|
Ένας από τους σπουδαιότερους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης Περίφημος κλέφτης , αρματολός των Αγράφων, στρατάρχης της Ρούμελης, αρχιστράτηγος της Ελλάδας και προπαντός γνήσιος λαϊκός ηγέτης ήταν ο Καραϊσκάκης. Έδρασε στην περιοχή των Αγράφων της Ευρυτανίας και γενικότερα στη Στερεά.(1782-1827). Ήταν όμως και μια από τις πιο δραματικές μορφές του αγώνα.
Γεννήθηκε το 1782 σε μια σπηλιά 300- 400 μέτρα από το Μαυρομάτη Καρδίτσας στα σημερινά όρια Γράλιστας -Μαυροματίου από μια καλογριά του κοντινού μοναστηριού Άγιος Γεώργιος, τη Ζωή Ντιμισκή.
Μέχρι το θάνατό του ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός με το όνομα "Ο γιος της Καλογριάς".
Η μητέρα του στα νιάτα της ήταν μια πολύ ευγενική και όμορφη γυναίκα που κατάγονταν από το χωριό Σκουλικαριά της Άρτας. Κάποτε παντρεύτηκε κάποιον Γιαννάκη Μαυροματιανό αλλά ο άντρας της πέθανε πολύ νωρίς.
Για πολλούς ιστορικούς πατέρας του ήταν ο περίφημος αρματολός του βάλτου Δημήτρης Ίσκος ή Καραϊσκος ,ο Γ. Βλαχογιάννης, στο βιβλίο του Καραϊσκάκης, αναφέρει ότι πατέρας του Καραϊσκάκη ήταν κάποιος κάτοικος από το Μαυρομάτη με το όνομα Πλακιάς. Την ίδια άποψη έχει και ο Κ. Στεργιόπουλος στα ηπειρωτικά Χρονικά, έτος Γ', 1928 σελ΄.323. Επίσης η τοπική παράδοση κατηγορηματικά συμφωνεί με τους δυο τελευταίους.
Όπως αναφέραμε ο Καραϊσκάκης γεννήθηκε σε μια σπηλιά όπου ήταν και το πρώτο του κατάλυμα μαζί με την μητέρα του. Αξίζει να αναφέρουμε ένα αποσπάσιμα από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ "ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ" : Οι μήνες περνούσαν και το γκάστρι πια δεν κρυβόταν. Να γεννήσει στο μοναστήρι ήταν σκάνδαλο και αμαρτία Την πήγανε σε μια σπηλιά, που τώρα την δείχνουν με περηφάνια οι Μαυρωματιώτες, και σ΄ αυτή, όπως τα' αρκούδια έφερε στον κόσμο το παιδί της. Τα' αφαλόκοψε μοναχή της, συγυρίστηκε η ίδια και το φάσκιωσε με κάτι παλιοκούρελα που μπόρεσε να οικονομήσει! Άνοιξε τον κόρφο της κι έφερε τα χείλια του μωρού στη ρόγα του βυζιού της. Του χαμογέλασε. Ήτανε Μάης κι ολούθε γύρω στη σπηλιά ανθοβολούσε ο βράχος. Μα γρήγορα συννέφιασε το πρόσωπό της, όταν λογάριασε το τι θ' απογίνουν εκείνο κι αυτή. Η πόρτα του μοναστηριού βρισκόταν πια κλειστή για την αμαρτωλή και το μπάσταρδο. Να πάει στους συγγενείς του αντρός της ; Αμ ποιος θα τη δεχόταν, αφού απίστησε στη μνήμη του μακαρίτη; Να γυρίσει πίσω στο χωριό της; Δε θα συναντούσε άλλο τίποτα εξόν από την καταφρόνια των δικών της. Δεν της απόμενε παρά να τα βγάλει πέρα μοναχή της. Το παιδί από μικρό ήταν έρμαιο της τύχης του. Εκεί στη σπηλιά ζούσε σαν αγρίμι ξυπόλυτο ,νηστικό και χωρίς ρούχα .Η μητέρα του έκανε οτιδήποτε μπορούσε να το βοηθήσει. Αλλά και το κακόμοιρο το παιδί προσπαθούσε όσο μπορούσε να βοηθήσει την μητέρα του . Αλλά όπου και να πήγαινε το έδερναν και τον κακομεταχειρίζονταν. Το φώναζαν (μούλο και μπάσταρδο) Έτσι μεγάλωνε ανάμεσα στους ξένους, τρώγοντας ξύλο και μπομπότα. Ντύνονταν με κουρέλια με ήλιο και με χιόνι. Ξυπόλητος όπως ήταν χειμώνα καλοκαίρι συνήθισε να περπατάει στις πέτρες και στα χιόνια στ' αγκάθια και στις τσουκνίδες, ανέβαινε τα βουνά πιο γρήγορα από τα κατσίκια που φύλαγε ,έγινε ένα με αυτά, έμαθε τα κατατόπια και τα περάσματα σκαρφάλωνε μαζί τους εκεί που δεν πήγαινε άνθρωπος ,γιατί μαζί τους αισθάνονταν καλύτερα πιο άνετα ,έβλεπε τον κόσμο από μακριά.
Σε ηλικία οκτώ ετών έχασε την μητέρα του τον μόνο άνθρωπο που του φέρονταν ανθρώπινα. Η ζωή του έγινε κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί περισσότερο από ποτέ και γύρευαν μ' αδιάκοπη δούλεψη να τους πλερώνει το ξεροκόμματο που του έδιναν να φάει. Όταν τσακώνονταν με κάποιο άλλο παιδί μαζευόντουσαν όλοι μαζί , τον έδερναν και τον αποκαλούσαν μπάσταρδο και μούλο άσχετα αν είχε δίκιο η όχι. Όλα τα κρίματα και τις αδικίες τις φόρτωναν πάνω του . Γνώριζε πολύ καλά πως ότι και να γίνονταν όσο δίκαιο και να είχε δεν θα το έβρισκε ποτέ ,δεν υπήρχε ένας ώμος να ακουμπήσει και να κλάψει η κάποιον άνθρωπο να ζητήσει βοήθεια, ζούσε μονός του σαν τον αγρίμι. Η Φτώχια ,η μιζέρια κα η αδικία ήταν η μόνη του συντροφιά και έτσι κάποια στιγμή εγκαταλείπει το Μαυρομάτι και πηγαίνει στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο). Εκεί έξω από το χωριό βρίσκει μια σπηλιά (σπηλιά του Λώλου) και κατασκηνώνει.
Στη σπηλιά κοιμόταν πάνω στο χώμα και σκεπάζονταν με κλαριά και κουρέλια έκλεβε ότι χρειάζονταν για να μπορέσει να ζήσει. Τα μόνα του όπλα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την ζωή ήταν η σβελτάδα του και το κοφτερό του μυαλό.
Ήταν τέτοια η ζωή του που μέχρι πριν μερικά χρόνια οι μανάδες όταν ήθελαν να μαλώσουν τα παιδιά τους έλεγαν :
-Σαν τον Καραϊσκάκη θα καταντήσατε, βρε! Όταν πήγε στην Γράλιστα στην αρχή τα παιδιά του χωριού τον κυνήγησαν άγρια αλλά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν πιο έξυπνος και πιο σβέλτος απ’ αυτούς και άρχισαν να τον κάνουν παρέα. Με τον καιρό το ταλαιπωρημένο από την ζωή αλλά πανέξυπνο παιδί κατάφερε να τους επιβληθεί , να γίνει αρχηγός τους και να φτιάξουν μια ψευτοσυμμορία .Στην αρχή η ομάδα του Καραϊσκάκη ξεκίνησε με πετροπόλεμο με τα παιδιά από τα διπλανά χωριά ,έπειτα άρχισαν να κλέβουν φρούτα ,αργότερα άρχισαν να κλέβουν κότες και αργότερα γίδια και πρόβατα.
Οι κλεψιές μεγάλωναν συνέχεια και η φήμη ότι η συμμορία του Καραϊσκάκη έκλεβε ζώα και ότι έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και η τοπική κοινωνία ζήτησε την βοήθεια της τούρκικης εξουσίας. Κάποια στιγμή ένα τουρκικό απόσπασμα έφτασε στη Γράλιστα. Πέρασε από το δάσος της Αγίας -Μαρίνας, με σκοπό να φθάσει στον Αϊ-Θανάση να κυκλώσει το χωριό για να συλλάβει τον Καραϊσκάκη και τους συντρόφους του.
Αλλά ο Καραϊσκάκης τους αντιλήφθηκε και βγήκε πιο μπροστά στον Αϊ- Θανάση ,τους άφηνε να σιμώσουν και σαν πλησίασαν ίσα με λίγες δρασκελιές έδωσε το πρώτο πολεμικό του πρόσταγμα: "Βαράτε παλικάρια". Τρεις τζοχατζαραίοι σκοτώθηκαν και οι άλλοι τόβαλαν στα πόδια για να γλιτώσουν . Κατά τη ντόπια παράδοση ο Καραϊσκάκης ήταν τότε 18 χρονών. Μετά τη μάχη μάζεψαν τα ντουφέκια και ότι άλλο είχαν οι σκοτωμένοι Τούρκοι, τους έκοψαν και τα κεφάλια και γύρισαν στο χωριό. Εκεί υποχρέωσαν το μοναδικό γύφτο, (σιδηρουργό), να γδάρει τα τούρκικα κεφάλια και να τα γεμίσει με χόρτο για να τα στείλουν πίσω στον Πασά. Ο γύφτος από τον φόβο του τρελάθηκε .
Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια (δεύτερη μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγανε να γλεντήσουν και να δειχτούν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφρόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες (κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η Τουρκιά και μπλοκάρισε το σπίτι ( του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.
-Πάρτε, λέει στ' άλλα κλεφτόπουλα, ότι κάπες είναι κι' άμα ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας.
Όπως το 'πε γίνηκε. Ακούνε οι Τούρκοι ν' ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. Ώσπου να τα ξαναγεμίσουν, χιμάν όξω τα κλεφτόπουλα, ζαρκάδια στα ποδάρια, ροβολάνε τον κατήφορο και γίνονται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγεί λοιπόν απ' άλλον δρόμο τα παλλικαρόπουλά του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές...
Ο Καραϊσκάκης μετά από τα γεγονότα που αναφέραμε Δε μπορούσε να σταθεί στη Γράλιστα. Ανέβηκε πιο ψηλά στ' 'Άγραφα.
Και να τι λέει η λαϊκή μούσα για τα πρώτα χρόνια του Καραϊσκάκη ...;.
"Οι κλέφτες προσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες, κι ένα μικρό κλεφτόπουλο Δε θέλ' να προσκυνήσει ψηλά στην πέτρα κάθονταν, τον ταμπουρά λαλούσε "εγώ ραγιάς Δε γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω"
Μεγάλωσε ανάμεσα στους ξένους τρώγοντας "ξύλο και μπομπότα", πότε στο Μαυρομμάτι και πότε στη Γράλιστα και πότε στο Λεοντίτο. Όπως ήταν φυσικό έζησε μια ζωή γεμάτη στερήσεις ,κακομοιριά και αδικία γι' αυτό έγινε δύστροπος και καβγατζής, ατίθασος και νευρικός. Δεν υπολόγιζε κανέναν και έκανε πάντα του κεφαλιού του. Όμως Παρ' όλα τα βάσανα των παιδικών του χρόνων ο Καραϊσκάκης έζησε ελεύθερος στα Τζουμέρκα και στα Άγραφα ,σαν τσοπάνος μακριά από την τούρκικη φοβέρα.
Αργότερα μεγαλώνοντας κατατάχτηκε στα αρματολίτικα σώματα των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν το Βεληγκέκα. Αναμείχθηκε στους πολέμους του Αλή Πασά των Ιωαννίνων άλλοτε ως σύμμαχος και άλλοτε ως αντίπαλος. Αντιπροσώπευσε τα Άγραφα σε σύσκεψη μυημένων στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821. Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της επανάστασης γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος τον υποψιάζονταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους. Η διαμάχη εξάλλου ανάμεσα στους προύχοντες και τους οπλαρχηγούς οδήγησε και τα δυο μέρη πολλές φορές σε ακρότητες. Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, η δε γενναιότητά του καθώς και τα χωρατά του έμειναν στην ιστορία.
Όταν μεγάλωσε όμως δεν ξέχασε την μιζέρια την φτώχια και την αδικία που πέρασε στα παιδικά του χρόνια. Γι' αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγόραγε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια μεγάλωσε έλεγε: "Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο".
Πηγή: http://sarakatsanika.pblogs.gr/2008..