|
΄΄ Η Χρυσαυγή στον αργαλειό ΄΄
την προίκα της υφαίνει
έχει ασημένιο ξυλόχτενο
και χρυσαφένιο χτένι
φκιάνει κουβέρτες ριγωτές
φλοκάτες τηλεμένες
ποδιές αραχνοϋφαντες
και καλοκεντημένες
φκιάνει δισάκια όμορφα
διπλογαϊτανωμένα
η ίδια με τη ρόκα της
τάχει καλο-γνεσμένα
τρουβάδια πούναι ζηλευτά
η Χρυσαυγούλα φκιάνει
στα δίμτα στα αγένωτα
καμμία δεν τη φτάνει
με κέφι και υπομονή
τοιμάζει τα προικιά της
γιατί ένα τσελιγκόπουλο
έχει μες στην καρδιά της
΄΄ Εψές αργά το δειλινό ΄΄
ο ήλιος πριν να δύσει
ένα κοπάδι πρόβατα
κατέβαινε στη βρύση
ο Κώστας τα ροβόλισε
να πάει να τα ποτίσει
και απ΄την κρυσταλλόβρυση
τη φτσέλα να γιομίσει
στη βρύση έπαιρναν νερό
δυο όμορφες κοπέλες
η Πένη κι η Κωνσταντινιά
γέμιζαν τις βαρέλες
μόλις τις είδε ο Κωσταντής
τις όμορφες μπροστά του
κοκκίνισε από ντροπή
κι έχασε τη μιλιά του
θάρρος δεν είχε ο άλαλος
να τις καλησπερίσει
από τις δυο τις όμορφες
νερό για να ζητήσει
Παρλάντζας Αλέξανδρος