Της Μαρίας Καρυώτου |
Η κλέφτες από τα Άγραφα, κοιτίδα τον Σαρακατσαναίων από εκεί μας έρχεται η παρέα να μας παρουσιάσει τις κλέφτικες Σαρακατσάνικες φορεσιές. H κλέφτικη ανδρική επίσημη φορεσιά όλων των Σαρακατσαναίων είχε αρχαιοελληνικά στρατιωτικά γνωρίσματα, που διαμορφώθηκαν ανάλογα με τη χρήση στα χρόνια της κλεφτουριάς.
Πολλοί ειδικοί λένε ότι η φουστανέλα είναι επέκταση του αρχαίου Ελληνικού μανδύα. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε βάσει των στοιχείων, ότι ο μανδύας ήταν ένα είδος κοντής φουστανέλας, που έφθανε μέχρι κάτω από τους γοφούς. Η φουστανέλα αποκτά το μήκος κάτω από το γόνατο μάλλον λόγω του δυνατού κρύου που είχε στην Πίνδο. Κάτω από τη φουστανέλα, στα πόδια, φορούσαν τις πλεκτές κάλτσες ή υφαντές γκέτες, οι οποίες βάσει στοιχείων είναι η συνέχεια των αρχαίων περικνημίδων.
Όλοι οι κλέφτες, εκτός των παραπάνω στοιχείων που φορούσαν στην φορεσιά τους, είχαν μακριά μαλλιά ριγμένα στην πλάτη, και φορούσαν το πουκάμισο πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι, σαν ένδειξη ανδρείας και ελεύθερου ατόμου. Μια λαϊκή θυμοσοφία λέει: «Εγώ δεν είμαι κουμπωμένος».
Ενδεικτικά αναφέρουμε Σαρακατσάνους καπεταναίους που τίμησαν την κλέφτικη φορεσιά.
Ο Γέρο Καπετάν Δίπλας, ήταν μία από τις ιστορικότερες μορφές της Λευτεριάς, Ο Αντώνης Κατσαντώνης ο πρώτος τον πρώτων, αρχηγός των κλεφτών και των αρματολών, με τ' αδέρφια του Κώστα Λεπενιώτη, και Γιώργο Χασιώτη, επίσης ο Τσόγκας , ο Καραγιανάκης , ο Καραϊσκάκης. Ο Γρηγόρης Λιακατάς με τα άλλα αδέρφια του , Μήτρο, Σωτήρη, και τον Κώστα. Και άλλοι πολλοί.
Τα κομμάτια της παραπάνω φορεσιάς είναι τα εξής: Κατάσαρκα στο κορμί φοριέται το κατασάρκι, ένα άσπρο μάλλινο εσώρουχο, είδος φανέλας.
Πουκάμισο. Ήταν άσπρο όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια, δηλαδή φαρδιά ημι-μακριά μανίκια. Τα πολύ επίσημα είχαν πέντε σειρές μαύρα κουμπιά στο στήθος.
Στα πόδια φορούσαν πατούνες, πλεχτές μάλλινες με σχέδια, κοντοτσούραπο μέχρι τον αστράγαλο. Στις γάμπες, μέχρι πάνω από το γόνατο, φορούσαν μάλλινες υφαντές κάλτσες, κεντημένες με μαύρα, χρυσά, η άλλα χρώματα κατσέλια (είδος γαϊτανιών), στις οποίες ψηλά πάνω από τη γάμπα έπιανε η μάλλινη υφαντή καλτσοδέτα, μαύρη ή βυσσινιά, με κοντή φούντα, ραμμένη στο πίσω μέρος. Οι κάλτσες είχαν ειδικό κορδόνι, του οποίου το επάνω μέρος πιανόταν στη μέση, για να τις κρατάει τεντωμένες.
Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν τη φουστανέλα, φτιαγμένη από άσπρο χασεδένιο ύφασμα, με 400 τριγωνικά φύλλα, τα λεγόμενα λαγκιόλια. Οι καλύτερες φουστανέλες ήταν φτιαγμένες σε δυο τμήματα, τα οποία ενώνονταν με κόπιτσες δεξιά και αριστερά στο ζωστάρι (δηλ. σε μια μικρή ζώνη - τελείωμα της μέσης στη φουστανέλα). Η φουστανέλα ήταν μακριά, μέχρι κάτω από το γόνατο. Μερικές φορές φορούσαν και κοντές φουστανέλες, κυρίως στα βουνά για να μην πιάνονται στα πουρνάρια όταν έτρεχαν κυνηγημένη, η κυνηγούσαν τον εχθρό.
Στη μέση φορούσαν ζωνάρι μάλλινο υφαντό, βυσσινί, η μαύρο, με άσπρα αχράδια (ρίγες), τέσσερα ή πέντε μαζί στη σειρά, κατά διαστήματα. Πάνω από το ζωνάρι, μέχρι το 1925 περίπου, φορούσαν το σιλάχι ή σλιάφι, όπως το έλεγαν. Το σιλάχι είναι δερμάτινη πλατιά ζώνη με πολλές θήκες για να βάζουν χρήματα και τα άρματά τους (όπλα).
Γιλέκο (Τσιπκένι) Είναι το επίσημο πανωφόρι. Το φορούσαν πάνω από το πουκάμισο. Ήταν μάλλινο, σε χρώμα μαύρο, μπλε, πράσινο σκούρο, η βυσσινή, με δύο μανίκια ριγμένα πίσω στην πλάτη, που ήταν πάντα κεντημένα με μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά κορδόνια.
Στο κεφάλι, φορούσαν βυσσινί φέσι με φούντα ή Μαύρο χωρίς φούντα, στο οποίο ήταν τυλιγμένο ένα μαύρο μαντήλι, το λαχούρι.
Επίσης πάνω από το τσιπκένι, το χειμώνα φορούσαν κοντόκαπες, η κάπες και την φλοκάτα. Η φλοκάτα ήταν πανωφόρι αμάνικο και μακρύ, μέχρι τις γάμπες. Ήταν υφαντό μάλλινο άσπρο, με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς φλόκους (λόιδα) διαλεγμένους από μαλλί, πριν ακόμα το ξάνουν. Η φλοκάτα φοριόταν συνήθως από τους αρχικλέφτες στα χρόνια της κλεφτουριάς. Μετά την απελευθέρωση πολλοί Σαρακατσαναίοι τσελιγκάδες τη φορούσαν μέχρι και το 1920 περίπου.
Επιμέλεια παρουσίαση: Καρυώτου Μαρία.
Πηγή: Έντυπη ηχώ των Σαρακατσαναίων.