flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Σίμασε ο καιρός

Gallis Konstantinos

Του Κωνσταντίνου Γαλλή

 

Αναφέρθηκα σε προηγούμενο σημείωμά μου για τα καραβάνια των Σαρακατσαναίων κατά την άνοδό τους στα βουνά και αντίστροφα, αλλά δεν είπα σχεδόν τίποτα για την προετοιμασία αυτών και κυρίως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανέκυπταν κατά τη διαδρομή, κάτι που θεωρώ σημαντικό για να σχηματίσει κάποιος μια σωστή εικόνα.
Σίμασε ο καιρός, καιρός να φύγουμε και στα βουνά να πάμε, ζορίζονται τα πρότα, θα χάσουν το γάλα, πρέπει να τα μαζεύουμε . Στη λαλιά τους οι Σαρακατσαναίοι τα πρόβατα πρότα τα λέγανε και αυτό γιατί πίστευαν ακράδαντα ότι μεταξύ των γιδοπροβάτων είχαν δεσπόζουσα θέση. Ένας παππούς, συνορίτης στον Πέτρινο, βλάχος από τη Τζιούρτζια που ξεχειμώνιαζε στο κοντινό μας χωριό, τον Αϊ Δημήτρη , μου έλεγε : Ξέρεις παιδί μου γιατί τα λέμε πρότα, και μην περιμένοντας δική μου απόκριση, μα γιατί είναι πρώτα! Σαφής σαφέστατη η διάκριση. Οι γιδαραίοι , αυτοί που είχαν γίδια, θεωρούνταν από τους προβαταραίους νοικοκύρηδες άλλης τάξης. Βλέπετε οι κοινωνίες αρέσκονται στις διακρίσεις , είναι ίδιον του ανθρώπου, το επιβάλλει το «εγώ». Αξιοκατάκριτο ή μη εσείς θα το κρίνετε. Πάντως στο εγώ χρωστούμε πολλά στην πορεία μας προς την πρόοδο, την εξέλιξη. Η επιθυμία του ανθρώπου να διακριθεί τον αναγκάζει να δουλεύει περισσότερο, να καλλιεργεί τις γνώσεις, να ερευνά, να βρίσκει, να προοδεύει.. 
Σίμασε λοιπόν ο καιρός, πρέπει να φεύγουμε για τα ξεκαλοκαιριά . Ο κάμπος βαρύς και ασήκωτος . Οι θέρμες ( ελονοσίες ) θέριζαν τον κοσμάκη και τα σμήνη των κουνουπιών μαζί με τους ψύλλους ψείρες και κοριούς έκαναν τη ζωή δύσκολη . Είχαν μάθει από τα πανάρχαια χρόνια, και από την Τουρκοκρατία ακόμη, όταν ζορίζονταν ή τους απειλούσε ο τούρκος, να τα μαζεύουν και να φεύγουν σε άλλους τόπους, μακρινούς εκεί που η απειλή θα απομακρύνονταν και οι συνθήκες εκτροφής των προβάτων τους θα ήταν καλύτερες.. Κάπως έτσι δικαιολογείται και η διασπορά τους σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Τους συναντάς στη Βουλγαρία, στη Σερβία, στα Σκόπια, αν και το εκεί καθεστώς τους απαγορεύει να δηλώνουν την εθνότητά τους κατά τις απογραφές, και αλλαχού.
Και όπως είναι φυσικό είχαν προσαρμόσει τον τρόπο ζωής τους στις ανάγκες τους. Πέρα από τα πρόβατα, κάθε οικογένεια έκτρεφε και ένα αριθμό μεγάλων ζώων, κατά προτίμηση αλόγων, για τις μετακινήσεις τους, απαραιτήτως μία τέντα με τα απαραίτητα εξαρτήματα ( τέμπλα, δύο φούρκες, φουρκάκια και τα απαραίτητα σχοινιά ), μεγάλα υφαντά σακιά (χαράρια) για την συσκευασία της οικοσκευής και των ρούχων. κλπ Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνονταν για τα σύνεργα του αρμέγματος των προβάτων και την τυροκόμιση του γάλακτος, δηλαδή καρδάρια, καζάνια, τσαντίλες, κλπ., κάθε δε οικογένεια έπρεπε να έχει έναν αριθμό από τα παραπάνω σύνεργα που αναλογούσε στη ποσότητα του γάλακτος που έδιδαν τα πρόβατά του. Και να διευκρινίσω εδώ ότι μιλάμε για τις οικογένειες που ήταν ενταγμένες στο Τσελιγκάτο. Εξ άλλου μεμονωμένοι σαρακατσαναίοι δεν υπήρχαν παλιότερα. Πολύ τελευταία, μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο που διαλύθηκαν τα τσελιγκάτα, μεμονωμένες οικογένειες συνέχισαν τον ίδο τρόπο ζωής περίπου αλλά για λίγα χρόνια. Και μια και ο λόγος για τα Τσελιγκάτα να πούμε και δυο λόγια. Τα Τσελιγκάτα ήταν μια από τις πρώτες μορφές συνεργατισμού, αν όχι η πρώτη. Η Ιστορία των γεωργικών συνεταιρισμών αφιερώνει μεγάλο μέρος σε αυτή τη μορφή συνεταιρισμού και τα κατατάσσει μεταξύ των πρώτων. Η διάρθρωση των τσελιγκάτων ήταν απλή στη σύλληψη και πρακτική. Κάθε μέλος συμμετείχε στο κοινό κεφάλαιο με τα πρόβατά του και την προσωπική εργασία, εκτός των τζοπαναρέων που συμμετείχαν με μισθωτή εργασία. Ο τσέλιγκας συνήθως ήταν εκείνος που είχε το μεγαλύτερο μερίδιο στο κοινό κεφάλαιο. Ωστόσο έπρεπε να έχει την εμπιστοσύνη όλων των μελών, διαφορετικά το τσελιγκάτο διαλύονταν .Ψηφοφορία για την εκλογή του τσέλιγκα δεν γίνονταν, ήταν ένα είδος ομόρρυθμης εταιρίας 
Η αναχώρηση γίνονταν ορισμένη ημέρα καθορισμένη πριν από δέκα ημέρες τουλάχιστον, ώστε να δοθεί χρόνος σε όλους να ετοιμασθούν και ιδιαίτερα στις Γυναίκες να μαζέψουν τα σέα , τα αγγειά κλπ, να τα τοποθετήσουν στα χαράρια και σε μικρότερα σακιά, εκείνα της καθημερινής χρήσης. 
Τα κοπάδια ξεκινούσαν συνήθως μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Μάιου περίπου τέτοιον καιρό, ώστε μέχρι τον Θεριστή ( Ιούνιο) να έχουν φθάσει στα Καλοκαιριά. Υπολόγιζαν από την αρχή τον τόπο κάθε διανυκτέρευσης ( κονάκια τα λέγανε), υπολογίζοντας παραμονή σε κάθε κονάκι δύο τριών ημερών. Η παραμονή αυτή θεωρούνταν απαραίτητη για να ξεκουράζονται τα πρόβατα αλλά, κυρίως, για να μην «κόψουν το γάλα». Βλέπετε τα πρόβατα δεν είναι ζώα περπατάρικα σε αντίθεση με τα γίδια. Θέλουν το χουζούρι τους και καλή χαμηλή βοσκή, δεν σηκώνουν το κεφάλι τους συνήθως, όλο χαμηλά στο καλό χορτάρι. Αυτός δε είναι και ο λόγος που το πρόβειο γάλα έχει περίπου διπλάσια λευκώματα και περισσότερα λιπαρά. Τρία και κάτι κιλά πρόβειο γάλα δίδουν ένα κιλό τυρί , σε αντίθεση με το γίδινο ( κατσικίσιο το λένε στην αγορά που κατά τη γνώμη μου δεν ταιριάζει, αλλά επικράτησε και δεν χωρεί αμφισβήτηση).που χρειάζονται έξι και μισό κιλά γάλα για να δώσουν ένα κιλό τυρί, που βέβαια έχει και λιγότερα λιπαρά, λόγος που θεωρείται «ελαφρό» και το προτιμούν. Ωστόσο η Νομοθεσία της ΕΕ ως φέτα αναγνωρίζει το σκέτο πρόβειο ή το ανάμικτο σε αναλογία τρία μέρη πρόβειο προς ένα μέρος γίδινο, λόγος που το σκέτο γίδινο δεν λέγεται φέτα αλλά κατσικίσιο τυρί . Πάλι τα πρόβατα έκαναν τη διαφορά, είναι ευλογημένα από το Χριστό. Άλλο αμνός του Θεού και άλλο ερίφιο (κατσίκι) 
Για να παραμείνουν όμως τα κοπάδια σε ένα μέρος περισσότερες από μία βραδιές έπρ4επε να εξασφαλισθεί η συγκατάθεση των τοπικών αρχών και πρωτίστως του Μπιχτσή ( Αγροφύλακα), ενίοτε δε και του καπετάνιου – Σταθμάρχη του Σταθμού Χωροφυλακής. Προς τούτο στα έξοδα του τσελιγκάτου εγγράφονταν κονδύλι με την επωνυμία «μουσαφιρλίκια», ώστε να καλύπτονται τέτοια μικροέξοδα. Για το λόγο αυτό πριν ακόμη φθάσουν τα κοπάδια στο προκαθορισμένο σημείο διανυκτέρευσης, ο χουσμικιάρης (άνθρωπος για όλες τις δουλειές, που διακρίνονταν για την προθυμία , την ευστροφία, την πραότητα του χαρακτήρα του) του τσελιγκάτου, υποτακτικός και δεξί χέρι του Τσέλιγκα, φόρτωνε δυο τρεις τσαντίλες τυρί καλά σκεπασμένες στο σαμάρι του αλόγου προς αποφυγή δυσμενών σχολίων, έβρισκε τον αγροφύλακα, διακριτικά του έδιδε το τυρί πεσκέσι από τον Τσέλιγκα ( τονίζονταν έτσι το κύρος και την αξιοπρέπεια του Τσέλιγκα- απαραίτητα για την άσκηση των καθηκόντων του) και τον παρακαλούσε αν μπορούν να μείνουν κάνα δυο βραδιές τουλάχιστον για να ξεκουραστούν τα γαλάρια ( αυτά που αρμέγονται) πρόβατα ώστε να μην χάσουν το γάλα τους, άσχετο αν οι δυο μέρες γίνονταν τρεις ή και παραπάνω . Ο Αγροφύλακας κατά κανόνα έδιδε τη συγκατάθεσή του, γιατί ήξερε ότι κατά την αναχώρηση θα του έδιδαν και άλλες τόσες τσαντίλες τυρί, κάτι που για τα γλίσχρα οικονομικά του Αγροφύλακα είχε τεράστια σημασία. Και σκεφθείτε ότι οι έξι τσαντίλες δίδουν δύο δοχεία τυρί.
Τώρα, αν στη περιοχή υπήρχε και Σταθμός Χωροφυλακής, έπρεπε και εκεί να δώσουν το κάτι τις τους και μάλιστα κάπως αυξημένο. Εδώ συνήθως μαζί με το τυρί ( όχι τσαντίλες) έστελναν και σφαχτό. Μεγαλύτερη ή εξουσία μεγαλύτερη το μπαχτσίσι. Έτσι λειτουργούσε τότε το Κράτος μας, κατάλοιπη νοοτροπία από την καταραμένη τουρκοκρατία, που ίσως ακόμη δεν έχουμε ξεφύγει, μόνο που τώρα τα πράγματα άλλαξαν, έγιναν ποιο επαγγελματικά, το ταπεινό μπαχτσίσι αντικαταστάθηκε με ζεστό χρήμα ευάριθμο.
Και με αυτόν τον τρόπο μάκραιναν το ταξίδι τους, υπολογίζοντας να φθάσουν στον προορισμό τους τέλη Μάιου – αρχές Θεριστή. Ήταν αναγκαία αυτή η αργοπορία τόσο για τα γαλάρια για τους λόγους που αναφέραμε όσο και για να στρώσει ο καιρός. Το Μάιο στα βουνά κάνει ακόμη κρύο και οι βροχές είναι συνήθεις, κάτι που θέλουν να αποφύγουν διότι δεν ευνοούν τη γαλακτοπαραγωγή..
Φθάνανε τέλος στον προορισμό τους, στα περήφανα βουνά μας, έστηναν τα κονάκια τους ( καλύβια ) και άρχιζαν τα γλέντια για να βγάλουν το άχτι τους από τις κακουχίες και σκοτούρες του χειμώνα, γιατί, αν ήταν ιδιαίτερα βαρύς και μακρύς και το άσπρο σάβανο σκέπαζε τα πάντα με κίνδυνο να χάσει τα ζωντανά του, η παρουσία του ήταν απαραίτητη μέρα και νύχτα εκεί κοντά να τα ξεγεννήσει, να φροντίσει να ορθοποδήσουν τα νεογέννητα, μήπως κάποια προβατίνα παράτησε το αρνί της, οπότε έπρεπε να τη δέσει στον τσάρκο – είδος φυλακής – μόνη με το παιδί της και υπό την αυστηρή επιτήρησή του και με τη χρήση βίας κάποτε, να το δεχθεί και να το αφήσει να τη βυζάξει και αφού το δεχότανε οριστικά, τότε την απελευθέρωνε. Όλες αυτές οι σκοτούρες και κακουχίες έβγαιναν το καλοκαίρι. Εκεί τα ανταμώματα, εκεί τα παντρολογήματα, εκεί τα γλέντια, εκεί η ξενοιασιά. Μάκραινα πάλι, συγγνώμη..
ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ...