Χρήστος Τριαντόπουλος
|
Η πρόσφατη επίσκεψη στα χωριά της Βορείου Ηπείρου (ή Νοτίου Αλβανίας σε όρους πολιτικής ορθότητας), στο πλαίσιο των εορτασμών της 28ης Οκτωβρίου, ήταν μία μεγάλη εμπειρία με αρκετές δόσεις (γεωπολιτικού) ρεαλισμού, αλλά και με έντονο συναισθηματικό φορτίο -που έγινε ακόμη πιο έντονο με την ανακοίνωση του τραγικού συμβάντος στους Βουλιαράτες.
Η πρώτη στάση αυτής της διήμερης επίσκεψης, μαζί με τον Γ. Σούρλα, τον Δ. Κουτσό, τον αδελφό μου Κ. Τριαντόπουλο και αρκετούς φίλους από τη Μαγνησία (όπως οι Σαρακατσαναίοι της Ευξεινούπολης) και την υπόλοιπη Ελλάδα, ήταν το Αργυρόκαστρο. Εκεί, πέρα από την ιδιαίτερη ομορφιά και τη γραφικότητα του μέρους, έβλεπες και το σημαντικό ρόλο που έχει η εκκλησία για τον ελληνισμό της περιοχής. Έτσι, αφού παρακολουθήσαμε τη λειτουργία στο νέο καθεδρικό της Αναστάσεως του Κυρίου στο Αργυρόκαστρο, κατευθυνθήκαμε στο κοντινό κατάμεστο πνευματικό κέντρο, όπου η Μητρόπολη Αργυροκάστρου είχε οργανώσει εκδήλωση για την 28η Οκτωβρίου με τη συμμετοχή χορωδίας από τη Θεσσαλονίκη. Σε αυτή την εκδήλωση, σε μία ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα, γνωρίσαμε τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου κ. Δημήτριο, ο οποίος έχει ενεργό ρόλο στην περιοχή, καθώς και πολλούς κατοίκους της περιοχής που έσπευσαν στο πνευματικό κέντρο για την εκδήλωση.
Η επόμενη στάση -κατά τη δεύτερη ημέρα- ήταν το μνημείο των πεσόντων στην Κλεισούρα, όπου ο επιβλητικός (μεγάλος) σταυρός προσπαθούσε να ενσωματώσει το μεγαλείο της τεράστιας θυσίας που έλαβε χώρα σε εκείνα τα χώματα για την ελευθερία της πατρίδας μας –προκαλώντας δέος στον επισκέπτη. Στις επετειακές εκδηλώσεις στην Κλεισούρα συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης και του στρατεύματος, η πρέσβης της χώρας μας και πλήθος κόσμου (ντόπιων και εκδρομέων). Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι κατά τις αρχικές στιγμές της εκδήλωσης εμφανίστηκαν -όχι σε κοντινή απόσταση- Αλβανοί εθνικιστές με σημαίες και βωμολοχίες, αλλά η ισχυρή παρουσία της αστυνομίας απέτρεψε τα όποια παρατράγουδα.
Η τρίτη στάση ήταν οι Βουλιαράτες, όπου υπάρχει κοιμητήριο των πεσόντων του 1940-41 και είχε προγραμματιστεί η κορύφωση των εκδηλώσεων, με τη συμμετοχή περισσότερων εκπροσώπων από την ελληνική πολιτεία και την αλβανική πολιτική ζωή, αλλά και συλλόγων. Στο σημαιοστολισμένο χωριό των Βουλιαρατών, και αφού έφτασαν τα παιδιά του χωριού με παραδοσιακές στολές και εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας η πρέσβης της χώρας μας εκεί, είχα την ιδιαίτερη χαρά και τιμή να καταθέσω -εκπροσωπώντας το Σύλλογο Αγχιαλιτών Αθήνας- στεφάνι στο μνημείο στους Βουλιαράτες ως ελάχιστο φόρο τιμής στους παππούδες μας που θυσιάστηκαν για την ελευθερία μας. Εκεί, μεταξύ άλλων, γνωρίσαμε και τον (καταγόμενο από τη Λαμία) γενικό πρόξενο της χώρας μας στο Αργυρόκαστρο, κ. Κ. Μιχελή, ο οποίος και προσπαθούσε για τα οργανωτικά ζητήματα των εκδηλώσεων. Στη συνέχεια, επισκεφθήκαμε με τον Γ. Σούρλα το σχολείο της περιοχής, όπου παραδώσαμε στην διευθύντριά του βιβλία και τετράδια, και το Οικοτροφείο Θηλέων της Μητρόπολης Αργυροκάστρου, υπό την Αδελφή Μαρία. Το τελευταίο είναι ένα οικοτροφείο στο οποίο φοιτούν 35 μαθήτριες (χωρίς διάκριση ως προς την εθνική καταγωγή) με σκοπό να διασφαλιστεί ένας σταθερός δρόμος προς τη μόρφωσή τους και την πρόοδό τους. Πρόκειται για ένα σημαντικό κοινωνικό εγχείρημα με υπεύθυνη την υπέροχη Αδελφή Μαρία, η οποία δρα ως «μητέρα» των κοριτσιών και μαζί με τις νεαρές δασκάλες φροντίζουν να δημιουργήσουν συνθήκες πρόσβασης σε μια καλύτερη ζωή. Το εν λόγω οικοτροφείο επισκεφθήκαμε μαζί με τον Γ. Σούρλα, ο οποίος το στηρίζει όλα αυτά τα χρόνια, και παραδώσαμε τα (συμβολικά) δώρα της Ένωσης Τέκνων, Συγγενών και Φίλων Πεσόντων του Έπους 1940-41. Ήταν μια επίσκεψη που γέννησε έντονα συναισθήματα, αλλά και ένα ισχυρό αίσθημα ευθύνης για να σταθείς δίπλα σε τέτοιες μεγαλειώδεις κινήσεις ανθρώπων, όπως η Αδελφή Μαρία, που βοηθούν -εκεί που δεν είναι εύκολη η βοήθεια- τον συνάνθρωπο. Και θα υπάρξει συνέχεια.
Εκείνες τις στιγμές, όμως, βρισκόταν σε εξέλιξη, στην ευρύτερη περιοχή των Βουλιαρατών, το τραγικότατο συμβάν, χωρίς να υπάρχει εικόνα για αυτό στους παρευρισκομένους και, κυρίως, τους επισκέπτες από τις άλλες περιοχές. Μόνο όταν άρχισα να «εξερευνώ» το χωριό και συναντήθηκα με τους μόνιμους (ηλικιωμένους) κατοίκους ενημερώθηκα για τις εξελίξεις και τα (πραγματικά) γεγονότα. Τότε, ήταν όταν μου ανέφεραν οι ντόπιοι ότι το τέλος του ομογενούς -γνωρίζοντας τη στάση και την τακτική της αλβανικής αστυνομίας- ήταν προδιαγεγραμμένο και πέρα από κάθε προβλεπόμενη διαδικασία αντιμετώπισης τέτοιων συμβάντων. Και, δυστυχώς, λίγη ώρα αργότερα οι εκτιμήσεις των ντόπιων επιβεβαιώθηκαν. Και όχι μόνο τότε, αλλά αυτή η περίεργη και μη επιτρεπτή στάση απέναντι στο συμβάν συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, γεννώντας πολλά ερωτήματα, αλλά και οργή στην οικογένεια του ομογενούς, αλλά και στην κοινότητα ευρύτερα. Δυστυχώς, είναι πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν. Μα πάρα πολλά –που είναι αντικείμενο ευρύτερης ανάλυσης που πρέπει να εμπεριέχει και την ευρωπαϊκή εμπειρία σε τέτοιες καταστάσεις.
Η επίσκεψη, λοιπόν, στα χωριά της Β. Ηπείρου, αν και ξεκίνησε ως «τάμα» γνωριμίας των χωριών του προπάππου μου μακεδονομάχου Σπ. Κοπάλη (β’ οπλαρχηγός του Π. Μελά που εγκαταστάθηκε στο Βόλο μετά τους αγώνες του), φαίνεται πως καταλήγει να είναι η προσωπική αρχή μίας σειράς δράσεων και πρωτοβουλιών στην περιοχή. Μία περιοχή που δεν θα είχα επισκεφθεί (τουλάχιστον τώρα), εάν δεν ακολουθούσα -και τον ευχαριστώ για αυτό- τον κ. Γ. Σούρλα σε αυτό το τεράστιο εγχείρημα που έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια για την αποκατάσταση των ηρώων πεσόντων του 1940-41 και το οποίο έχει αρχίσει να καρποφορεί. Μία περιοχή που έχει τεράστια ανάγκη και περιθώρια κοινωνικής, οικονομικής και δημοκρατικής αναβάθμισης. Μία περιοχή που το παράδειγμα της Αδελφής Μαρίας πρέπει να είναι φάρος απέναντι στη μισαλλοδοξία, στον εξτρεμισμό και στα άκρα. Μία περιοχή που έχει «ποτιστεί» με το αίμα ηρώων για την ελευθερία και είναι ανεπίτρεπτο στις μέρες μας να χύνεται ακόμη αίμα νέων ανθρώπων. Μία περιοχή, στην οποία θα ανέβω ξανά σίγουρα. Και σύντομα.