή που συμμετείχαν στο τσελιγκάτο και με κεφάλαιο, εκτός βεβαίως της προσωπικής εργασίας. Ένα τέτοιο τσελιγκάτο, γνωστό σε όλους, ξεκαλοκαίριαζε τα χρόνια εκείνα στα βουνά του Βερμίου και δεν τολμούσε ληστής – «προστάτης» να το πλησιάσει, εκτός από τον καλούμενο «ψευτο- Θόδωρο» , τον οποίον γνωρίσαμε από το προηγούμενο σημείωμά μου. Και να διευκρινίσω εδώ ότι κάθε άλλο παρά ψεύτης ήταν. Αντίθετα ήταν πανέξυπνος, ψύχραιμος και τα ψέματά του περιορίζονταν σε αυτά και μόνο που αποκαλούμε «κατά συνθήκη ψεύδη», θεμιτά κατά κάποιο τρόπο σε όλες τις κοινωνίες και μόνο για καλό, ποτέ για κακό. Ένα ηλιόλουστο Αυγουστιάτικο πρωινό τη δεκαετία του ΄30, ένας τέτοιος «προστάτης» στέλνει ένα γράμμα στον τσέλιγκα του ψεύτο – Θόδωρου και τον καλούσε εντός τακτής προθεσμίας να του στείλει: ένα κοστούμι μάλλινο με γιλέκο, δύο πουκάμισο με τραχηλιά μαύρα, ένα ζευγάρι παπούτσια σεβρά και τέσσερα ζευγάρια κάλτσες μάλλινες ευρωπαϊκές. Όπως είναι φυσικό θορυβήθηκε ο τσέλιγκας και καλεί αμέσως συμβούλιο σμικτών, τους διαβάζει το γράμμα, τους εξηγεί ότι ο ληστής αυτός έχει ορμητήριο το τσελιγκάτο του Γ. . . . . (γνωρίζω το όνομα αλλά δεν θα το αποκαλύψω για ευνόητους λόγους) και αρχίζει η συζήτηση περί του τρόπου αντιμετώπισηςτης κατάστασης: ( σμίκτης λέγεται εκείνος που συμμετέχει στο τσελιγκάτο με σημαντικό αριθμό προβάτων, εκτός της προσωπικής εργασίας, σαν να λέμε μέτοχος) Σμίκτης Α: Τσέλιγκα, ποιος έφερε το γράμμα; Τσέλιγκας: Ο χουσμικιάρης του Γιάννη του. . . . Σμίκτης Β: Και πότε τα θέλει; Τσέλιγκας: Σε ένα μήνα. Άλλος σμίκτης: Εγώ λέω, Τσέλιγκα, να μην του δώσουμε τίποτα. Άσε εμένα με το Μήτρο και θα την κανονίσουμε τη δουλειά. Τσέλιγκας: Τι θα κάνετε; Ο ίδιος σμίκτης: Να θα του κόψουμε ένα κοστούμι ακριβώς στα μέτρα του για να θυμάται μια ζωή. Τσέλιγκας: Όχι βία, αυτοί είναι φονιάδες και θα ξεσπάσουν στα παιδιά και στις γυναίκες μας. Και εκεί που επικρατούσε βουβαμάρα και ο καθένας ήταν κλεισμένος στον εαυτό του σκεπτικός, ακούγεται η φωνή του Ψευτοθόδωρου: Δώστε μου μια βδομάδα διορία και θα το τακτοποιήσω το θέμα. Αυτό ήθελαν όλοι οι συμμετέχοντες, πλην του Τσέλιγκα, άρχισαν τις ειρωνείες και τα πειράγματα. Τι μπορείς να κάνεις, μωρέ κλπ. Ο Τσέλιγκας σκεπτικός απευθύνεται στον Ψευτοθόδωρο: Για να δούμε , μωρέ, τι μπορείς να κάνεις, την έχεις την εβδομάδα που ζήτησες. Ψευτοθόδωρος: Φεύγω, θα τα πούμε σε μια βδομάδα. Γεια σας. Οι σμίκτες προς τον Τσέλιγκα όλοι μαζί: Λες Τσέλιγκα να καταφέρει τίποτα. Τσέλιγκας: Από αυτόν όλα να τα περιμένεις. Και λύνεται η συνεδρίαση. Φεύγει ο Ψευτοθόδωρος για το καλύβι του, κόβει ένα φύλλο από τη μέση ενός τετραδίου στο οποίο σημείωνε ό,τι έπρεπε να θυμάται, και γράφει ένα γράμμα προς τον τσέλιγκα του τσελιγκάτου στο οποίο έβρισκε καταφύγιο ο ληστής. Και έγραφε πάνω κάτω τα εξής: « Αγαπητέ Γιάννη, Αυτό το ζαγάρι που ταΐζεις στα μαντριά σου, αυτόν τον Βούλγαρο ( κατάγονταν από τη Βουλγαρία), ξέρεις εσύ, κοίτα να τον συμμαζέψεις και πες του να μην ξαναενοχλήσει το συμπέθερό μου τον Γιώργο . . . . και να μην βρεθεί στη στράτα μου το καλό που του θέλω. Περιμένω απάντηση αμέσως με αυτόν που θα σου φέρει το γράμμα μου. Γεια σου Κώστας. . . .¨» Ο δαιμόνιος ο Ψευτοθόδωρος πλαστογράφησε την υπογραφή του τσέλιγκα Κώστα.. . και το γράμμα το έστειλε με δικό του άνθρωπο. Καβαλικεύει το άλογό του ο άνθρωπος του Ψευτοθόδωρου και γραμμή για το τσελιγκάτο του ληστή και παραδίδει το γράμμα.. Μόλις διάβασε το γράμμα ο Γιάννης . . . θορυβήθηκε έντονα. Ήξερε ότι ο Κώστας. . . είχε προσβάσεις στις αρχές και πάνω απ ΄όλα ό,τι έλεγε το εννοούσε, δεν αστειεύονταν. Κάθεται αμέσως και γράφει προς τον Κώστα . . . και τον διαβεβαιώνει ότι θα τον συμμαζέψει τον Βούλγαρο και να μην ανησυχεί. Φθάνει η απάντηση στα χέρια του Ψευτοθόδωρου και χωρίς χρονοτριβή τρέχει στον Κώστα . . Ω! καλώς τον Θόδωρο ( ποτέ ο τσέλιγκας Κώστας δεν τον αποκαλούσε ψευτοθόδωρο και μάλιστα τον αγαπούσε). Γεια σου, μπάρμπα Κώστα. Μετά τα τυπικά και κομπιάζοντας συνέχεια εξιστορεί ο ψευτοθόδωρος όλα τα συμβάντα και ότι πλαστογράφησε την υπογραφή του. Α! αυτό ήταν , μωρέ Θόδωρε, και κόντεψε να φλετρίσει η περδικούλα σου (η καρδιά σου). Καλά έκανες, μπράβο σου. Μπάρμπα Κώστα, να και το γράμμα. Το διαβάζει και του το επιστρέφει αμέσως Κάτσε τώρα να φας ψωμί, κοιμήσου εδώ γιατί πέρασε η ώρα και αύριο πρωί φεύγεις. Α! και πες στο συμπέθερό μου το Γιώργο, άλλη φορά να μου τα λέγει αυτά τα πράγματα, δεν είναι αστεία ( να διευκρινίσω ότι οι δύο τσελιγκάδες ήταν συμπέθεροι) Την άλλη μέρα πρωί- πρωί αναχωρεί για το τσελιγκάτο του και κατά το μεσημέρι φθάνει στα Τσεκούρια και καταλήγει αμέσως στο καλύβι του τσέλιγκα. Διηγείται τα καθέκαστα περιχαρής και απαιτεί στο εξής από τον τσέλιγκα, αυτό το ψευτοθόδωρος να σταματήσει. Και από τότε έγινε Θόδωρος. Αλλά, δυστυχώς,στην ιστορία έμεινε ως Ψευτοθόδωρος.Ίσως καλλίτερα. Έκτοτε ο εκβιαστής δεν ξαναενόχλησε τον τσέλιγκα του Θόδωρου.