Του Κωνσταντίνου Γαλλή
|
Γειτονόπουλα ο γαμπρός και η νύφη, ο πρώτος στα Πιέρια , η δεύτερη στο Βέρμιο, ένα ποτάμι τα χώριζε, ο Αλιάκμονας. Η απόσταση μιας καλοκαιρινής μέρας στράτα. Ξεκινούσες πολύ πρωί από τα Πιέρια με το άλογο, ακολουθούσες δυτική πορεία , παρέκαμπτες Λαβανίτσα ( παλιό όνομα), κατέβαινες στη γέφυρα στα Σέρβια, περνούσες απέναντι , καβαλίκευες το ύψωμα Σκοπός , περνούσες δίπλα από τον Πολύμυλο , ανηφόριζες τη φιδόστρατα , προσκυνούσες τη χάρη Της στη Ζωοδόχο Πηγή, ακολουθούσες πάλι τη φιδόστρατα αφήνοντας αριστερά το ύψωμα Καλαμπάκα και ανέβαινες στα Τσεκούρια, τον ευλογημένο αυτό τόπο. Εκεί τώρα μπορείς να ξεδιψάσεις στη Βρύση Ιμπιλί , να ξαλαφρώσει η ψυχή σου και γεμάτος εικόνες να επιστρέψεις και να έχεις να θυμάσαι όλη σου τη ζωή. Τα βουνά με τα πολλά δάση τους είναι η ψυχή της Ελλάδας σε συνδυασμό με τις δαντελωτές ακρογιαλιές της, σε αυτά χρωστάμε το εύκρατο κλίμα μας και την καλή μας και εύφορη γη . Διαφορετικά η χώρα μας θα ήταν μια απέραντη στέπα . Θα περνούσαν τα σύννεφα από πάνω και θα έφευγαν να βρουν ψηλά βουνά να ξεφορτώσουν το πολύτιμο φορτίο τους, τις βροχές. Πουθενά στις έρημους δεν θα βρεις βουνά. Αρχίζουν τα βουνά, αλλάζει το κλίμα, σύμφωνα με την επιστήμη της Μετεωρολογίας. Αλλά και το Εικοσιένα δεν θα υπήρχε χωρίς τα κακοτράχαλα βουνά. Αυτά εξέθρεψαν αρματολούς και κλέφτες, εξέθρεψαν έναν Κατσαντώνη, ένα Δίπλα,, τους αδελφούς Λεπενιώτη, τον Λιακατά, ακόμη και αυτόν τον Καραϊσκάκη, τον οποίον διεκδικούν και οι Αρβανίτες, αλλά τέλος όποιοι κι αν έχουν δίκιο, γεγονός είναι ότι στο ασκέρι του Κατσαντώνη ανδρώθηκε και εκεί έμαθε την τέχνη του πολέμου, στους Σαρακατσαναίους έφαγε ψωμί κατά την παράδοσή μας και χιλιάδες άλλους από το σινάφι μας,
Βέβαια ο γάμος έγινε με προξενιό, άλλος τρόπος για να σμίξουν δυο άνθρωποι δεν υπήρχε και κύριο κριτήριο ήταν η οικογένεια και η σειρά της, εξ ου και η παροιμία : Πάρε νύφη από σπίτι ( εννοώντας σπίτι με σειρά και τάξη) και σκύλα από κοπάδι. ΄Εδιδαν μεγάλη σημασία στη νοικοκυροσύνη , στο γνέσιμο, στην ύφανση, στο κέντημα, στην αξιοσύνη στις δουλειές ώστε να βοηθάει τον άνδρα της. Να ξέρει ρόκα και αργαλειό, να ξέρει να υφαίνει. . . . . .
Οι γάμοι προπολεμικά είχαν κάτι το ξεχωριστό για τους κατοίκους της υπαίθρου χώρας, ήταν σημαδιακό γεγονός τόσο για το ζευγάρι όσο και για τον περίγυρο, συγγενείς και χωριανούς. Κρατούσε τουλάχιστον μια εβδομάδα, από τα προζύμια μέχρι τα στέφανα. Συμμετείχαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. ΄Όλοι θα δίνανε το κατιτί τους στα έξοδα από μια κουλούρα ξεχωριστό ψωμί, ένα ψητό σφάγιο, μια γαβάθα τυρί κλπ και όλοι ήταν καλεσμένοι. ΄Ήταν ένα πάνδημο γεγονός, που συνοδευότανε και από πολύ συναισθηματισμό χαράς και λύπης. Κλαίγανε όταν έφευγε η νύφη..
Μετά τα προζύμια ακολουθούσε η παρασκευή του ψωμιού, τότε χρειαζότανε πολύ ψωμί, το ευλογημένο αυτό δώρο του Θεού. Την Παρασκευή πριν από το γάμο στο σπίτι της νύφης ετοιμάζανε τα προικιά, ώστε να είναι έτοιμα όταν θα έλθουν οι Βλαμάδες του γαμπρού να τα παραλάβουν, δίδοντες το ανάλογο φιλοδώρημα στις γυναίκες που τα ετοιμάσανε. Εδώ γινότανε και κάποια συναλλαγή, ή δίνετε κάτι παραπάνω ή προικιά δεν έχει, όλα ωστόσο τελείωναν μέσα σε χαμόγελα και χαρές.
Παραμονή του γάμου τα γέμιζαν τα τραπέζια με φαγητά, ψητά, άφθονο τσίπουρο και κρασί και το γλέντι κρατούσε μέχρι τα στέφανα την άλλη μέρα.
Ανήμερα στο κονάκι της νύφης γινότανε ο στολισμός αυτής συνοδεία τραγουδιών και ευτράπελων. Αντίστοιχα στο κονάκι του γαμπρού ελάμβανε χώρα το ξύρισμα κλπ πάλι με χορούς και τραγούδια. Τέλος ακολουθούσαν τα στέφανα και οι μεν του γαμβρού αναχωρούσαν περιχαρείς και τραγουδώντας, οι δε της νύφης περίλυποι κοιτούσαν το άδειο μέρος της νύφης βουβά και με χαμηλωμένο το κεφάλι.. Αυτά τα συναισθήματα επικρατούσαν τότε και δεν μπορούσες να τα αποφύγεις, είχαν μια γενικότητα , ίσως από το γεγονός ότι οι επαφές ήταν δύσκολες και ειδικά για το συνάφι μας . Ξεκαλοκαίριαζαν στο Βέρμιο και κατά κάποιο τρόπο μπορούσαν να ανταμωθούν, αλλά το Φθινόπωρο άλλοι τραβούσαν κατά Μακεδονία και άλλοι κατά Θεσσαλία/. ΄Ηρθε καιρός να φύγουμε, καιρός να χωριστούμε. Πάλι παιδιά΄μ την άνοιξη. . . . . . ..
Αυτά με πολύ λίγα λόγια για τους γάμους τότε και ας έλθουμε στο γάμο των γονιών μου που έχουν κάποια ιδιαιτερότητα και να γιατί.. Οι γονείς μου ήταν γνήσιοι Σαρακατσαναίοι και από μάνα και από πατέρα. Η Μάνα μου ήταν από τους Γκαρελαίους, που ξεκαλοκαιριάζανε τότε στα Τσεκούρια Βερμίου, κάνα δύο ώρες πεζοπορία πάνω από τη Ζωοδόχο πηγή του δρόμου Κοζάνης – Βέροιας.. Ο Πατέρας από τους Γαλλαίους που ξεκαλοκαιριάζανε τότε στη Φτέρη Πιερίων του ομώνυμου νομού.
Ξεκίνησαν οι του γαμπρού από τη Φτέρη καβάλα στα άλογα και μπινέκια στολισμένα με πλουμιστές μπατανίες και κάτασπρες φλοκάτες και έφθασαν στα Τσεκούρια. Γλέντησαν όλο το βράδυ και την άλλη μέρα έγιναν πρωί – πρωί τα στέφανα από φερμένο Παπά και το καραβάνι ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Και εδώ προέκυψε πρόβλημα ποιος θα τραβάει το άλογο της νύφης. Κατά το έθιμο αυτός έπρεπε να είναι ο αμέσως μικρότερος αδελφός το γαμβρού, δηλαδή ο μακαρίτης ο μπάρμπα Πέτρος και αποστολή του ήταν να έχει δεμένο το καπίστρι στα κοτσάκια του πίσω μέρους του σαμαριού του δικού του αλόγου και να προσέχει τις κακοτοπιές και ειδικά ανηφόρες και κατηφόρες και στην ανάγκη να κατεβαίνει από το άλογό του και πεζός να περάσει το άλογο με τη νύφη από τα δύσβατα σημεία. Αλίμονο αν το άλογο έριχνε τη νύφη, τότε ούτε ο Αλιάκμονας τον ξέπλυνε., αλλά ήταν αμετάπειστος. Τελικά επενέβη ο τσέλιγκας των Γαλλαίων, ο μακαρίτης ο παππούς μου Γεώργιος Γαλλής και το πρόβλημα λύθηκε. Θέλοντας και μη ο μπάρμπα Πέτρος ,τραβώντας το άλογο της νύφης το οδήγησε από τα Τσεκούρια Βερμίου στη Φτέρη Πιερίων, ναι, στη φτέρη Πιερίων, γκρινιάζοντας συνεχώς και κατηγορώντας τον αδελφό του: o Μήτσιος παντρεύεται κι εγώ τραβάω τη νύφη .(αυτά όπως μου τα διηγήθηκε η μακαρίτισσα η Μάνα μου).
Εκεί τη νύφη την περίμενε καινούργιο κονάκι, το κονάκι στο οποίο το νέο ζευγάρι θα έφκιανε το σπιτικό τους, το οποίο βρίσκονταν κοντά στα πεθερικά της και την επιμέλεια του οποίου είχαν αναλάβει οι συνυφάδες και οι κουνιάδες υπό την επίβλεψη της πεθεράς. Η πεθερά, αντίθετα με ό,τι λέγεται και θρυλείται, είχε την ευθύνη. της εγκατάστασης, φροντίδας και επιμέλειας του νέου σπιτικού. Από τη νύφη δεν έπρεπε να λείψει τίποτα από τρόφιμα, σκεύη , είδη ρουχισμού, αν και η νύφη είχε τα προικιά της. Και όταν λέμε προικιά εννοούμε πάνω από δέκα βελέντζες, μπατανίες, τσόλια , χαλκώματα ( μαγειρικά σκεύη), βαρέλα για μεταφορά νερού, ατέλειωτα κεντήματα και πλεκτά κλπ. Θυμάμαι όταν παντρεύτηκε η μεγάλη μου αδελφή άδειασε εντελώς το σπίτι, μας τα πήρε όλα κι έφυγε. Τρεις αδελφές είχα, τρεις φορές άδειασε το σπίτι. Τα προικιά της νύφης, όχι η προίκα με τη σημερινή έννοια, είχαν ιδιαίτερη σημασία για το νέο σπιτικό με αυτά έντυναν το καλύβι τους, σκεπάζονταν τις νύχτες κλπ. Με λίγα λόγια τα προικιά κάλυπταν τις ανάγκες τους..
Και κάπου εδώ τελείωσε ο γάμος και το ζευγάρι άρχισε την κοινή συμβίωση, έζησαν μαζί 62 χρόνια μέχρι το θάνατο του Πατέρα μου, η Μάνα μου πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Απέκτησαν έξι παιδιά και χάρηκαν τη ζωή τους.