|
Γέρο σαρακατσάνησες
τα βράδια στα κονάκια
γύρω τους μας μαζώνανε
φοντάμασταν παιδάκια
τα χρόνια απ'την νιότη τους
όλο μας μολογούσαν
άλλες τ'αναθεμάτιζαν
κι άλλες τα νοσταλγούσαν
ήτανε όλα αλλιώτικα
σε άλλο κόσμο ζούσαν
την ώρα που παντρεύτηκαν
ποτέ δεν την ξεχνούσαν
ύστερα απ'τα στέφανα
το όνομα αστοχιώταν
Αντώνη αν παντρεύονταν
Αντώνινα γινόταν
στην στάνη όταν έρχονταν
νύφες να προσυνήσουν
το σοί απ'τον άντρα τους
έπρεπε να τιμήσουν
είχαν μεγάλο σεβασμό
συνήθιες δεν αλλάζαν
οι νύφες τους αντραδερφούς
αφέντες τους φωνάζαν
πολύ τρανή εκτίμιση
είχανε στην κουνιάδα
κυρά την ονομάζανε
την πρώτη συνηφάδα
η πεθερά αν έκρινε
τις έπιανε τρεμούλα
και κατασκοτώνονταν
να τα προλάβουν ούλα
τη νύχτα μέρα έκαναν
για να τα καταφέρουν
να πλύνουν,να ζυμώσουνε
νερό να παν να φέρουν
με ξύλα,με σαλώματα
έρχοταν φορτωμένες
κονάκια για να φκιάνανε
ήτανε μαθημένες
κιόταν μες τα κονάκια τους
οι άντρες κουβεντιάζαν
κάθονταν και ακουρμένονταν
ούτε μιλιά δεν βγάζαν
αυτά περνάγαν οι παλιές
νέες σαρακατσιάνες
όλα καλά και ρόδινα
δεν ήταν μες τις στάνες