Του Γεωργίου Καλλιώρα
|
Η παρακάτω ανάρτηση αναφέρεται στους Καλλιωραίους που έχουν Σαρακατσάνικη καταγωγή και πατρογονικά κατοικούν στους νομούς Φθιώτιδος και Βοιωτίας . Κάποτε με τα κοπάδια τους μετανάστευαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος (Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία) αλλά γύρω στο 1920-30 ακολουθώντας το δρόμο των περισσότερων Σαρακατσαναίων εγκατέλειψαν τις μεταναστεύσεις, και στις δεκαετίες του 50-60 εγκατέλειψαν τον ποιμενικό βίο ορίστηκα και εγκαταστάθηκαν στους δύο παραπάνω νομούς . Καλό θα ήταν να αναφερθούμε στην προέλευση του ονόματος μας. Έπειτα από μία σχετική έρευνα κατέληξα στα παρακάτω. Καλλιωράδες στο Αγρίνιο λένε τους παραμυθάδες -μοραπάδες . Καλλιωράδες η Καλαντράδες λένε στην περιοχή του Δομοκού αυτούς που λένε τα Κάλαντα των Θεοφανίων. Το Καλλιώρας επίσης προέρχεται από την φράση που συνήθιζε κάποιος Καλή ώρα σαν ευχή (ευχόνημο). Στα πλαίσια της ερευνάς το νομό Φθιώτιδος γνώρισα Καλλιωραίους που κατάγονται από τα χωριά Λιτόσελο και Βίτολη αλλά δηλώνουν ότι δεν έχουν σχέση με τους Σαρακατσαναίους .Οι Καλλιωραίοι της Αταλάντης όμως επιμένουν πως είναι σόι με τους Καλλιωραιους της Βιτολης και του Λιτοσελου. Στην Άθυμα είχα την τύχη να γνωρίσω κάποιους Καλλιωραίους από τα χωριά της Αργιθέας και αυτοί μου δήλωσαν ότι δεν έχουν σχέση με τους Σαρακατσαναίους ,αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι οι γονείς τους και οι παππούδες τους ασχολιόντουσαν με την κτηνοτροφία και κάνανε μάλιστα και μεγάλες μεταναστεύσεις, πράγμα που το κάνανε οι μεγάλες ποιμενικές φυλές ( Σαρακατσαναίοι, Καραγκούνηδες, Βλάχοι, κ.λ.π.). Στα πλαίσια της έρευνας επίσης συνάντησα την άποψη ότι ότι οι Καλλιωραίοι παλιά ονομάζονταν Ζερβαίοι. Αν αυτό είναι αλήθεια σύμφωνα με το γενεαλογικό δέντρο (που θα δούμε παρακάτω) πρέπει να έγινε γύρω στο 1800- 1820. Την εποχή εκείνη οι προγονοί μας ,ξεχειμώνιαζαν στο Τσαμάλι της Λιβαδειάς και είχαν άλλο όνομα (Ζερβαίοι ?), κάποιος από αυτούς ο Γιώργος είχε την συνήθεια όταν ήθελε να αποχαιρετήσει κάποιον τον αποχαιρετούσε με την ευχή άντε καλή ώρα ,έτσι του έμεινε το παρατσούκλι Καλλιώρας που αργότερα έγινε το κύριο όνομα Καλλιώρας. Ο Γιώργος Καλλιώρας (Ζέρβας?) που προαναφέραμε σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε είχε τέσσερα αγόρια, (για πόσα κορίτσια είχε, δεν έχουμε πληροφορίες) τον Δημήτρη, τον Σπύρο, τον Χρίστο και τον Βασίλη. Γύρω στο 1825-30 πρέπει να συνέβη κάποιο σοβαρό γεγονός στην οικογένεια του Γ. Καλλιωρα που ανάγκασε τα παιδιά του να φύγουν από την Λιβαδειά. Αυτό το γεγονός ήταν τόσο σοβαρό που λέγεται ότι ένα από τα παιδία του Γιώργου Καλλιώρα (άγνωστο ποιος) έφυγε και πήγε στο Αγρίνιο και δεν ξαναγύρισε ποτέ και ότι οι απόγονοι του είναι ακόμη εκεί. Πρώτος πρέπει να έφυγε ο Σπύρος και πήγε Ντερβένι (σημερινό Καλαμάκι Φθιώτιδος) και να τον ακολούθησε αργότερα ο αδερφός του Χρίστος ,ο δε Μήτρος πήγε στην Αταλάντη, στο Τσαμάλι έμεινε μόνο ο Βασίλης Καλλιωρας. Αξίζει να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τον Βασίλη Καλλιώρα και τον Σπύρο Καλλιώρα διότι ο βίος τους ήταν πιο διαφορετικός από τα άλλα αδέρφια τους. Ο Σπύρος όταν πήγε στο Ντερβένι γνωρίστηκε με κάποιον Κώστα Κατσαμάκη η Κουμπάρο (επειδή έκανε πολλές κουμπαριές). Οι δυο τους αποκτήσανε μια καλή φιλία και κάποια στιγμή έγιναν και κουμπάροι. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Λάμπρου Καλλιωρα ο Κατασαμάκης πρόσφερε γη στον Σπύρο Καλλιωρα στη περιοχή του Ντερβενιού. Επίσης σύμφωνα με την παράδοση ο Σπύρος Καλλιώρας και ο Κώστας Κουμπάρος ήταν σταυραδέρφια, επίσης σταυραδερφός τους ήταν και ο Κων. Δ. Λιάκος από την Τσοπαλνάτα (σημερινή Λυγαριά), γιος του Δημ. Λιάκου καπετάνιου του 21 από το Καρπενήσι. Αργότερα στο Ντερβένι ήρθε και ο αδερφός Σπύρου ο Χρίστος ο οποίος πήρε κι αυτός γη από τον Κουμπάρο και εγκαταστάθηκε και αυτός στο Ντερβένι. Περνώντας το χρόνια ο Σπύρος εξελίχτηκε σε μικροκαπετάνιο της περιοχής που έδρασε από την περιοχή του Ντερβενιού μέχρι το οθωμανικό. Ο Λάμπρος Καλλιώρας στην αφήγηση του μου είπε ότι ο Σπύρος Καλλιώρας ήταν σταυραδέρφός με πολλά άτομα που ούτε ο ίδιος ήξερε ποια και πόσα ήταν και πως είχαν και μια σταυραδερφή. Περνώντας τα χρόνια ο μικροκαπετάνιος Σπύρος Καλλιώρας έδρασε στην περιοχή του Ντερβενίου και του Οθωμανικού της Νότιας Θεσσαλίας που εκείνη την εποχή ήταν υπό Οθωμανική κατοχή και γίνονταν προσπάθειες για την απελευθέρωση της . Συνεπαρμένοι από αυτή την ιδέα ο Σπύρος Καλλιώρας , ο Κώστας Λιάκος από την Τσοπαλνάτα, ο Κώστας Κουμπάρος από το Ντερβένι, ο Κώστας Κούτρας ακουστός και έμπειρος κλέφτης, τα περισσότερα από τα σταυραδέρφια και πολλοί άλλοι Έλληνες της περιοχής αποφάσισαν να μπουν στην Θεσσαλία. Έτσι γύρω στα 100 (Πάρα πολλά για να περάσουν απαρατήρητοι) με επικεφαλής δυο ντόπιους καπεταναίους τον Λύγκο και τον Φαρμάκη από την Μοσχοκαριά Φθιώτιδος (?) αποφάσισαν να μπουν στην Θεσσαλία για να προκαλέσουν θέμα και να ξεκινήσει η επανάσταση. Σύμφωνα πάντα με την αφήγηση του Λάμπρου Καλλιώρα η ομάδα κάποια στιγμή έφτασε στην Μάντρα Τρικάλων. Αυτή η άποψη μάλλον δεν πρέπει είναι σωστή. Το χωριό Μάντρα που ανέφερε ο μπάρμπα Λάμπρος δεν είναι στα Τρίκαλα αλλά έξω από την Λάρισα. Η Λάρισα ανέκαθεν είχε πάρα πολύ τούρκικο στρατό και θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να πάνε εκεί και να προκαλέσουν επαναστατικό επεισόδιο. Όταν έφτασαν εκεί ένα τυχαίο γεγονός σκότωσαν έναν Τούρκο χωρικό που είχε πάει με το μουλάρι να μαζέψει ξύλα. Όπως αναφέραμε και παραπάνω μαζί τους ήταν ο έμπειρος και παλιός κλέφτης ο Κώστας Κούτρας που τους συμβούλεψε να φύγουν από την περιοχή και να πάνε να κρυφτούν κάπου με ασφάλεια. Οι περισσότεροι δεν τον άκουσαν. Ο Κ. Κούτρας πήρε την ομάδα του και έφυγε και οι άλλοι έπεσαν να κοιμηθούν πάνω σε έναν λόφο.
Όταν το μουλάρι γύρισε μόνο του στο σπίτι η οικογένεια του Τούρκου χωρικού κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά και ειδοποίησε τον στρατό. Ο Τούρκικος στρατός είχε ήδη ειδοποιηθεί ότι στα βουνά υπάρχουν αντάρτες και το βράδυ κατάφερε να τους περικυκλώσει χωρίς εκείνοι να τους αντιληφθούν. Σύμφωνα με την αφήγηση του μπάρμπα Λάμπρου Καλλιώρα το πρωί που ξύπνησαν οι Έλληνες κατάλαβαν ότι ήταν περικυκλωμένοι. Από την μάχη που ακολούθησε από τους πολιορκημένους Έλληνες δεν γλύτωσε κανένας. Μια εβδομάδα αργότερα όταν οι συγγενείς του Κώστα Λιάκου από την Τσοπαλνάτα όταν πήγαν να πάρουν το πτώμα του συγγενή τους , βρήκαν όλα τα πτώματα πεταμένα σε ένα ρέμα μισοφαγωμένα από τα αγρίμια. Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του Λάμπρου Καλλιώρα από αυτή την μάχη βγήκε ένα τραγούδι που το τραγουδούσαν κάποτε στα χωριά της Λαμίας και του Δομοκού. Δυστυχώς ο Μπάρμπα Λάμπρος θυμόταν μόνο την αρχή. "Τι τ'άθελες βρε Λύγκο Τι τ'άθελες Φαρμάκη Βρε Λύγκο βρε Φαρμάκη με τσιγκελό μουστάκι" ...
Από εκείνη την ημέρα έβαλα σκοπό να βρω όχι τόσο το ιστορικό εκείνης της μάχης αλλά την συνέχεια του τραγουδιού. Κάποια στιγμή στην Λυγαριά πάνω σε μια κουβέντα με τον μπάρμπα Γιώργο τον Κοντογιώργο (από το γένος των Αλοφραπαταίων) μου είπε ότι ήξερε το τραγούδι που αναφέρονταν στην μάχη αλλά θυμόταν μόνο την αρχή. "Οι κλέφτες μπεζερίζονται βρε Λύγκο βρε Φαρμάκη" ... Μου είπε επίσης ότι σε εκείνη την μάχη είχε πάρει μέρος και ένας προγονός του κάποιος Αλαφροπάτης και κάποιος Κούτρας παλιός και έμπειρος κλέφτης. Αργότερα τυχαία συναντήθηκα με τον Κώστα Κουκούλη από το Καλαμάκι που ήξερε καλά την ιστορία με την μάχη. Ο Κ. Κουκούλης μου είπε ότι αυτή η μάχη δεν έγινε στην Μάντρα Τρικάλων αλλά στον Κόζιακα (Κερκέτιον όρος) , ένα βουνό των Τρικάλων και ότι όλοι αυτοί δεν πήγαν για να ξεσηκώσουν την Θεσσαλία αλλά για πλιάτσικο. Στον Κόζιακα, το πρωινό πριν την επίθεση οι Τούρκοι αμόλησαν ένα κοπάδι γελάδια κατά πάνω στους Έλληνες και έπειτα τους έκαναν επίθεση. Από τους περικυκλωμένους Έλληνες δεν γλύτωσε κανένας.
Αρκετά χρόνια αργότερα σε ένα τραπέζι συναντήθηκα με τον Σαρακατσάνο Βαγγέλη Καραχάλιο και πάνω στην κουβέντα μου είπε ότι το ήξερε το τραγούδια αλλά δεν το θυμόταν καλά. Μου έδωσε δύο παραλλαγές έτσι όπως τις ήξερε αυτός. "Πολλά ντουφέκια πέφτουν βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Φαρμάκη, και φοβερά βροντάνε. Μήτε σε γάμο πέφτουν βρε Λύγκο, βρε Λύγκο μήτε σε πανηγύρι, βρε Λύγκο, βρε Λυγκούδι, ούτε σε γάμο πέφτουν, βρε Λύγκο, βρε Φαρμάκη μα πέφτουν μές΄τον τόπο μας στα κλέφτικα λημέρια, βρε Λύγκο βρε Φαρμάκη και τσιγκελό μουστακι. Χαλάσανε την κλεφτουριά τον Λύγκο, τον Φαρμάκη και τον καπετάνιο. Βαρέσανε τον σταυραετό βρε Λύγκο ,βρε Λύγκο. Τον Λύγκο τον Φαρμάκη, με τσιγκελό μουστάκι.
"Πολλά ντουφέκια πέφτουν βρε Λίγκο , βρε Λίγκο, βρε Λίγκο βρε Φαρμάκη, με τσιγκελό μουστάκι. Μήτε σε γάμο πέφτουν βρε Λίγκο, βρε Λίγκο μήτε σε πανηγύρι, βρε Λίγκο, βρε Λιγκούδι, ούτε σε γάμο πέφτουν, βρε Λίγκο, βρε Φαρμάκη πέφτουν μέσα σε Ζημιάριζα. Σκοτώσανε την κλεφτουριά βρε Λίγκο, βρέ Φαρμάκη, τον Λίγκο τον Φαρμάκη, με τσιγκελό μουστάκι.
Σύμφωνα με τον Βαγγέλη Καραχάλιο αυτό το τραγούδι το χόρευε ο Μπάρμπα Αριστείδης Καλτάς μαζί με τον Περικλή Τυμπλαλέξη, μέσα στο κονάκι . Επίσης αυτό το τραγούδι το χόρευε ο θείος του, αδερφός της μητέρας του ο γέρο Δημήτρης Ζέρβας. Μου είπε επίσης ότι εκείνα τα χρόνια οι Σαρακατσαναίοι δεν είχαν όργανα αλλά τραγουδούσαν με το στόμα και όταν χόρευαν οι παλιοί μέσα στα κονάκια οι νέοι έβλεπαν και μάθαιναν. Στην συνέχεια για περισσότερες πληροφορίες ο Βαγγέλης Καραχαλιος με παρέπεμψε στον Σαρακατσάνο Κώστα Τυμπλαλέξη ο οποίος είναι λάτρης της Σαρακατσάνικης παράδοσης, γνώστης και συλλέκτης παλιών δημοτικών τραγουδιών. Και πράγματι ο Κώστας ο Τυμπλαλέξης αποδείχτηκε κινητή βιβλιοθήκη. Όχι μόνο ήξερε το τραγούδι που αναφέρονταν στην μάχη αλλά μας έδωσε και τις περισσότερες πληροφορίες για αυτήν. Σύμφωνα με τον Κώστα Τυμπλαλέξη τους καπεταναίους Λίγκο και Φαρμάκη και όλη την ομάδα τους, κάποιος τους κατέδωσε στους Τούρκους και αυτοί μετά την μάχη τους αποκεφάλισαν ,παλούκωσαν τα κεφάλια τους και τα περιέφεραν στην Λάρισα και στα Τρίκαλα.
Το τραγούδι που μας έδωσε ο Κώστας ο Τυμπλαλέξης είναι το παρακάτω.
"Οι κλέφτες μπερμπερίζονται, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Φαρμάκη και κόβουν τα μαλλιά τους. Και ο ένας στον άλλον έλεγε, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Φαρμάκη και ένας στον άλλον λέει. Άσπρους λαιμούς που έχουμε βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο βρε Φαρμάκη και όμορφους τσαμπάδες. Τι κάνουν για τα Τρίκαλα, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Φαρμάκη, της Λάρισας παζάρι. Να τα τηράν Τρικαλινές, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, Βρε Λύγκο, βρε Φαρμάκη και Λαρισινές Κυράδες να τα θωρούν να χαίρονται βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Λύγκο, βρε Φαρμάκη και να τα καμαρώνουν".
Κάνοντας μια ιστορική έρευνα για του δυο ληστές Λύγκο και Φαρμάκη κατέληξα στα παρακάτω συμπεράσματα. Όλα τα παραπάνω γεγονότα διατηρηθήκαν και σώθηκαν χάρη της παράδοση και του προφορικού λόγου. Σύμφωνα με την έρευνα όπως θα δούμε παρακάτω τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα τραγούδια εκείνης της εποχής επειδή μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα εχουν αλλοιωθεί και εχουν μπερδευτεί με διάφορα άλλα τραγούδια και άλλα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή σε διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδος.
Ας ξεκινήσουμε από τα τραγούδια. Όλα τα παραπάνω τραγούδια θα πρέπει να είναι παραλλαγές από τα ηπειρώτικα τραγούδια "Οι κλέφτες οι παλιοί" και "Οι Κλέφτες Βελτσιστινοί." Ορέ οι κλέφτες έξω οριμπερίζονταν μπω, μπω, ορέ οι κλέφτες παιδιά μου οι κλέφτες με τα γυαλιά μπερμερίζονταν, μπω, μπω ορέ οι κλέφτες παιδιάμ' οι κλέφτες ορέ και στρίβαν τα μουστάκια τους άντε ορέ και ο καπετάνιος κοίταζε μπω, μπω. Όμορφα κεφάλια πού'χωμαι μπω μπω ορέ οι κλέφτες, παιδιά μου οι κλέφτες ορέ και μαύρα είναι τα μαλλιά μας μπω, μπω, ορέ οι κλέφτες παιδιά μ' οι κλέφτες ορέ και δεν μας πρέπει κρέμασμα ουδέ και καρμαγιόλα, μόνο μας πρέπουν τα βουνά και οι όμορφες ραχούλες.
Ψάχνοντας να βρω ιστορικά στοιχεία για τους Καπεταναίους Λύγκο και Φαρμάκη διαπίστωσα ότι ληστής με το όνομα Λύγκος δεν υπήρξε ούτε στην Φθιώτιδα αλλά και ούτε σε όλη την κεντρική Ελλάδα. Οι Λυγκαίοι (Ο Αρχηλήσταρχος Γεώργιος Λύγκος, ο επιλεγόμενος γέρος ή παππούς και ο ανιψιός του ο λήσταρχος Αναστάσιος Λύγκος, ο επιλεγόμενος και Λεβέντης), ηταν οι θρυλικοί ληστές από το Χέλι της Ερμιονίδος, αλλά δεν είχαν καμία σχέση με την Φθιώτιδα.. Ο ληστής Ιωάννη Φαρμάκης ή Τζιτζιλώνης Ιωάννης, ηταν Σαρακατσάνος από το χωριό Τσιρνοβίτι (Παλιοκερασιά) του δήμου Πτελεατών της Φθιώτιδας, ηταν μέλος της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων και μάλλον είναι ο ληστής Φαρμάκης που ψάχνουμε και σε αυτόν αναφέρονται τα παραπάνω τραγούδια . Ο Ιωάννης Φαρμάκης η Ιωάννης Τσιτσιλώνης άρχισε το ληστρικό του βίο από την επαρχία Φθιώτιδας και σκοτώθηκε στο Δήλεσι στις 9 Απριλιου το 1870 στην γνώστη υπόθεση με την σφαγή των ξένων διπλωματών. Επικηρύχτηκε με την υπ' αριθ. 8497/21 Αυγούστου 1867 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας και κατατάχθηκε στη Γ' τάξη των ληστών, με αμοιβή για τη σύλληψη ή το φόνο του 1000 δρχ. και για την αποτελεσματική κατάδειξή του 500 δρχ. Στις «Παρατηρήσεις» σημειώνεται: «φονεύθη ε0ς Δήλεσι τήν 9 πριλίου» και: «φονεύθη τήν 9 ε0ς Δήλεσι». (ΓΑΚ - Αρχείο Βακάλογλου, αρ. εγγρ. 692 α/α 27 & αρ. εγγρ. 695 α/α 236 & αρ. εγγρ. 695 α/α 252 και Αιμ. Αθηναίου, ο.π., σελ. 538,545). Ξέρουμε ότι εκείνα τα χρόνια οι ληστές για να μπορούν κρύβονται από τις διωκτικές αρχές άλλαζαν συνέχεια ονόματα τους. Ίσως ο Ιωάννης Φαρμάκης, η Τσιτσιλώνης να ηταν το ίδιο πρόσωπο με τον Λύγκο που αναφέρετε στο τραγούδι. Όπως βλέπουμε και στην φωτογραφία το τσιγκελό του μουστάκι ταιριάζει απόλυτα στον χαρακτηρισμό του τραγουδιού. Ο Ιωάννης Φαρμάκης όμως δεν σκοτώθηκε στον Κόζιακα αλλά κοντά στο Μαρκόπουλο από τις καταδιωκτικές αρχές μετά τα γεγονότα στο Δήλεσι.
Αξίζει να προσέξουμε στην παραλλαγή που μας έδωσε ο Βαγγέλης Καραχάλιος και αναφέρει την τοποθεσία Ζημιάριζα.
"Πολλά ντουφέκια πέφτουν βρε Λίγκο , βρε Λίγκο, βρε Λίγκο βρε Φαρμάκη, με τσιγκελό μουστάκι. Μήτε σε γάμο πέφτουν βρε Λίγκο, βρε Λίγκο μήτε σε πανηγύρι, βρε Λίγκο, βρε Λιγκούδι, ούτε σε γάμο πέφτουν, βρε Λίγκο, βρε Φαρμάκη πέφτουν μέσα σε Ζημιάριζα. Η Ζημιάριζα σαν λέξη δεν έχει κάποια σημασία αλλά ούτε δηλώνει κάποια τοποθεσία. Στην Αττική κοντά στην Νέα Μάκρη όμως εκείνη την εποχή υπήρχε το σαρακατσάνικο χωριό Ξυλοκέριζα και είναι κοντά στην περιοχή που διαδραματίστηκε η καταδίωξη και εξόντωση των ληστών στο Μαρκόπουλο μετά την σφαγή στο Δήλεσι. Αν είναι έτσι και το αναφερόμενο τοπωνύμιο είναι Ξυλοκεριζα της Αττικής και όχι Ζημιάριζα τότε το τραγούδι γράφτηκε και τραγουδήθηκε για τον Ιωάννη Φαρμάκη ή Λύγκο και τον θάνατο του μετά την καταδίωξη του από τις διωκτικές αρχές και δεν έχει καμία σχέση με τα γεγονότα στον Κόζιακα. Η μάχη στον Κόζιακα στην οποία αναφερθήκαμε θα πρέπει να έγινε γύρω στα 1880 με 1900 και οι εμπλεκόμενοι είχαν μπει στην Θεσσαλία για πλιάτσικο . Το 1918 η εφημερίδα των Βαλκάνιων σε ένα χρονογράφημα της έγραψε: Κάθε χώρα έχει και κάποιο διακριτικό η Ελλάδα έχει την ληστεία. Δεν μπορεί να υπάρξει Ελλάς δίχως ληστάς , δίχως κλαρί, δίχως βασιλεία του βουνού. Η ελληνική ληστεία ζυμωμένη με τα ιερότερα εθνικά κατορθώματα δεν είναι δυνατόν να τερματίσει την παράδοση της. Ο Μπαμπάνης , ο Γιαγκούλας και οι λοιποί βασιλείς των ορέων κρατούν με αυταπάρνηση την ελληνική παράδοση. Οι περισσότεροι ληστές εκείνης της εποχής είχαν μεταξύ τους δεσμούς αίματος. Τα μέλη τους οι επικεφαλής και τα πρωτοπαλίκαρα η και πολλά μέλη ηταν αδέλφια, ξαδέλφια η σταυραδέρφια όπως στην δική μας περίπτωση. Την τραγική καθημερινότητα εκείνης της εποχής μας την δίνει ο βρετανός ιστορικός E. J. Hobsbawn: «Αυτό που έχει σημασία σχετικά με τους κοινωνικούς ληστές, είναι ότι είναι χωρικοί που ζουν στην παρανομία, τους οποίους ο αφέντης και το κράτος θεωρούν εγκληματίες, αλλά που παραμένουν στα πλαίσια της αγροτικής κοινωνίας και θεωρούνται από τους χωρικούς ήρωες, αγωνιστές, εκδικητές, πολεμιστές της ελευθερίας, ακόμα και αρχηγοί απελευθερωτικών αγώνων, και οπωσδήποτε άνδρες που αξίζουν το θαυμασμό και την υποστήριξή τους»
Εκείνη την εποχή οι έντιμοι πολίτες δεν ήξεραν από πού να φλεχτούν και ηταν αναγκασμένοι από τον φόβο τους να δίνουν στους κλέφτες ψωμί και στους χωροφύλακες χαμπέρι. Μια τραγική πραγματικότητα που ανάγκαζε τους πολίτες να βγουν στο βουνό και να γίνουν κλέφτες η ληστές. Κάπως έτσι φαντάζομαι και τους πρωταγωνιστές της παραπάνω ιστορίας μας. Μια ομάδα από σταυραδέρφια και κάποιους άλλους φίλους συγγενείς κλπ που μπήκαν στο Οθωμανικό για να πλιατσικολογήσουν και να γυρίσουν. Φαίνεται ότι τα πράγματα δεν πήγαν καλά είτε προδόθηκαν είτε ηταν άτυχοι και σκοτώθηκαν, τα κεφαλιά του παλουκώθηκαν και περιφέρονταν στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα. Δεν ξέρουμε τι έγινε μάχη ούτε ξέρουμε που ακριβώς έγινε αλλά σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα η λαϊκή μούσα κάπου μπέρδεψε τα γεγονότα και τα πολεμικά κατορθώματα εκείνης της εποχής. Ο ληστής Ιωάννης Φαρμάκης και ο Λύγκος ηταν το ίδιο πρόσωπο που οι φίλοι του και οι θαυμαστές του για να εξυμνήσουν τον θάνατο διασκεύασαν το ηπειρώτικο τραγούδι Οι κλέφτες οι παλιοί και το έφτιαξαν έτσι ώστε να συντηρεί την μνήμη του. Κάποιοι άλλοι Συμπατριώτες τους σε κάποια άλλη παρόμοια κατάσταση δανείστηκαν το τραγούδι του για να εξυμνήσουν τον θάνατο των δικών τους ανθρώπων. Πριν τελειώσουμε κάλο θα ηταν να ασχοληθούμε λίγο με το έθιμο της αδερφοποίησης.
Το έθιμο της αδερφοποίησης που απ' ότι φαίνεται ήταν πολύ διαδεδομένο εκείνη την εποχή. Κάποτε έπεσε στα χέρια μου η περιοδική έκδοση του συνδέσμου Σαρακατσαναίων Φθιώτιδος "Τα Δέοντα των Σαρακατσαναίων" και διάβασα το άρθρο του Ηρακλή Κυροδήμου με θέμα η αδερφοποίηση. Γράφει ο Ηρακλής Κυροδήμος σε κάποιο απόσπασμα του άρθρου του. Οι Σαρακατσάνοι σαν τραχείς άνθρωποι, σαν σκηνίτες και σαν προβατάρηδες δεν είχαν μόνιμη κατοικία. Την άνοιξη ανέβαιναν στα βουνά και το χνιόπορου στα χαμπλώματα, έτσι ζούσαν μόνιμα με τον κίνδυνο αντιμέτωποι είτε με τα στοιχεία της φύσεως, είτε με ληστές, είτε με άλλους κινδύνους. Έτσι είχαν την ανάγκη από υποστήριξη γιαυτο το έθιμο της αδερφοποίησης ήταν πολύ διαδεδομένο στην φυλή μας. Η παραπάνω τελετή (αδερφοποίηση) για τους Σαρακατσαναίους γίνονταν στα κονάκια όπου φώναζαν τον παπά και διάβαζε τις ανάλογες ευχές. Το τελετουργικό της αδερφοποίησης γίνονταν από δυο άντρες κι ένα κορίτσι η τέσσερις άντρες και ένα κορίτσι ή ακόμη από σαράντα άντρες και ένα κορίτσι. Μετά το τελετουργικά πάντα ακολουθούσε καθιερωμένο γλέντι. Ένας χορός που χορεύεται ακόμη και σήμερα από τα χορευτικά των Σαρακατσαναίων όλης της Ελλάδος είναι ο σταυρωτός χορός που αναφέρεται στο πανάρχαιο έθιμο της σταυραδερφωσίνης. Οι Σαρακατσάνοι λένε ότι αδερφοποιήσεις γίνονταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Στο Μακρολίβαδο του Δομοκού το 1890 έγινε τελετή αδερφοποίησης με σαράντα άντρες κι ένα κορίτσι. Σταυραδερφή ήταν η Δημητρούλα Καπετανάκαινα 12 χρονών. Στην αδερφοποίηση συμμετείχε και ο Ηρακλής Κυροδήμος (Γερακλής) Αν παραπάνω αδερφοποίηση που αναφέρει ο Ηρακλής Κυροδήμος είναι η ίδια στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω στην ανάρτηση μας και έπειτα από την επικοινωνία που είχα μαζί του τότε σε αυτήν την αδερφοποίηση θα πρέπει να συμμετείχαν οι παρακάτω. Δημητρούλα Καπετανάκαινα, Κατσαμάκης-Κουμπάρος Κώστας ,Καλλιώρας Σπύρος ,Λιάκος Κώστας,Κούτρας Κώστας,Αλαφροπάτης (Κοντογιώργος), Κυροδήμος Ηρακλής (Γερακλής) ,Καπετανάκος, Στριφτάρας , Ντελής, Χαλβαντζής Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους αναφέρονται στο κείμενο όπως επίσης και τον Εκπαιδευτικό και Δημοσιογράφο Γεώργιο Δημητρίου για τις πληροφορίες και την φωτογραφία που μου έδωσε για τον ληστή Ιωάννη Φαρμάκη. .
Όταν ο Σπύρος Καλλιώρας έφυγε για την Θεσσαλία άφησε πίσω του δύο κόρες την Κωστάντω και την Δήμητρα. Η Κωστάντω παντρεύτηκε στο Ντερβένι με τον Βασίλη Λαμπρόπουλο και η Δήμητρα παντρεύτηκε δύο φορές. Στον πρώτο της γάμο παντρεύτηκε με κάποιον Σταυρογιάννη και κάνανε ένα γιο τον Χρίστο ο οποίος με την σειρά του παντρεύτηκε την Δήμητρα Μπλέτζα. Στον δεύτερο γάμο της παντρεύτηκε με τον Κώστα Κουκούλη , και κάνανε δύο παιδιά την Ελένη και τον Σπύρο. Ο Βασίλης ήταν ο μόνος που έμεινε στο Τσαμάλι πιθανών για να φυλάει τους γονείς τους. Απ' ότι ξέρουμε ο Βασίλης Καλλιώρας ήταν άνθρωπος ιδιόρρυθμος (γιαυτό και οι πράξεις του έμειναν ζωντανές στη μνήμη των απογόνων του). Κάποια στιγμή εγκατέλειψε την οικογένεια του και το κοπάδι και κατέβηκε στην Λιβαδειά σε αναζήτηση καλύτερης τύχης , εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα για να μπορέσει να ζήσει ,ένα από αυτά ήταν και το επάγγελμα του σιδερά. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε από την ζωή της πόλης την εγκατέλειψε και ξαναγύρισε στην οικογένεια του και στο κοπάδι. Εκεί στο Τσαμαλι ερωτεύτηκε μία όμορφη βοσκοπούλα από το σόι των Ζερβαίων. Κάποια μέρα όταν η νεαρή βοσκοπούλα πήγε στην πηγή με την βαρέλα να πάρει νερό Βασίλης πήγε και της μίλησε. Αυτή τότε έκοψε μόνη της μία κοτσίδα από τα μαλλιά της και ξαναγύρισε στο κονάκι. Όταν την ρώτησαν η δικοί της άνθρωποι ποιος της έκοψε την κοτσίδα αυτή απάντησε ότι την έκοψε ο Βασίλης Καλλιώρας και όταν οι δικοί της την ρώτησαν αν θέλει να τον παντρευτεί αυτή απάντησε καταφατικά. Έτσι ο Βασίλης παντρεύτηκε την Μαρία Ζέρβα και έκανε πέντε παιδιά τον Γιώργο ,τον Νίκο, μία κόρη που δεν καταφέραμε να μάθουμε πώς λέγεται ,μάθαμε μόνο ότι παντρεύτηκε στη Λιβαδειά με κάποιον Χαρίση, τον Σπύρο (ο οποίος θα πρέπει να γεννήθηκε μετά τον θάνατο του θείου του Σπύρου στην Θεσσαλία και να πήρε το όνομά του) και τον Κώστα (Κονή). Όταν ο Βασίλης Γ. Καλλιώρας και η γυναίκα του μεγάλωσαν αρκετά άρχισαν να σαπίζουν οι σάρκες τους πάνω από τους ώμους. Όταν πλέων ήταν ανήμποροι να φροντίσουν την οικογένεια τους αποφάσισαν να παντρέψουν το ένα από τα αγόρια της οικογένειας για να μπει μία γυναίκα στην οικογένεια και να φροντίζει τους υπόλοιπους. Αν και ήταν σε μικρή ηλικία ο Γιώργος παντρεύτηκε την Γιαννούλα Κονδύλη ,αλλά δεν κάθισε και πολύ στην Λιβαδειά πήρε την οικογένεια του και το μερίδιό του και έφυγε για την Λαμία, όπου ήταν ήδη ο θείος του Χρήστος και οι δύο κόρες του Σπύρου παντρεμένες στο Καλαμάκι. Από τους απογόνους του Γιώργου Καλλιώρα οι περισσότεροι ζουν σήμερα στο Αυλάκι στην Λαμία ,στον Δομοκό στη Στυλίδα, στη Μεγάλη Βρύση ,στη Ροδίτσα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, στον Βόλο, στα Τρίκαλα, Χαλκίδα, και στην Αθήνα. Αργότερα τον Γιώργο τον ακολούθησε και ο αδερφός του Κώστας (Κονής) που ήταν παντρεμένος με την Παρασκευή Χατζή , οι απόγονοί του ζουν σήμερα στο Φρατζόμηλο ,στη Φραντζή ,στις Κομποτάδες, στην Αγία Παρασκευή ,στην Μεγάλη Βρύση , στο Αυλάκι, στη Στυλίδα, στη Λαμία, στη Λιβαδειά ,στην Αλίαρτο στο Παύλο, στον Ελαιώνα και στην Αθήνα. Στο Τσαμάλι έμεινε ο Νικολάκης και ο Σπύρος για λίγο ακόμη. Ο Νικολάκης Καλλιώρας ήταν παντρεμένος με την Δήμητρα Ντόγανου ,από τους απογόνους του σήμερα οι πιο πολλοί ζουν στον Διόνυσο ,στον Έξαρχο ,στην Δαύλεια ,στην Αγία Παρασκευή ,στον Ορχομενό, στη Λιβαδειά ,στην Τραγάνα, στην Πλάκα Φθιώτιδος ,στη Δαμάστα Φθιώτιδος, στην Καρδίτσα ,στην Θεσσαλονίκη ,και στη Αθήνα. Πολύ αργότερα τους άλλους Καλλιωραίους ακολούθησε στη Λαμία και ο Σπύρος. Από τους απογόνους του οι ποιο πολλοί σήμερα ζουν στην Λαμία και στην Αθήνα λίγοι στο Αυλάκι ,στην Αγία Παρασκευή ,στη Στυλίδα ,και στις Τσουκαλάτες Βοιωτίας. Η αδερφή τους όπως είπαμε ήταν παντρεμένη με κάποιον Χαρίση από την Λιβαδειά κάνανε μία κόρη την Βαγγελιώ που παντρεύτηκε με τον Κώστα Αραπαντζίκο και κάνανε έξι παιδιά . Από τους υπόλοιπους Καλλιωραίους ο Μήτρος όπως είπαμε πήγε στην Αταλάντη και έκανε πέντε παιδιά τον Γιώργο που πήρε γυναίκα από το σόι των Τζηναίων ,τον Κώστα που παντρεύτηκε με την Αθηνά Σεϊντή , την Ελένη που παντρεύτηκε με τον Μιλτιάδη Καρακικέ ,την Βαγγελίτσα που παντρεύτηκε με τον Κώστα Γουλοδίμο και τον Νίκο που πήρε γυναίκα από το σόι τον Δοσαίων. Ο Γιώργος έκανε τέσσερα παιδιά, την Κυριακούλα ,την Παναγιού ,τον Δημήτρη και τον Θεοχάρι. Η Κυριακούλα παντρεύτηκε τον Κ. Σάλτα και εγκαταστάθηκε στο Καραξύνι της Λιβαδειάς, τα εγγόνια της σήμερα ζουν στην Αθήνα, η Παναγιού παντρεύτηκε με τον Γιώργο Πουρνάρα και εγκαταστάθηκε στο Αυλάκι Φθιώτιδος όπου ζουν σήμερα η Κόρη της Κωσταντούλα και τα παιδιά της, ο Μήτρος Καλλιώρας παντρεύτηκε με την Αλέξω Γκουτζούνη και εγκαταστάθηκε στην Λυγαριά Φθιώτιδος όπου ζουν σήμερα ο γιος του Παναγιώτης και η κόρη του Κωστάντω, ο Θεοχάρης έμεινε μαζί με την αδερφή του Παναγιούλα στο Αυλάκι όπου και αποβίωσε. Οι απόγονοι του Κώστα Δ. Καλλιώρα ζουν σήμερα στη Θήβα, στα Βάγια και στα χωριά Πλατανάκια ,Ύπατο, Δροσιά και Βαθύ. Από τους και οι απόγονοι της Ελένης Δ. Καλλιώρα-Καρακικέ οι περισσότεροι ζουν σήμερα στις Θερμοπύλες στο Γοργοπόταμο ,στη Οβριακή, στο Μαυρονέρι ,στη Δαμάστα, στη Σκάρφεια, στο Παύλο, στην Λαμία στη Θήβα, στον Αλμυρό Μαγνησίας, στην Κατερίνη, στη Θεσσαλονίκη, στη Αθήνα και στη Γερμανία. Οι απόγονοι της Βαγγελίτσας Δ. Καλλιώρα-Γουλοδήμου ζουν σήμερα στις Βαρδάτες το Νέο Κρίκελο στις Θερμοπύλες ,στη Μαγνησία, στον Άγιο Γεώργιο Δομοκού, στο Κόμμα στη Μεγάλη Κάψη, στη Μεγαλούπολη στην Λαμία και την Αθήνα. Από τους απογόνους του Νίκου Δ. Καλλιώρα οι περισσότεροι ζουν στη Αταλάντη εκτός από τον και τον Αριστείδη Ν. Καληώρα που πήγε στην Τσοπαλνάτα (Λυγαριά) από τους απογόνους του Αριστείδη στην Λυγαριά ζει σήμερα η κόρη του Μαρία και τα παιδιά του Δημήτρη Καλλιώρα, ο Νίκος και η Ελευθερία κατοικούν στην Νέα Μαγνησία, οι υπόλοιποι μένουν στην Αταλάντη ,στο Κάστρο ,στα Χανιά ,στο Διόνυσο, στον Έξαρχο, και στις Λιβανάτες. Από τους απογόνους του Χρίστου Γ. Καλλιώρα που πήγε και αυτός στο Καλαμάκι, πολλοί λίγοι ζουν σήμερα εκεί, οι περισσότεροι έχουν σκορπιστοί στην Λαμία ,στην Στυλίδα ,στην Στίρφακα, στον Σταθμό Λιανοκλαδιού, στον Παλαμά Φθιώτιδος, στην Αθήνα, και στην Αμερική.
Σήμερα οι Καλλιωραίοι έχουν την δική τους ιστοσελίδα στην διεύθυνση: (http://clubs.pathfinder.gr/Kalliorasclub) Στην παραπάνω σελίδα υπάρχει το γενεαλογικό δέντρο των Καλλιωραίων που αποτελείται από 680 οικογένειες. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονται οι: Λάμπρος Παπαδήμας , πρώην δήμαρχος Λαμίας, Βουλευτής Φθιώτιδος και τέως υπουργός Υγείας . Ηλίας Καλλιώρας Βουλευτής Φθιώτιδος. Νίκος Σταυρογιάννης , Βουλευτής Φθιώτιδος και σημερινός δήμαρχος της Λαμίας . Θάνος Λειβαδίτης ,ηθοποιός.