Του Αλέξανδρου Παρλάντζα
|
κλίτσα σαρακατσάνικη και καλοκεντημένη
πολλές γενιές την κράτησαν την έχουν τιμημένη
τεχνίτες αυτοδίδαχτοι ήτανε οι τσοπάνοι
φκιάναν αριστουργήματα και οι Σαρακατσάνοι
όπου και να τους έβρισκες κάτι θα πελεκούσαν
το είχαν απασχόληση τη μέρα τους περνούσαν
η κλίτσα η επίσημη ήταν από πυξάρι
με λεβεντιά την κράταγαν σαν βγαίναν στο παζάρι
η κλίτσα για τα πρόβατα ήταν από πουρνάρι
όσο κ να βρεχότανε δεν έπαιρνε χαμπάρι
η (βέργα) το κλιτσόξυλο πάντα ήταν κρανίσιο
με χρώμα ροδοκόκκινο λίγο χοντρό κ ίσιο
άναβαν δυνατή φωτιά για να το καψαλίσουν
στην φλόγα το σιγόκαιγαν για να το κοκκινήσουν
όποιον και να αντάμωνες κλίτσα είχε στο χέρι
άνοιξη ή φθινόπωρο χειμώνα καλοκαίρι
κι αν τύχαινε να μάλωναν την κλίτσα τους σηκώναν
σε λίγα δευτερόλεπτα τον άλλον τον ξαπλώναν
την κλίτσα το μουστάκι τους το κεντητό φεσάκι
αυτά τα τρία πάντοτε τα χαν πολύ μεράκι
τώρα της μόδας έγιναν κλίτσα όλοι κρατάνε
την έχουνε για στήριγμα εκεί που περπατάνε
δεν ξέρουν πως την κράταγαν χέρια αποσταμένα
χέρια που ταν χοντρόπετσα και πάντα ροζιασμένα.