|
Αθήνα, 15 Μαρτίου 2016
Σε στιγμές κρίσης και διαταραχής σε μια κοινωνία (και οικονομία), όπως αυτή των τελευταίων ετών για την Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη γενικότερα, επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την αξία των ιστορικών παραδειγμάτων και των πολιτισμικών ριζών, σε μία προσπάθεια ευρύτερης ανασύνταξης και επαναπροσδιορισμού του προσανατολισμού κάθε κοινωνίας. Το κρίσιμο, συνεπώς, σ’ αυτή τη συζήτηση είναι αποφευχθεί ο «εγκλωβισμός» στην παρελθοντολογία και να επιτευχθεί η «προβολή» των δομικών και κρίσιμων στοιχείων του πολιτισμού, της ιστορίας, αλλά και της λαογραφίας στο σήμερα, συνεισφέροντας στην πρόοδο και μπολιάζοντας την προσπάθεια που η κοινωνία κάνει για την έξοδο από τα (όποια) αδιέξοδα φαίνεται να έχει βρεθεί. Παρακολουθώντας, αλλά και συμμετέχοντας στις εργασίας του 3ο Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων, στις 4-6 Μαρτίου 2016 στη Λαμία, κάποιος διαπίστωνε ότι υπάρχει ο χώρος, το μεράκι, οι άνθρωποι και η διάθεση για μία σημαντική σύμπραξη πολιτισμού και επιστήμης, που θα επιτρέψει τη «μεταφορά» στη σημερινή πραγματικότητα και με σύγχρονους όρους στοιχείων, πρακτικών και νορμών από την πλούσια παράδοση των Σαρακατσαναίων. Μέσα, λοιπόν, από τις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στο εν λόγω Συνέδριο προέκυπταν παραδείγματα, ιδέες και πληροφορίες που έντονη ιστορική, λαογραφική και πολιτιστική διάσταση που, παράλληλα με την ιδιαίτερη αξία σε όρους παράδοσης, τροφοδοτούσαν το ερώτημα «πως όλα αυτά μπορούν να μπολιάσουν τη σημερινή (κοινωνική) προσέγγιση των πραγμάτων;».
Με αυτό, λοιπόν, το ερώτημα στο πίσω μέρος της αναλυτικής σκέψης, στο πλαίσιο σχετικής εισήγησης στο εν λόγω Συνέδριο, επιχειρήθηκε –από τον γράφοντα και μία ομάδα μελετητών και πανεπιστημιακών (Μ. Ηλιάκης, Π. Σταϊκούρας και Κ. Τσαμαδιάς)– η ανάπτυξη της συζήτησης, συμπεριλαμβάνοντας και όρους και οπτικές της σύγχρονης οικονομικής σκέψης, περί της οικονομικής οργάνωσης των Σαρακατσαναίων, εστιάζοντας στις νόρμες, στις σχέσεις και στην προσαρμογή μέσα στο χώρο και το χρόνο. Συγκεκριμένα, επιχειρήθηκε μία πρώτη προσέγγιση ανάλυσης της οικονομικής οργάνωσης των Σαρακατσαναίων, εστιάζοντας στον νομαδικό ποιμενικό βίο και στο τσελιγκάτο ως δομικά συστατικά της οικονομικής οργάνωσης. Ειδικότερα, μέσα από την ανάλυση του θεωρητικού υπόβαθρου, των χαρακτηριστικών των δύο δομικών συστατικών και της προσαρμογής αυτών μέσα στο χώρο και το χρόνο, προκύπτει, συνοψίζοντας, ότι:
(α) Ο νομαδικός βίος των Σαρακατσαναίων –που θεωρητικά δεν καταχωρείται στον καθαρό νομαδισμό, αλλά στο μεταβατικό ποιμενισμό– αποτύπωνε έναν κύκλο παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας (βλ. επιχειρηματικός κύκλος ή “business cycle”) που είχε ως επιδίωξη τη βιωσιμότητα της κτηνοτροφικής δραστηριότητας (βλ. κοπάδι).
(β) Το τσελιγκάτο των Σαρακατσαναίων ήταν μία κλειστή «πατριαρχική κολεκτίβα», μέσω της οποίας οι συμμετέχοντες μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τις οικονομίες κλίμακας κατά την κτηνοτροφική διαδικασία που προέκυπταν από τη σύμπραξη στο πλαίσιο του τσελιγκάτου.
(γ) Ο νομαδικός βίος και το τσελιγκάτο αποτέλεσαν δομικά συστατικά της οικονομικής οργάνωσης των Σαρακατσάνων, καθώς αμφότερα ήταν ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της αποκλειστικής οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας των Σαρακατσαναίων, δηλαδή της κτηνοτροφίας που προϋπέθετε την εποχική κινητικότητα.
(δ) Ο νομαδικός βίος και το τσελιγκάτο σταμάτησαν να αποτελούν δομικό συστατικό της οικονομικής οργάνωσης των Σαρακατσαναίων, όταν, μετά τον εκσυγχρονισμό της κτηνοτροφίας, τις αλλαγές στο ιδιοκτησιακό τοπίο γης και τον εκσυγχρονισμό της ευρύτερης παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας, σταμάτησε να είναι κρίσιμη για την κτηνοτροφία και για το βιοπορισμό των Σαρακατσαναίων η εποχική κινητικότητα.
Οι διαπιστώσεις, φυσικά, για τα δομικά στοιχεία της οικονομικής οργάνωσης των Σαρακατσαναίων συνιστούν αποτέλεσμα μίας αρχικής προσέγγισης, η οποία χρήζει περαιτέρω εμπλουτισμού μέσα από τη λεπτομερή διεπιστημονική ανάλυση και μελέτη, κυρίως, της προσαρμογής και ενσωμάτωσης της οικονομικής οργάνωσης των Σαρακατσάνων στο ελληνικό κράτος. Συνάμα, όμως, αυτά τα πρώτα συμπεράσματα καταδεικνύουν τη σημασία της ευρύτερης διεπιστημονικής οπτικής στην προσέγγιση ιστορικών δεδομένων και πολιτισμικών στοιχείων, αλλά και την ικανότητα αυτής να ερμηνεύει με σύγχρονους όρους καταστάσεις του παρελθόντος, επιτρέποντας, επί της ουσίας, τη «μεταφορά» (ή προσαρμογή) στοιχείων από την παράδοση στη σύγχρονη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Είναι σημαντικό, συνεπώς, να διευρυνθεί αυτή η προσπάθεια σύμπραξης πολιτισμού και επιστήμης, ιδιαίτερα για πολιτισμικές περιπτώσεις, όπως αυτή των Σαρακατσαναίων, που έχουν πολλά να «αφηγηθούν» για το παρελθόν, αλλά και να «πουν» για το παρόν και το μέλλον, «απεγκλωβίζοντας» τα ενδιαφέροντα στοιχεία από τη (συχνά παρεξηγήσιμη) παρελθοντολογία και «μπολιάζοντας» με αυτά τη σύγχρονη κοινωνία που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση. Προς αυτή την κατεύθυνση, το 3ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων ήταν ένα ενδιαφέρον βήμα, με πολλά ακόμα που μπορεί και πρέπει να γίνουν. Και σε μία τέτοια προσπάθεια οφείλουμε να είμαστε όλοι αρωγοί.