|
Γεννημένη σε χρόνια αλλιώτικα, που οι άνθρωποι μίλαγαν αργά, κοίταζαν βαθιά και τα χιόνια βασίλευαν εννιά μήνες το χρόνο, στη Μακεδονία. Χριστίνα την έλεγαν, μα όλοι χρησιμοποιούσαν την πιο χαδιάρικη εκδοχή του ονόματος, Χριστίνκα, και εν κατακλείδι Τίνκα.
Εκείνη τη χρονιά που γεννήθηκε η Τίνκα έκανε ένα κρύο ιστορικό, πρωτόφαντο και για τότε ακόμα. Είχαν κατέβει, λένε, οι λύκοι και έκοβαν βόλτες στις αυλές των σπιτιών, τόσο τους εξαγρίωσε η πείνα, ήταν και οι πόλεμοι που μαίνονταν στα βόρεια σύνορα της χώρας. Οι μικρομάνες δεν ξεκόλλαγαν από τις κούνιες των νεογέννητων. Μία που ξεχάστηκε στα χωράφια για λίγο, γύρισε και βρήκε τη σαρμανίτσα να χάσκει και να κουνιέται δίχως βρέφος…της το πήραν οι λύκοι.
Τα είχε ακούσει όλα αυτά η μάνα της Τίνκας, μα ήταν γυναίκα θαρρετή, δεν τρόμαζε από τέτοιες «γυναικείες αλαφρομάρες».
Την είχε γεννήσει ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ολομόναχη στο λόγγο. Για ξύλα κίνησε να πάει…
- Όσο να σαλέψει ο ήλιος θα γυρίσω, είπε στις άλλες πάνω απ’ τον ώμο της και μετά την κατάπιε η λευκότητα του χιονιού και το ξεροβόρι.
Σκαρφάλωσε ως το λόγγο που είχαν σωριασμένα τα ξύλα, τα δεμάτιασε, τα έδεσε και λίγο πριν τα ζαλικωθεί να κατέβει πάλι στη θαλπωρή της φωτιάς, ένιωσε τα πρώτα σημάδια της πρόωρης γέννας. Κούρνιασε σε ένα θάμνο, ακούμπησε τη ράχη στο δεμάτι τα ξύλα, οπλίστηκε με υπομονή και έκλεισε τα μάτια ιδρώνοντας. Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά, εννιά γέννες έβγαλε πέρα, τις μέτραγε μια μια μαζί με τις ωδίνες ψιθυρίζοντας…
-Το ‘02 τον Χρήστο στο Καϊμακτσαλάν, με τη Ρουσσώ να αφαλοκόβει….
-Το ‘03 την Ιουλία στο Μπέλες μοναχή μου…
Ώρες μετά κοίταζε τον ουρανό κάθιδρη ικετεύοντας…
-Ένα χέρι Θε μου, δε βρίσκεται για μένα ένα χέρι σήμερα; Έλεος. Ένα χέρι να με κόψει, να με λυτρώσει. Έλεος Θε μου.
Με τα απομεινάρια της αντοχής της την έβγαλε στον κόσμο την Τίνκα, μια εξώθηση μουγκρίζοντας…έδεσε το λώρο και συμμάζεψε το νιογέννητο όπως όπως, πάντα είχε μαχαίρι πάνω της…έγειρε πίσω λυτρωμένη απ’ τον πόνο που ώρες την όργωνε….λιποθύμησε.
Ξύπνησε από φωνές γυναικών. Ανησύχησαν που άργησε τόσο, βγήκαν και τη γύρευαν στα ρουμάνια, την είδαν κάτωχρη να κείτεται, άρχισαν να σκούζουν.
-Σωπάστε, δεν έχω ανάγκη, τις αποστόμωσε.
Κάνει έτσι στο πλάι της, πουθενά το βρέφος. Άδειασε ο νους της. Σταγόνες αίμα πάνω στο χιόνι… το μάλλινο μαντήλι που τύλιξε το μωρό άφαντο κι αυτό… έπιασε το κεφάλι και ψιθύρισε χαμένη… «οι λύκοι….μου την πήραν οι λύκοι…».
Φτάνοντας στο σπίτι γονάτισε στα εικονίσματα, έκλαψε, δάρθηκε μόνη της… Ξημέρωνε, λυσσομάναγε ο βοριάς έξω, κι άξαφνα πάγωσε το αίμα στο κορμί… ένα μακρόσυρτο ΟΥΥΥυυυ…κι ανάκατα μ’ αυτό κι ένας λυγμός…. σα βογκητό, σαν επίκληση. Πετάχτηκε στο παραθύρι της, δυό σκούρες κηλίδες ξάκρισε μέσα στα σκότη, είδε τον ένα όγκο να απομακρύνεται κιόλας κατά το βουνό και τον άλλον ακίνητο, ή σχεδόν, μέσα στην αυλή, λεκές πάνω στο χιόνι.Φτεροκόπησε η καρδιά της, «σπλάχνο μου» φώναξε και χίμηξε στην πόρτα.
Το πώς κατάφερε να ζήσει η Τίνκα μετά από τέτοιες πρόωρες περιπέτειες, «μόνο οι λύκοι το ξέρουν να το πουν».
Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσε η μικρή, μα πάντα την τύλιγε μια αύρα απόκοσμη, ένας αέρας κρυμμένος στις κινήσεις της, στο βλέμμα της. Με μια ομορφιά από κείνες που παλιώνουν όμορφα χωρίς να φθείρονται, μεγάλωνε, μέστωνε.
Κι όμως, κανείς δεν τη ζήτησε, πολλοί την ποθούσαν, πολλών τον ύπνο τάραζαν εκείνα τα μάτια τα υγρά με το νωχελικό βλέμμα, μα κανείς δεν έφτανε να μιλήσει στον πατέρα της. Κι αν κανένας, στα ελάχιστα περάσματά της από την πλατεία, αποτολμούσε να πει κάτι για τις χάρες της, κάποιος βρισκόταν να του αποκριθεί «δεν είναι για μας ετούτη….κρατάει από λύκου γενιά».
Πικραίνονταν η μάνα της, ήξερε καλά πως αυτή έφταιγε για τα παρανόμια που άκουγε η κόρη της. «Εγώ φταίω, η κοκώνα μου πέρασε την πρώτη της νύχτα με τους λύκους κι όχι στην αγκαλιά της μάνας της. Καμώθηκα τη γενναία και της έβγαλα τ’ όνομα.»
Μόνο η Τίνκα δεν έδειχνε να ενοχλείται από τίποτα, ζούσε θαρρείς έξω και πάνω από όσα αφορούσαν τους άλλους γύρω της, άλλα ήταν αυτά που την τάραζαν, που τη δονούσαν εκείνη.
Περνούσε τη μέρα της μεγαλώνοντας τα μικρότερα αδέρφια της, κι όταν τα μεγαλύτερα άρχισαν να παντρεύονται ένα ένα και να κάνουν με τη σειρά τους τα δικά τους παιδιά, ανέλαβε σιωπηλά να τα αναθρέψει αυτή. Επικοινωνούσε με τα παιδιά χωρίς πολλά λόγια, με τις εύγλωττες σιωπές των ματιών της. Να προσθέσουμε εδώ ότι η μάνα της πέθανε και στο μεταξύ ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε.
Ήρθαν, κατά συνέπεια, και άλλα αδέρφια, ετεροθαλή, μεγάλωνε η οικογένεια και οι φροντίδες της. Εκείνη, η Τίνκα, σιωπούσε. Δούλευε στο σπίτι, έγνεθε, έπλεκε. Κι όταν ήθελε να πάρει τον αέρα της, έβγαινε στην ξώθυρα και έψαχνε με τα μάτια τον πατέρα. «Εγώ πάω…» ψιθύριζε…και κοίταζε κατά το δάσος μπροστά της…
Το πού πήγαινε δεν της το ρώταγαν ποτέ…μήπως κι αν τη ρώταγαν θα αποκρίνονταν..; Χανόταν για λίγο και όταν ξαναγύριζε κουβαλούσε στα μάτια κι άλλο θάμπος, κι άλλο παράπονο…Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να την κατηγορήσει για ανήθικη κι ας μεγάλωναν τότε όλες οι συνομήλικές της κλεισμένες στα κονάκια μην ακουστεί το όνομά τους όσο να τις «συβαστεί» κάποιος, να τις λογοδέσει δηλαδή με υπόσχεση γάμου. Η Τίνκα ήταν άτρωτη, αλώβητη.
Κόντευε να θεωρηθεί δεδομένο ότι θα μείνει ανύπαντρη. Αν και ήταν ολωσδιόλου ασυνήθιστο αυτό για εκείνη την εποχή, κανείς δε φαινόταν να ξαφνιάζεται, σαν αναπόφευκτη μοίρα την δεχόταν όλοι αυτή την ηθελημένη παρθενία για την Τίνκα.
Ώσπου ήρθαν οι κυνηγοί, όπως γινόταν κάθε χρόνο. Κάποιος απ’ αυτούς έκατσε στην πλατεία κραδαίνοντας επιδεικτικά το γεμάτο κεμέρι του και ρώτησε ποιά είναι η ρούσα που κελαηδάει αντί να μιλάει. Κι όταν του είπαν να εξηγηθεί είπε πως στα μέσα λημέρια του δάσους είδε μια μακρυμαλλούσα να κάθεται στο ξέφωτο, στο χείλος ενός ξεροπήγαδου και να τραγουδά στα σλάβικα ένα τραγούδι, ένα τραγούδι τόσο καλόηχο που σώπαιναν τα πουλιά.
Μαγεύτηκαν, λέει, τα κυνηγόσκυλά του και πήγαν κι έκατσαν στα πόδια της υποταγμένα. Κι όταν εκείνος ζύγωσε και τη ρώτησε τίνος είναι (λες και θα ήξερε αν του έλεγε τη γενιά της) εκείνη κάτι ψέλλισε…σαν «του λύκου..» του ακούστηκε, μα δεν έπαιρνε κι όρκο.
Και ήταν λέει τέτοια η φωνή της, σα λυγμός, σαν ωδή, σαν κάτι…κι όσο τα εξιστορούσε αυτά ο κοκκινομάλλης κυνηγός, λες κι έλιωναν τα μάτια του, κλιμακωτά τον κατέλαβε συγκίνηση εκλεκτή, κι όσο να καταλάβουν οι άλλοι για ποιάν τους λέει τόση ώρα, εκείνος έμοιαζε να καίγεται, να λαμπαδιάζουν τα μάτια του, να αχνίζει.
Τον έχασαν για καιρό, ώσπου άξαφνα μια μέρα στην πλατεία κόσμος και χλαλοή και φασαρία σπάνια για χειμώνα…κατέφτασε ο κοκκινομάλλης κυνηγός με ένα ασκέρι άντρες και ρώταγε πού είναι το σπίτι της ρούσας…κι όσο να του εξηγήσουν οι πιο τολμηροί (είχε μια όψη μοβόρικη…ή μήπως αιμορραγούσα…;), όσο να τον κατευθύνουν, λοιπόν, είδαν κι έπαθαν οι σύντροφοί του να τιθασέψουν τα φαριά τους. Πήγε κι έριξε χωρίς κουβέντα στα πόδια του πατέρα της ένα πουγκί τριζάτο, έλαμψε το δώμα λένε σαν το άνοιξε ο γερο-Μάρκος, λίρες ένα σωρό για τα μάτια της Βελουδένιας τους.
Δεν το περίμενε κανείς, «αυτό κι αν ήταν κεραυνός εν αιθρία», η Τίνκα σώπασε όπως πάντα, μα πήγε κι έκατσε δίπλα στον κυνηγό, κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι, σαν το πουλί που παραδίνεται στον ίσκιο του γερακιού που χαμηλώνει.
Η μικρότερη αδερφή της που την είχε σα μάνα την Τίνκα, ήταν η μόνη που αποκότησε να τη ρωτήσει κι ας ήταν πολύ μικρή για τέτοιες κουβέντες γυναικείες. Σίμωσε στην ποδιά της Τίνκας κάποια ώρα που εκείνη σκάλιζε τη φωτιά και της είπε… «τον θες εσύ αυτόν…;»
-«Είναι κυνηγός» είπε εκείνη, έτσι όπως μια άλλη θα έλεγε είναι όμορφος ή είναι πλούσιος…κι αυτή ήταν σχεδόν η μόνη κουβέντα που είπε όσο να ετοιμάσει τα λίγα προικιά της, να τα φορτώσουν στα άλογα και να κινήσει το καραβάνι. Τελευταία κουβέντα του πατέρα της προς τον κυνηγό… «τον άλλο μήνα θα έρθουμε να σας ιδούμε, αν αφήσουν τα χιόνια».
Κι έτσι χάθηκε η Τίνκα από τα πυκνά τα δάση της πατρίδας της. Απόμειναν τα ξέφωτα ατραγούδιστα, τα ρουμάνια απερπάτητα. Λένε πως εκείνον το χειμώνα οι λύκοι ξανακατέβηκαν ως την πλατεία κι έσκουζαν όπως και τη χρονιά που γεννήθηκε η Τίνκα, κι αυτό τους δυνάμωσε τη σκοτεινή υπόνοια πως είναι από λύκου γενιά. Πολλοί απ’ αυτούς, μυστικά, ανάσαναν με ανακούφιση που απαλλάχτηκε το χωριό από έναν τέτοιο «βαρύ ίσκιο».
Όσο για κείνη, σε τίποτα δεν άλλαξε την όψη ούτε και τα φερσίματά της. Απλά σαν πάντα, εξήγησε στον κυνηγό πως δε θέλει παιδιά κι εκείνος απόμεινε να σκέφτεται, έφυγε και μεθοκόπησε δυο νύχτες με το ασκέρι του. Ήταν πλούσιος, δεν είχε ανάγκη να δουλεύει ολημερίς όπως οι πολλοί, πιο πολύ στο κυνήγι ήταν παρά στο μόχθο τον καθημερινό, είχε κι ένα σωρό αδέρφια μικρότερα που όριζαν τα καθημερινά και τον απάλλασσαν.
Σαν γύρισε μετά το μεθύσι εκείνο, άρχισε να ετοιμάζεται πάλι για εξόρμηση πολυήμερη στα γύρω βουνά. Το μόνο που της είπε ήταν… «ας μην είχες τέτοια φωνή, τέτοια μάτια…στον πατέρα σου θα’σουνα τώρα πάλι». Και ξανά δεν έκαναν κουβέντα για παιδιά.
……………………………………………………………………………..
Ετούτα εδώ που λέω έφτασαν ως εμένα σαν παραμύθι των παιδικών μου χρόνων, μόνο που ο παππούς μου, κάθε φορά που τον ρωτούσα τι απέγινε στο τέλος η Τίνκα, σώπαινε.
Όσο ήξερε να στολίζει τις εκφράσεις της και να θυμάται τα λόγια της απαράλλαχτα… «η Τίνκα τότε είπε έτσι, η Τίνκα έπειτα έκανε αλλιώς», άλλο τόσο ήξερε να σωπαίνει κάθε φορά που τον ρώταγα πώς τελειώνει το παραμύθι της Τίνκας.
Χρόνια αφού ο παππούς πέθανε, οι πηγές μου και οι μνήμες μου σκεπάστηκαν από καινούργια χρώματα…βρέθηκα σε ένα χωριό για το γάμο ενός ξαδέρφου. Πρώτη φορά που βρισκόμουνα εκεί. Ευκαιρία περισσότερο ήτανε να δω συγγενείς και φίλους που σπάνια μπορούσα να βρω έτσι συγκεντρωμένους.
Μετά την κλασική λειτουργία της Κυριακής και μέχρι να έρθει η ώρα για το μυστήριο βγήκα να περπατήσω στην πλατεία. Ένα γύρω οι γερόντοι στο καφενείο, κουτσόπιναν τη ρακή τους και ξόμπλιαζαν τις χάρες του χωριού σε μας τους μουσαφιραίους από την πόλη. Πρόσεξα έναν γερόλυκο με γαλανά μάτια, Σαρακατσάνος κι αυτός, ήξερα πως είμαστε σόι, με κοίταζε επίμονα μισοκλείνοντας τα μάτια του. Έκατσα κοντά του κι εκείνος αναδεύτηκε στην καρέκλα να με δει καλύτερα.
-Τι κάνεις πάππου; Με ξέρεις; Του Χρήστου του Αποστολάκη η αγγονιά ειμαι, η Μαίρη.
-Η Μαριγώ του Χρήστου; Αμ, πώς δε σε ξέρω! Σε είχε ο παππούς σου πέρδικά του!
Έτσι έγιναν οι πρώτες συστάσεις. Όσο μιλούσαμε για τον παππού μου, που τον είχα σαν πατέρα μου κι ο χαμός του πονούσε ακόμα σαν φρέσκια πληγή, έτσουζε, με κρατούσε η παρέα του γέροντα. Σαν άρχισε εκείνος να μου λέει τα δικά του ομολογώ πως άρχισα να πλήττω κι έψαχνα αφορμή να απομακρυνθώ. Αργούσε και ο γάμος, να μαζευτούν οι παλιοί μου φίλοι, τα ξαδέρφια. Σηκώθηκα και διέσχισα την πλατεία.
-Για πού τό’ βαλες; με ρωτάει ο γέροντας. Κάτι μουρμούρισα δείχνοντας προς μια τυχαία κατεύθυνση. Αλλιώτικος έδειχνε ή ήταν ιδέα μου; Είδα μια παράξενη λάμψη στα θολωμένα από τη ρακή μάτια του.
-Πας να δεις το λάκκο;
-Ποιο λάκκο;
-Το Λάκκο της Τίνκας.
-Τι είν’ αυτό; είπα. Αμέσως όμως όλοι οι συναγερμοί και οι συνειρμοί πήραν φωτιά. Τίνκα….μου είχε στοιχειώσει το μυαλό αυτό το όνομα…πόσα χρόνια πριν…; Εικοσιπέντε; Τριάντα;
-Από πού θα πάω για το Λάκκο; ρώτησα τρέμοντας.
-Μαζί θα πάμε….καρτέρει να σηκωθώ…αναστέναξε. Εεεχ, έρμα χρόνια, έρμα…
Περπατώντας δίπλα του με βήματα ασταθή, ήθελα και δεν ήθελα να πάω, να μάθω. Η ιστορία εκείνη που την είχα για ένα παραμύθι χωρίς τέλος, ένα απ’ τα μασλάτια των παλιών για να ξεγελούν τα παιδιά να κοιμηθούν, ζωντάνευε σήμερα μπροστά μου. Έπαιρνε αν όχι σάρκα και οστά…τουλάχιστον χώρο δράσης. Έβλεπα να απομακρυνόμαστε από τα τελευταία σπίτια και σκεφτόμουνα…εδώ περπάταγε και η Τίνκα όταν έβγαινε σεργιάνι, από τούτα τα κλαριά κάτω έσκυβε να διαβεί…
Σκόρπιες εικόνες άρχισαν να με κατακλύζουν όσο τον άκουγα να μου λέει για κείνην. Καλά καλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιές εικόνες ήταν από τις διηγήσεις του παππούλη μου και ποιές ήταν δικές μου αναμνήσεις, θαμπές αλλά ακόμα δονούμενες μέσα μου…Ο γέροντας εκείνη την ώρα μου έλεγε για τη μοναξιά της Τίνκας στο ξένο μέρος που παντρεύτηκε, πώς πέρναγε τη μέρα της φτιάχνοντας όμορφα, άχρηστα πράγματα από ξύλο, τα χάριζε στα παιδιά… «ένα τέτοιο ξύλινο μαχαίρι έκανε και για το Χρήστο, τον παππούλη σου…της πηγαίναμε κράνα και μύγδαλα κι αυτή μας έδινε ξύλινα ζωάκια…»
…Το μαχαίρι με την ξύλινη λαβή του παππού μου, με το λύκο σκαλισμένο στο ξύλο, περήφανο, αγέρωχο, και ξύλινος που ήταν δεν ήταν για λύπηση. Πόσα μήλα δεν μου είχε καθαρίσει εκείνο το παλιό μαχαίρι…
Θυμήθηκα ένα βράδυ…δε θα’ μουνα πάνω από οχτώ χρονών… είχα ξυπνήσει τρομαγμένη από όνειρο, βαριανάσαινα ακόμα όταν είδα στο μισοσκόταδο τον παππού να με ζυγώνει… «τι είναι τρυγόνα μου; σκιάχτηκες; σύχασε, όνειρο ήταν και πάει… να εδώ…»… κοιτάζω… κρατούσε το μαχαίρι, βουτηγμένη η λάμα του στο μέλι, ακόμα το θυμάμαι πώς κυλούσε στο μέταλλο. Παλιά, παγανιστική δοξασία ήταν η κίνησή του να μου δώσει να γλύψω μέλι πάνω σε μαχαίρι, να κόψει τον φόβο η μεταλλική λάμα και να γλυκάνει τον ύπνο το μέλι. Ακόμα όταν τρώω μέλι, έχω στο στόμα τη γεύση του κρύου μετάλλου…
Δισταχτικά, τρεμάμενα, άρχισα να βολιδοσκοπώ τον γέροντα, να μάθω ποιές οι αλήθειες και ποιές οι φαντασίες του παππού μου σε αυτό το γαϊτανάκι της Τίνκας. Όλα αλήθεια ήταν, δεν ήταν μουραπάδες γεροντίστικοι τα περίεργα σουσούμια της κυράς εκείνης.
Βγαίνοντας από το χωριό για τα καλά πλέον, είδα πως το τοπίο άλλαζε. Περάσαμε από περιβόλια…(«δικό σου ειν’ ετούτο, δεν το κουμαντάρισες ούτε εσύ ούτε ο αδερφός σου και ήρθα εγώ και φύτεψα κερασιές, θα σου στείλω πέρα το Θεριστή αν είμαι ζωντανός να τρως να με θυμάσαι»)… φτάσαμε σε έναν τόπο παράξενο.
Πανύψηλα δέντρα, απόρησα πώς δεν φαίνονταν απ’ το χωριό τέτοια θερία δέντρα. Ο γέροντας, που ως εκείνη την ώρα μου μιλούσε για τα δέντρα και τα χωράφια του, σώπασε απότομα. Λαχάνιασα κι εγώ. Από το περπάτημα; Από δέος; Λιγοψύχησα. Ήταν κι εκείνο το φως του ήλιου που φιλτράρονταν τόσο από τις ψηλές φυλλωσιές…δεσμίδες μόνο έφταναν ως το έδαφος…μισοσκόταδο μέρα μεσημέρι…κι εκείνο το σκούρο σκούρο πράσινο χορτάρι που σκέπαζε βήματα και θορύβους…
«Ώρα είναι τώρα να δω και τον Πάνα να τριποδίζει πουθενά» είπα μέσα μου, περισσότερο για να ξεχάσω το φόβο που μου έσφιγγε την ανάσα, μα ήταν πραγματικά μυστηριακό το τοπίο, οι Νύμφες έλειπαν μοναχά.
Στο βάθος διέκρινα ένα ξέφωτο. Ένα στεφάνι θαρρείς από δέντρα που άνοιγαν στη μέση για να αφήσουν χώρο σε μια πυκνότατη χλόη να κυριαρχήσει. Στη μέση του ξέφωτου, κορώνα στην κώμη του πράσινου, ένας σωρός πέτρες… όχι… όχι πέτρες, το χείλος ενός ξεροπήγαδου ήταν…παλιό πολύ το χτίσιμό του, λίγα λιθάρια ήταν σκόρπια και τριγύρω, ξεριζωμένα από τον παλιό κρόθο του πηγαδιού.
Είδα το γέροντα να κάθεται σε ένα ξερολίθι και τον μιμήθηκα.
-Εδώ είναι, τσούπρα μου, ο Λάκκος της Τίνκας. Σαν έφυγε από τον τόπο της και ήρθε νύφη συβασμένη στα μέρη μας, εδώ ερχόταν και καθόταν. Τραγουδούσε μοναχή της, έκλαιγε, εγώ μια φορά την είδα να κρατάει ένα μαχαίρι και να σκαλίζει ένα κομμάτι ξύλο. Ένα λύκο έφκιανε……
-Πώς πέθανε παππού; Αυτό θέλω να μάθω! τον διέκοψα κι ένιωθα έτοιμη να το βάλω στα πόδια αν μου ξανάρχιζε τα ίδια και τα ίδια γνωστά.
-Πέθανε τάχα; Κανένας δεν ξέρει…Δε σού’ πε ο παππούς σου;
-Όχι… δεν… είχε κοπεί η ανάσα μου…άκου πέθανε τάχα…!
Δυσκολεύομαι να περιγράψω την όψη του, λες και κοίταζε κάτι μπροστά του που εγώ όσο κι αν άνοιγα όλο ένταση τα μάτια δεν μου φανερωνόταν…χάθηκε για λίγο στα δικά του και κάποτε δεήθηκε να μιλήσει.
Είχε κάμει συμφωνία η Τίνκα με τον κυνηγό της να μην κάνουν παιδιά, πέρασαν κάμποσα χρόνια, πέθανε κι ο πατέρας της, αποκόπηκε απ’ τη φαμελιά της ολότελα.
Ο κυνηγός εξακολουθούσε πάντα να έχει τη μεγάλη του αγάπη, αυτή που τον έφερε και στα μέρη της Τίνκας, το κυνήγι του. Μια νύχτα ήταν στα ρουμάνια και πάλι, κουρνιασμένος με τ’ ασκέρι του σε μια χούνη, ζαρκάδια χάλευαν. Τα περίμεναν να κατέβουν ως την όχθη του ρυακιού να πιούν νερό.
Εκείνος όμως αλλού είχε το μυαλό του…σε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο που είχε ακούσει από ώρα…οι λύκοι δεν κατεβαίνουν στα χωριά, σκέφτηκε… κι όμως είχε ακούσει ένα μακρινό ουρλιαχτό κατά το σούρουπο.
Χίλιες φορες, στα νυχτερινά αγκαλιάσματά τους, της είχε ζητήσει να σκαλίσει στο ξύλο και τη δική του μορφή. «Μόνο ζώα πλάθεις εσύ; Κάνε με κι εμένα αθάνατο με τα δαχτυλάκια σου. Τι τόσο πολύ με τους λύκους, με τα ελάφια, με τα ζαρκάδια; Ο κύρης σου είμαι… και δούλος στην ποδιά σου.»
Εκείνη έστρεψε τα μάτια πάνω του, του χαμογέλασε αμίλητη και τον φίλησε στα βλέφαρα.
Και τώρα αυτός παραφυλάει ένα ζαρκάδι και το μυαλό του ιχνηλατεί τους ήχους, εκείνο το ουρλιαχτό που άκουσε ανοιξιάτικα (μεσούντος Απριλίου ) και που ήταν τόσο αταίριαστο με την εποχή, τόσο απίθανο να έχει ακουστεί στ’ αλήθεια.
Στο ξέφωτο που παραφύλαγαν για τα ανυποψίαστα ζαρκάδια έφτανε το φως της σελήνης, με μια απόκοσμη απόχρωση, ονειρική. Εκείνος κρυμμένος στις πρώτες φυλλωσιές στην άκρη του ξέφωτου, είχε θέα στην ανοιχτωσιά μπροστά του, αν και το μυαλό του ταξίδευε πάλι.
Κλωθογύριζε στο μυαλό του εκείνη η ευδαιμονία, η πλησμονή στα μάτια της γυναίκας του σα μιλούσε για τους λύκους. Άξαφνα νιώθει τους συντρόφους του να αναδεύονται.
Ξυπνάει από το ονειροταξίδεμά του και στρέφει τα μάτια κατά το ξέφωτο…αυτό που είδε τον άφησε ξέπνοο…μια ομάδα λύκων άρχισε να απλώνεται στη μικρή πεδιάδα μπροστά τους. Οι υπόλοιποι άντρες κοιτάζονταν λες και ρώταγαν με τα μάτια «είναι αλήθεια ετούτο ή ονειρευόμαστε το ίδιο όνειρο;».
Μόνο εκείνος έμοιαζε να το περιμένει, ήταν μάλλον και ο μόνος που ένιωσε, ένιωσε παρά άκουσε, την πρωτινή αλυχτησιά, εκείνη που του είχε φανεί της φαντασίας του.
Παρ’ όλο το φόβο ολωνών, το θέαμα ήταν χάρμα οφθαλμών. Πρώτα ήρθε και στάθηκε στη μέση του χώρου, της αυλαίας πες, η λύκαινα, με σκούρο καφέ τρίχωμα και μια ανοιχτόχρωμη λουρίδα κατά μήκος της ράχης της, να γυαλίζει σαν ατλάζι στο κρύο φως της νύχτας. Πίσω της ακολούθησε ο λύκος, με ένα βάδισμα αργό και μεγαλοπρεπές. Σκούρο σταχτί τρίχωμα, σχεδόν μαύρο θα τό’ λεγες. Πίσω από τα δυο περήφανα ζώα ακολουθούσε ένα μικρότερο, σβέλτο και ζωηρό, το λυκάκι τους.
Πήγε και στάθηκε δίπλα στη λύκαινα κι εκείνη το χάιδευε με τη μουσούδα της. Το άφηνε να ξεμακρύνει λιγάκι ίσα για να μπορεί να ξανατρέξει και να έρθει να τριφτεί στο κορμί της και πάλι.
Μια λυκο-οικογένεια λοιπόν, αυτό καθόταν άπνοοι και κοίταζαν οι κυνηγοί, μια αγέλη λύκων που έπαιζε κάτω απ’ το κρύο φως της σελήνης. Ένιωθαν και τον κίνδυνο του να γίνουν αντιληπτοί, μα δεν θα άλλαζαν το θέαμα το αποψινό με όποια ασφάλεια και θαλπωρή, αυτό θα είχαν να το λένε ως και στα εγγόνια τους, οι λύκοι να παίζουν κάτω απ’ τη σελήνη…κι αυτοί κρυμμένοι στα φυλλώματα να έχουν ξεχάσει το χρόνο.
Σε κάμποση ώρα η λύκαινα άλλαξε στάση, έσπρωξε το μικρό της προς τα κει από όπου είχαν έρθει. Εκείνο αντιστάθηκε για μια στιγμή, στράφηκε προς τον λύκο (εκείνος όλη αυτή την ώρα έστεκε σχεδόν ατάραχος και κοίταζε πάνω απ’ τη ράχη του μ’ εκείνη την εντελώς χαρακτηριστική στάση του-λύκου-που-κοιτά-πίσω)…στο τέλος απομακρύνθηκε χαρωπά, πατώντας στα βήματα της μάνας του.
Ο λύκος απόμεινε μόνος, σήκωσε το κεφάλι αργά….οι άλλοι είδαν το τρίχωμά του να ριγά καθώς οι τρίχες της χαίτης του κινούνταν…και ακούστηκε πάλι εκείνο το απόκοσμο Ουυυυυυ…πάγωσαν όχι τόσο από φόβο όσο από ζήλια…σκέφτηκαν πως είναι τόση η ομορφιά του και είναι τόσο καθαρά αρσενική, τόσο αμιγώς μοναχική και περήφανη που, και λύκος που ήταν, τον λογάριασαν όλοι προς στιγμήν για αντεραστή τους.
Η αδόκητη αιχμαλωσία τους έληξε μάλλον άδοξα. Ο λύκος, αφού επικαλέστηκε το έρεβος με κείνη την ανεκδιήγητη οιμωγή, απομακρύνθηκε αργά, βαριά…κάπως έτσι θα πρέπει να περπατάν αυτοί που πάντα είναι νικητές.
Όσο να γυρίσουν στα σπίτια τους (πού μυαλό για ζαρκάδια τώρα πια!), ήταν όλοι σα μαγεμένοι. Ο κυνηγός ζυγώνοντας στο αρχοντικό του έδιωξε τα σκυλιά και έκανε το γύρο της αυλής…πήγε στο πίσω μέρος, εκεί που έβλεπε το παραθύρι της καλής του…εκεί τον περίμενε πάντα σαν γύριζε, ειδοποιημένη απ’ τ’ αλυχτίσματα των κυνηγόσκυλων η Τίνκα.
Κοίταξε με προσμονή να δει τη μορφή της, εκείνο το απόκοσμο βλέμμα της που του είχε κλέψει την καρδιά χρόνια τώρα…μα ούτε φως στο παραθύρι ούτε η γνωστή φράση της ακούστηκε… «ήρθες, αφέντη; καλώς σε».
Κρύο σκοτάδι χύθηκε στα μάτια του…άφαντη η Τίνκα…θυμήθηκε το περπάτημα του λύκου, του νικητή…πώς του ήρθε να τον ονοματίσει νικητή; σε τι τον νίκησε τάχα τον κυνηγό ένας λύκος;
Έκατσε στην εξώθυρα και έπινε ως το ξημέρωμα…δαυλί έγινε…ήρθε κι ο ήλιος να του δείξει τι άδειο ήταν το αρχοντικό του χωρίς τη γλυκιά παρουσία εκείνης…
Σηκώθηκε και ματακίνησε για το ξέφωτο. Τον είδαν τα αδέρφια του με τα μάτια κόκκινα και απέφυγαν τη ματιά του τρομαγμένα…τους ρώτησε αν είδαν την Τίνκα μα τα ψέματα που του είπαν τον κόρωσαν χειρότερα…
Έφτασε κάποτε στο ξέφωτο. Σαν εφιάλτης έμοιαζε η ζωή του…να ψάχνει τη γυναίκα του στα ρουμάνια…αυτός, ο άρχοντας ο διαλεχτός! Παραφύλαξε ώρες…ώσπου νικημένο το κορμί του έγειρε και παραδόθηκε σε έναν ύπνο άρρωστο.
Την είδε να του γνέφει όπως κάποιος που κίνησε και γυρισμό δεν έχει πια…λαχτάρησε…και πετάχτηκε ευθύς…είχε νυχτώσει για τα καλά…όπως χτες που κοίταζαν από κει τους λύκους…εφιάλτης.
Άξαφνα άκουσε θρόισμα στα κλαριά απέναντι…αυτό που είδε τον άφησε άπνοο, με το μυαλό άδειο για λίγα λεπτά…
Η κυρά του, η Τίνκα του…καβάλα στον λύκο…αμαζόνα πρωτόφαντη! Καθόταν με τα πόδια να πέφτουν χαλαρά στο ένα πλάι… λες και καβαλούσε πράο ζωντανό… σίγουρη… βασίλισσα…με τα μαλλιά της λυτά όπως πάντα του άρεσε … να ιριδίζουν κοκκινόξανθα… να τινάζονται οι μπούκλες τους ζωντανές πάνω στα στήθια της… με το κατακόκκινο φόρεμά της και τις μαύρες μπότες που τόσο αγαπούσε.
Ως και το αίμα είχε σταματήσει στο κορμί του… στάθηκε ο λύκος κι εκείνη πάτησε τα πόδια της στο χορτάρι… έμπλεξε τα δάχτυλά της στη χαίτη του, εκεί στο σβέρκο και τον μαύλισε με λόγια ψιθυριστά να την ακολουθήσει. Την κοίταζε να περπατά περήφανα, διέσχισε το ξέφωτο και έκατσε στο χείλος του πηγαδιού, εκεί που ο κυνηγός είχε τόσες φορες ξεδιψάσει. Κι ο λύκος την ακολουθούσε κοιτάζοντας τα λιανά της πόδια και σαν εκείνη έκατσε, ξάπλωσε κι εκείνος μπροστά της κι ακούμπησε το κεφάλι του στη μύτη της μπότας της με τα μάτια κλειστά.
«Σαν να είναι παντρεμένοι μοιάζουν» σκέφτηκε ο άμοιρος άρχοντας. Κι όταν κατάλαβε τι είπε μέσα του έφριξε ως το μεδούλι… και γρύλισε σα σκυλί… άφρισε.
Ο λύκος τινάχτηκε πριν την Τίνκα… στάθηκε στα πόδια του και με μια δρασκελιά ήρθε μπροστά στον κυνηγό. Η Τίνκα ξέπνοη κοίταζε και δε μίλαγε… «λέγε» της γρύλισε, «εκείνον ή εμένα» κραδαίνοντας το ντουφέκι του. Είπε κι άλλα πολλά, βρωμιές που δεν φανταζόταν πως θα τις ξεστόμιζε στην πολυλατρεμένη του… κι εκείνη σώπαινε κι έτρεμε σαν το φύλλο. Περίμενε να ακούσει μια λέξη απ’ τα χείλη της… μάταια… και στράφηκε στο λύκο πάλι.
Εκείνος ατάραχος, στυλωμένα τα πόδια του γερά στο χώμα και τα μάτια του κίτρινα, χρυσαφιά, μπηγμένα λες στο θολό βλέμμα του κυνηγού. Μια ατέλειωτη στιγμή ήρθε… ο κυνηγός δέσμιος στο ζεστό, μεταλλικό βλέμμα… η Τίνκα άγαλμα φωτιάς παραπέρα… τι τρίγωνο αλήθεια!
Σαν πέρασε εκείνη η μια στιγμή όλα ήταν αλλιώτικα στην ψυχή του κυνηγού. Έσκυψε το κεφάλι και της είπε «φύγε, τρέξε, χάσου και μην ξαναφανείς στα μάτια μου»…έπεσε το ντουφέκι απ’ τα χαλαρά του χέρια και γονάτισε με λυγμούς στην υγρή χλόη.
Η Τίνκα αγκάλιασε το λύκο της απ’ το λαιμό και του άφηνε χίλια φιλιά στο ψηλό, ζεστό μέτωπο… ώρα πολλή κι ας είπε ο κυνηγός να βιαστούνε… λόγια αγάπης έβγαιναν σαν παραλήρημα από τα χείλη της…λατρεμένε μου εσύ… δική σου μόνο… η κόκκινή σου θα είμαι μόνο εγώ… μη μου χαθείς… ο κυνηγός έκλεισε με τις παλάμες τα αυτιά του και χάθηκε ουρλιάζοντας ανάμεσα στα δέντρα.
Φάνηκε μετά από καιρό στο αρχοντικό του…έκανε χρόνια να μιλήσει για όσα έγιναν τότε, εκεί στο ξέφωτο. Ήδη όμως ο κόσμος είχε δει πολλά… η Τίνκα γύρναγε στα δάση με το λύκο της..πότε την έβλεπαν να περνά καβάλα, σαν τον άνεμο και πότε να περπατά δίπλα του αγγίζοντας πάντα το δυνατό του σβέρκο… πολλά ήταν τα βράδια που τους είχαν δει να κοιμούνται αγκαλιασμένοι δίπλα στο πηγάδι…εκείνο το ξεροπήγαδο που τώρα κοίταζα κι εγώ…που είχε παλιώσει πια… και τώρα έγινε ο Λάκκος της Τίνκας. Όχι ο τάφος, όχι…
Μια και όσοι την είδαν όλα αυτά τα χρόνια, σε ένα συμφωνούσαν… σαν να μην είχε περάσει μέρα από πάνω της… αγέραστη κι αυτή κι ο σπάνιος σύντροφός της… νέοι και δυνατοί πάντα… οι χαίτες τους να δέρνουν τον άνεμο… τα χείλια της υγρά και ζουμερά… το κορμί στητό και λυγερό… άτρωτοι εν τέλει.
«Γι’ αυτό σου λέω, τσούπρα μου… πέθανε τάχα; Ακόμα έρχεται από κανένας αγγελοκρουσμένος και μας λέει πως τους αντάμωσε στα πέρα λιβάδια, αγκαλιασμένους, την Τίνκα και το λύκο της» έκλεισε τη διήγηση ο γέροντας.
Τι να πιστέψω απ’ όλα αυτά, δεν ξέρω…πάντως το μόνο σίγουρο είναι πως έπαψα να φοβάμαι τους λύκους… ίσως και να τους αγαπώ…ίσως τελικά αυτός να είναι κι ο λόγος που πριν κλείσω τα μάτια τις νύχτες, γλιστράω το χέρι μου κάτω απ΄το μαξιλάρι και χαϊδεύω το παλιό μαχαίρι… ίσως λέω…
Και κάθε άνοιξη πηγαίνω στα μέρη της Τίνκας, μόνη πάντα… και φοράω κι εγώ ένα κατακόκκινο φουστάνι και μαύρες μπότες… «Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;»
Απρίλης 2003
Στην ανεκτίμητη μνήμη του Χρήστου Αποστόλου
για όσα μου έδωσε και ποτέ δεν ανταπόδωσα.
Διαβάστεπερισσότερα:http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&file=article&sid=383#ixzz40ukGH671