Του Νικολάου Δαράλη |
Από την περήφανη, ατίθαση και δυναμική ράτσα των Σαρακατσαναίων προέρχονται ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης. Και οι δύο είναι εσαεί παρόντες και μας θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν, τα απροσκύνητα Άγραφα και τους υπέροχους ελληνικούς αγώνες. Μακριά από την ταπείνωση και τον εξευτελισμό, είχαν το ηθικό ανάστημα, να σηκώσουν το κεφάλι στον εχθρό, γιατί μέσα τους έκαιγε η φωτιά της ελευθεριάς.
Ένα καλοκαίρι οι Κατσαντωναίοι λημέριαζαν ανάμεσα από Βελούχι και Άγραφα. Ο Κατσαντώνης καθόταν σε μια κορφή και κοιτούσε με το κανοκυάλι του κατά της Λάρισας τον κάμπο, τα φουσάτα των εχθρών. Η σκέψη του τριγύριζε στην Αγγέλω του, στο παιδί και σε όλη τη χώρα. Συχνά τροχούσε το σπαθί για να θερίζει εύκολα τα κεφάλια των εχθρών. Τα παλικάρια του αναπαύοταν στη ρίζα μιας βαλανιδιάς και γύρω στα λημέρια.
Ξάφνου είδε να προβάλλει μπρος του, ένα λαγιόχρωμο ψημένο παλικάρι, ίσαμε δεκαεπτά χρονών. Φαινότανε βασανισμένο. Είχε δραπετεύσει από την αυλή του Αλή. Εκεί στα Γιάννινα όπως τον πιάσανε οι Τούρκοι κλεφτόπουλο, γνώρισε παιδεμούς βαριούς, βασανιστήρια στο μπουντρούμι. Είχε νιώσει τη σκλαβιά από κάθε της πλευρά.
- Ποιός είσαι ορέ πούθ’ έρχεσαι και τι ζητάς εδώ;
Τόνε ξετάζει ο Κατσαντώνης.
- Με λένε Καραϊσκάκη, έρχομαι από τα Γιάννινα και θε να γίνω κλέφτης.
Του αποκρίθηκε κοφτά και θαρρετά.
- Έχεις καρδιά ορέ γύφτο εσύ για καριοφίλι και σπαθί;
Του λέει πειραχτικά ο Χασιώτης. Κι από τότε του έμεινε το παρατσούκλι γύφτος.
- Ας με βλέπετε έτσι. Είμαι σκληρό παιδί. Σε μια σπηλιά γεννήθηκα. Καλόγρια ήταν η μάνα μου. Πατέρα δε γνώρισα. Είχα ξαναβγεί στο κλαρί σαν ήμουν 12 χρονώ. Μ’ έπιασε ένας μπουλούκμπασης στη Γραλίστα και με έσυρε στα Γιάννινα στη φυλακή του Αλή. Τώρα γνωρίζω να πολεμώ. Κρατάτε με στον νταϊφά σας και δε θα το μετανιώσετε.
Και ο Κατσαντώνης του είπε πρόθυμα.
- Να μείνεις ορέ καλόπαιδο. Θα σε βγάλω εγώ τρανό πολεμιστή κοντά στον νταϊφά μου. Χασιώτη είναι παλικαράκι ξύπνιο, αγαπητό. Να μου τονέ προσέχετε. Τόσος ήμουν και εγώ σα πρωτοβγήκα στο βουνό, και ζήτησα από το θείο δίπλα να με πάρει. Ο Καραϊσκάκης θα γίνει πιο τρανός από μένα. Κι αν πέσεις πιο αργά από μένα εσύ ορέ Χασιώτη να τον θυμάσαι αυτό το λόγο μου.
Και αλήθεια ο γιος της καλόγριας είχε πρωτοβγεί δώδεκα χρονώ.
Ήτανε τότε πολύ αδύνατο σκαρί, πετσί και κόκκαλο, αλλά σπιθοβολιά γιομάτο ∙ καχεκτικό από ορφανιά, πείνα, πονεμένο κι άγρυπνο. Του αρματωλού του Καραΐσκου φύτρο γερό κι ατίθασου. Οι τσελιγκάδες το ποτίζανε μία στάλα γάλα. Που να ήξερε η ερμοκαλόγρια, σαν τι τρανή αξία και τιμή χάριζε με το Γιώργο της στο υπόδουλο έθνος.
Σιγά σιγά μεγάλωνε και γοργοστρατούλιζε σε πλαγιές και κορυφές, πλάι σε σκυλιά και κοπαδομαζώματα.
Θυμόταν τους κατσικόδρομους στην Καλιακούδα, δάση και βρύσες, λημέρια και τ’ αγραφιώτικα μονοπάτια.Κείνη την αυγή στη Χελιδόνα την κορφή, είχε ανέβει με την ψυχή στα δόντια. Έτσι βρέθηκε μπροστά στου Κατσαντώνη το μετερίζι.
Ο ήλιος αντιλάμπισε και στα μάτια του τα φλωροκαπνισμένα τσαπράζια του καπετάνιου…
Κι ο Καραϊσκάκης θαμπωμένος, ξαπόμεινε σα το ζαρκάδι μπροστά στον κυνηγό του.
Ο Κατσαντώνης σύστησε στο Χασιώτη να τονέ φροντίσει. Εκείνος τον πήγε εκεί που λημέριαζαν οι άλλοι….
- Τί γυρεύεις ορέ γύφτο μονάχος εδώ πάνω; Για ζύγωσε για να σε ιδούμε πιο καλά, μη σκιάζεσαι από μας.
Του πρότεινε ο Μπέλης που ήτανε από τα χρόνια πιο μεγάλος.
- Είμαι ο Γιώργο Καραΐσκος ορφανός, δραπέτης του Πασά. Με παίρνει ο καπετάνιος κοντά στον νταϊφά. Θέλω να σφάξω Τούρκους.
Του απάντησε ο Καραϊσκάκης.
- Έννοια σου και θα σε βγάλουμε ξεφτέρι.
Του λέει ο Μπουκουβάλας.
- Άιντε Γιωργάκη μου θα σε μάθω γω να πολεμάς, του βεβαιώνει ο Μπελούσης.
- Έλα Γιώργο να σου δώσω τυρί, κρομύδι και ψωμί να φας γιατί σε λίγωσε η πείνα, του πρότεινε ο θεριακωμένος Λεπενιώτης με συμπάθεια.
Ο Καραϊσκάκης ένιωσε απερίγραπτη χαρά. Όλοι οι Κατσαντωναίοι τον συμπαθούσαν, καθώς ήταν έξυπνος, σβέλτος και αστείος ∙ και πιο πολύ τον είχε αγαπήσει ο καπετάνιος.
Ο Γιώργος πήγαινε πρόθυμα όπου του παραγγέλνανε. Του έδωσαν ένα τούρκικο ντουφέκι σισανέ, που το είχαν περίσσιο λάφυρο.
Άρχισαν γύρω τριγύρω σε κατηφόρες και κακοτοπιές να τον καλογυμνάζουν όλοι ∙ και ξέχωρα ο Χασιώτης.
Όλοι τον θαυμάζανε, που ’χε ψυχή και νου για πόλεμο, νιο παλικαράκι, περήφανο και υπάκουο σε όλους.
- Μπρέβο Γιωργάκη τσιοβαΐρι μου!
Τον εξυμνούσε ο Κατσαντώνης.
Πέρασε λίγος καιρός….. Κι έγινε του Καραΐσκου ο νόθος γιος το πιο γερό κλεφτόπουλο, κοντά στον Κατσαντώνη.
Κοίταζε τον καπετάνιο που ήτανε θεριομάνης τουρκοφάγος πάσχιζε να τον μιμείται, να του μοιάζει!
Ένα πρωί σε τζουμερκιώτικη κορφή, τον είχανε βιγλάτορα πάνω σε καραούλι. Η ψυχή του Κατσαντώνη παρεκεί αγαλλίαζε, να τον ακούει να τραγουδάει :
Έβγα μανούλαμ’ να με δεις και να με καμαρώσεις, το πώς γυαλιζ’ η πάλα μου και λάμπουν τ’ άρματα μου, για να τρομάξω την Τουρκιά και τους ντερβεναγάδες.
Και το άλλο : Ενύχτωσε και βράδιασε, πάει και τούτ’ η μέρα και σήμερα δε ρίξαμε ντουφέκι για φοβέρα. Έχω φτερά σταυραϊτού ποδάρια από ζαρκάδι, και βγαίνω πρώτος στο τρεξιό και πρώτος στο σημάδι.