Της Ειρήνης Καρατάσιου |
Τα τελευταία χρόνια, πραγματοποιείται έντονη συζήτηση σχετικά με την αναγκαιότητα της διάσωσης και διάδοσης της παράδοσής μας, και ιδίως της Σαρακατσάνικης. Οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι σήμερα, αν όχι όλοι, εμφανίζονται πρόθυμοι να συνδράμουν στην προσπάθεια αυτή. Όμως, για να διατυπωθεί κάτι, πρέπει απαραιτήτως να το γνωρίζουμε και ορθά, χωρίς διαστρεβλώσεις και αλλοιώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, η μόνη αδιαμφισβήτητη πηγή γνώσης είναι η εν ζωή Σαρακατσάνοι γέροντες με τα βιώματά τους. Μια πηγή που δεν πρέπει να παραμείνει ανεκμετάλλευτη.
Στο πλαίσιο αυτό, συνάντησα τον Σαρακατσάνο γέροντα κο. Χρήστο Χρόνη ή όπως ο ίδιος επιθυμεί να τον αποκαλούμε, τον μπάρμπα – Χρήστο, για να μου εξιστορήσει κάποια από τα βιώματά του. Συναντηθήκαμε λοιπόν, στο σπίτι του, στην Ν. Ιωνία Βόλου, όπου με τη σύζυγο του κα. Στέλλα με καλοδέχτηκαν, με έκαναν να νιώθω οικεία και πολύ πρόθυμα απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις.
Ο μπάρμπα – Χρήστος γεννήθηκε το 1931, στο Σέλι του Ν. Ημαθίας από Σαρακατσάνους γονείς. Ο πατέρας του ήταν τσέλιγκας και διέθετε κτήμα στο Γραμματικό Βέροιας, ενώ η μητέρα του ήταν από τους Γαταίους από την περιοχή του Βελεστίνου Μαγνησίας. Οπότε, το χειμώνα κατοικούσαν στην περιοχή του Βελεστίνου και το καλοκαίρι μετακινούνταν στο Γραμματικό. Είναι λοιπόν, από τους λίγους εναπομείναντες Σαρακατσάνους που βίωσαν το νομαδικό βίο και έζησε σε καλύβι. Μάλιστα, κατά την περιγραφή του για το νομαδικό βίο των Σαρακατσάνων, στάθηκε ιδιαίτερα στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Την ταλαιπωρία του ποδαρόδρομου επί δεκαπέντε ημέρες από τα χειμαδιά προς το τσελιγκάτο και το αντίστροφο, το γεγονός ότι ξεκουράζονταν μόνο κάθε βράδυ όπου ήταν εφικτό να σταματήσουν και ο χώρος προσφέρονταν τόσο για τις ανάγκες των οικογενειών, όσο και των ζώων, και κυρίως τον «αγώνα» των γυναικών καθόλη αυτή τη διαδικασία. Από τα λεγόμενα του διέκρινα ότι εκτιμούσε ιδιαίτερα τις Σαρακατσάνες για το δυναμισμό τους, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες του βίου τους. Σε ηλικία μόλις 10 ετών έχασε τον πατέρα του. Συγκινημένος ανέφερε «τον σκότωσαν οι αντάρτες και μας πήραν τα πρόβατα». Σταμάτησαν λοιπόν να μετακινούνται περίπου το 1953 – 54, όπου και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Βελεστίνου και ασχολήθηκαν για λόγους επιβίωσης με τη γεωργία. Σαν ανήσυχο πνεύμα που ήταν, η γεωργία ως επάγγελμα δεν τον ικανοποιούσε και σύντομα αναζήτησε εργασία στην Αβερόφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν, εργάστηκε στον ΟΣΕ. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Βασίλη και τον Αποστόλη, τα οποία του χάρισαν εγγόνια και σαν περήφανος παππούς αναφέρεται συνεχώς σε αυτά και καμαρώνει. Με τη σύζυγό του την κα. Στέλλα, Σαρακατσάνα από την πλευρά της μητέρας της και καταγωγή από την Αγιά Λάρισας, παντρεύτηκε το 1953 με το πατροπαράδοτο προξενιό.
Στο σημείο αυτό, του ανέφερα μια σύντομη ιστορία που άκουσα από συγγενικό του πρόσωπο και του ζήτησα να επιβεβαιώσει ή όχι την εγκυρότητά της. Του μετέφερα συγκεκριμένα: «Ο μπάρμπα – Χρήστος ήταν αγράμματος. Μια μέρα περίμενε το τρένο στο σταθμό του Αερινού και όταν αυτό σταμάτησε, ζήτησε από το σιδηροδρομικό υπάλληλο να του δώσει εάν έχει μια εφημερίδα να διαβάσει και εάν υπάρχει δουλειά και γι’ αυτόν. Ένας συγγενής του που ήταν κοντά και τον άκουσε, τον ρώτησε τι ήθελε την εφημερίδα αφού δεν γνώριζε γράμματα». Στο άκουσμα αυτής της ιστορίας ο μπάρμπα – Χρήστος χαμογέλασε, την επιβεβαίωσε και πρόσθεσε: «Δεν ήξερα γράμματα. Δεν πήγα ούτε μια ημέρα στο σχολείο. Πήρα ένα βιβλίο με το αλφάβητο και μόνο μου άρχισα να μαθαίνω να γράφω ένα – ένα τα γράμματα και να διαβάζω. Και είναι τιμή μου, που εγώ που δεν είχα τη δυνατότητα να μορφωθώ όπως πραγματικά θα ήθελα, εκπροσώπησα την Π.Ο.Σ.Σ. στο ξενοδοχείο Χίλτον, παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επίσης, είμαι περήφανος που διατηρούσα αδελφική φιλία με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Θα σου πω και ένα περιστατικό. Με τον αείμνηστο αρχιεπίσκοπο είχαμε τόσο στενή φιλία, που είχαμε πάει μαζί και εκδρομή στα Ιεροσόλυμα. Πήγαμε μαζί και στο όρος Σινά και για να ανέβει πιο εύκολα του έδωσα και μια γκλίτσα και τη χρησιμοποίησε».
Στη συνέχεια, η συζήτηση πέρασε στους Σαρακατσάνους της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα στον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα τους.
Ερώτηση: Η Θεσσαλία αποτελεί μια γεωγραφική περιοχή όπου είναι συγκεντρωμένος μεγάλος όγκος Σαρακατσάνων, ακόμη και σήμερα. Μπορείτε να μας αναφέρεται κάποια χαρακτηριστικά επίθετα Σαρακατσάνων της Θεσσαλίας;
Απάντηση: Η αλήθεια είναι ότι στη Θεσσαλία, ένα από τα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού είναι Σαρακατσάνοι. Να αναφέρω τους Πολυζαίους, τους Γαταίους, τους Κοκκαλαίους, τους Μαλαμουλαίους, τους Γιαννακαίους, τους Πριτζαίους, τους Σουρλαίους, τους Μπλετσαίους και είναι και πολλοί άλλοι, να με συγχωρήσουν αν ξεχνάω.
Ερώτηση: Αφού αναφερθήκατε στις περιοχές που πήγαιναν το καλοκαίρι, θα αναφέρετε που μετακινούνταν κατά κύριο λόγο τα καλοκαίρια οι Θεσσαλοί Σαρακατσάνοι;
Απάντηση: Βεβαίως. Βασικά, το 85% περίπου των Σαρακατσάνων της Θεσσαλίας μετακινούνταν στο Βέρμιο. Απ’ όσο θυμάμαι, την περίοδο 1940 – 1955, στο Βέρμιο υπήρχαν 45 Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα κα περίπου 480000 αιγοπρόβατα. Μάλιστα, κάθε τσελιγκάτο είχε το γαλατά του. Έπειτα, το 10% περίπου μετακινούνταν στη Γράμμουστα και ελάχιστοι στο Καϊμακτσαλάν. Ενώ, κάποιοι λιγοστοί Σαρακατσάνοι, κυρίως από το Ν. Τρικάλων μετακινούνταν στην ευρύτερη περιοχή του Περτουλίου.
Ερώτηση: Στη Θεσσαλία όμως, υπάρχουν και πολλά αμιγώς Σαρακατσάνικα χωριά και κάποια που το μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων τους είναι Σαρακατσάνοι. Θυμάστε κάποια από αυτά, ώστε να μας τα αναφέρετε;
Απάντηση: Βεβαίως και θυμάμαι. Από το 1954 και έπειτα, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε χωριά και έπαψαν να μετακινούνται, εδώ στη Θεσσαλία δημιουργήθηκαν πολλά «Σαρακατσανοχώρια». Ενδεικτικά θα αναφερθώ στο Καστρί Αγιάς, στο Κουκλόμπασι (Καστράκι Φαρσάλων), στο Αλχανί (Θετίδιο Φαρσάλων), στο Σουπλί (Αγία Τριάδα Φαρσάλων), στο Κιοτίκι (Φυλάκι Αλμυρού), στο Γκιζέκι και την Κοκκίνα Αλμυρού, γενικά στον Αλμυρό υπάρχουν πολλοί Σαρακατσάνοι, στον Άγιο Γεώργιο, στη Ροδιά Αμπελώνα κ.λ.π.
Ερώτηση: Στο σημείο αυτό όμως, θα μας αναφέρετε σκηνές, ήθη και έθιμα από τη ζωή των Σαρακατσάνων εδώ στη Θεσσαλία; Ότι επιθυμείτε εσείς περιγράψτε μας.
Απάντηση: Λοιπόν, η ζωή μας ήταν χωρισμένη σε δύο από τις εποχές του χρόνου. Το χειμώνα και το καλοκαίρι. Το χειμώνα αναγκαστικά κατεβαίναμε στα χειμαδιά και προσμέναμε πότε θα φτάσει ο καιρός να ανηφορίσουμε για τα βουνά. Το καλοκαίρι ζούσαμε στα βουνά και ήταν και αυτό που επιθυμούσαμε. Μπορεί όπως τα λέω να ακούγονται ωραία και ήταν πράγματι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις αντικειμενικές δυσκολίες που είχε αυτός ο τρόπος ζωής. Οι δύο αγαπημένοι μας άγιοι ήταν ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Γεώργιος. Του Αγίου Δημητρίου ξεκινούσαμε από τα βουνά για να κατέβουμε στα χειμαδιά και του Αγίου Γεωργίου το αντίστροφο. Οι δύο αυτές εορτές λοιπόν ήταν σημαντικές για τη ζωή μας.
Θα σου πω και για το προξενιό και για το γάμο, με αφορμή το προπέρσινο Αντάμωμα. Πάνω – κάτω, όλοι οι Σαρακατσάνοι, Μωραΐτες, Κασσανδρινοί, Πολίτες, Ηπειρώτες κ.λ.π. έχουμε τα ίδια έθιμα κατά βάση, αλλά ανάλογα με την περιοχή διαφοροποιούνται λίγο. Εγώ θα σου πω ότι έχω ακούσει από τους παλαιότερους και ότι έζησα και γνώρισα, εδώ στην περιοχή μας. Θα αναφερθώ περίπου στο 1935 – 37 και εάν ξεχνάω κάτι, ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες μας, φταίει η ηλικία (γελώντας). Πως γίνονταν λοιπόν το προξενιό… Αρχικά, μάθαιναν τη «σειρά» της κάθε οικογένειας. Ας μην γνώριζαν το άτομο (νύφη ή γαμπρό), εάν ήταν από καλή οικογένεια, με ηθική και αρχές, αυτομάτως αποκτούσε και αυτό καλή φήμη και το αντίστροφο. Συνήθως, έστελναν την υποψήφια νύφη για νερό με τη βαρέλα στη βρύση, με τη συνοδεία είτε των μεγαλύτερων κοριτσιών της οικογένειας, είτε με τις συζύγους των αδερφών της. «Συμπτωματικά», εκείνη την ώρα από τη βρύση περνούσε και ο υποψήφιος γαμπρός με τον πατέρα του. Συνήθως, ο υποψήφιος πεθερός της ζητούσε νερό για να πιουν. Αυτό γίνονταν ώστε να δούνε την υποψήφια νύφη και να έχουν τη δυνατότητα να καταλάβουν κάπως το χαρακτήρα της, από τον τρόπο συμπεριφοράς της. Εάν τη θεωρούσαν κατάλληλη, αντάμωναν οι δύο συμπέθεροι και κανόνιζαν την προίκα και τα διαδικαστικά. Μετά από είκοσι περίπου ημέρες, πήγαινε ο γαμπρός και το σόι του στη νύφη για να γίνουν οι αρραβώνες. Τους μαντήλωναν και άλλαζαν δαχτυλίδια. Η κουμπαριά γίνονταν από το σόι του γαμπρού. Από την Παρασκευή ανάπιαναν τα «προζύμια» και έφτιαχναν κουλούρες. Κάθε καλεσμένη οικογένεια πήγαινε δώρο ένα αρνί και μια κουλούρα. Μετά το γάμο, αν ο γαμπρός ήταν πρωτότοκος της οικογένειας ζούσαν όλοι μαζί. Η γυναίκα από τη στιγμή που παντρεύονταν ξεχνούσε το όνομα της και την αποκαλούσαν με το όνομα του ανδρός της. Τα πεθερικά της την αποκαλούσαν μια ζωή «νύφη» και εκείνη την πεθερά και τις μεγαλύτερες νύφες της οικογένειας «κυρά». Τα αδέρφια του άνδρα της «αφέντη». Ήταν ένδειξη σεβασμού και υπακοής. Γενικά, η γυναίκα στο σπίτι δεν είχε ιδιαίτερο «λόγο». Ας πούμε ότι επικεφαλής της οικογένειας ήταν τα πεθερικά. Να τονίσω εδώ ότι, εάν οι νύφες ήταν «καλές», ο πεθερός καμάρωνε.
Ερώτηση: Να σας διακόψω στο σημείο αυτό, καθώς έχω μια απορία. Φλάμπουρα έφτιαχναν;
Απάντηση: Όχι. Εμείς φλάμπουρα δεν είχαμε. Τον φλάμπουρα η Θεσσαλία τον «γνώρισε» τα τελευταία εξήντα χρόνια περίπου.
Ερώτηση: Μήπως μπορείτε να περιγράψετε κάποιο Σαρακατσάνικο γάμο στον οποίο συμμετείχατε, ώστε να γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες της διαδικασίας;
Απάντηση: θα σου πω μια αληθινή ιστορία, ένα αστείο περιστατικό. Θα σας διηγηθώ την ιστορία χωρίς να αναφέρω ονόματα, ώστε να μην εκθέσω πρόσωπα. Το 1953 στο Κουζλούκι έπρεπε να τελεσθεί ο γάμος ενός ζευγαριού Σαρακατσάνων. Βρήκαν λοιπόν, ένα συνταξιούχο ιερέα Ποντιακής καταγωγής και μόλις του εξήγησαν ότι δεν είχαν έτοιμα όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την τέλεση του μυστηρίου, αλλά ο γάμος έπρεπε να γίνει άμεσα, εκείνος αρνήθηκε να τους στεφανώσει φοβούμενος τον Μητροπολίτη. Το ίδιο συνέβη και με τον δεύτερο ιερέα. Οπότε, μόλις εντόπισαν έναν τρίτο ιερέα, επίσης Ποντιακής καταγωγής, του είπαν να τελέσει το μυστήριο και κατόπιν θα του έδιναν και τα απαραίτητα έγγραφα. Έτσι και έγινε. Μόλις όμως έγινε ο γάμος και ο ιερέας ζήτησε τα έγγραφα άρχισαν οι Σαρακατσαναίοι να ψάχνονται μεταξύ τους «που να είναι άραγε τα χαρτιά». Κατόπιν, μάλωναν τις γυναίκες για να δικαιολογηθούν για τα έγγραφα που δεν είχαν ετοιμάσει λέγοντας πως από την ανευθυνότητά τους, τα «έφαγε το γομάρι» και έκαναν πως το χτυπούσαν… Από την άλλη ο ιερέας στεναχωριόταν και έλεγε «Τον αφορισμένον τον γάϊδαρον έφαγεν τα χαρτία…Ντόνα λέω τώρα στο Δεσπότη;» (Έντονα γέλια).
Ερώτηση: Στο σημείο αυτό, θα ήθελα η συζήτησή μας να περιστραφεί γύρω από τη σχέση των Σαρακατσάνων με την πατρίδα και τους αγώνες τους για το έθνος, αν φυσικά το επιθυμείτε.
Απάντηση: Δεν θα έπρεπε ούτε καν να με ρωτήσεις αν το επιθυμώ. Το θεωρώ χρέος μου να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα. Ο Σαρακατσάνος είναι Έλληνας και Ορθόδοξος! Οι Σαρακατσάνοι δεν υποτάχτηκαν στον Τουρκικό ζυγό. Μπορεί να επιβίωσαν δύσκολα. Να έζησαν ξυπόλητοι, νηστικοί και ξεζάρκωτοι. Πρόσφεραν όμως τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στον σκλαβωμένο γένος μας. Και δεν είναι λίγοι φυσικά οι Σαρακατσάνοι καπεταναίοι και αρματολοί.
Ερώτηση: Όλα αυτά, για τη συμμετοχή των Σαρακατσάνων στα προεπαναστατικά χρόνια, αλλά και κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από τον Τουρκικό ζυγό, είναι γνωστά στους νέους, καθώς έχουν γραφτεί αρκετά βιβλία. Θα ήθελα όμως να μου μιλήσετε για το «Έπος του ‘40» και τον εμφύλιο. Ένα θέμα για το οποίο πολλοί διστάζουν να αναφερθούν, αν και εμείς οι νεότεροι έχουμε ακούσει αρκετά από τους παππούδες μας. Θα μας αναφέρετε λοιπόν, πιθανόν και κάποια βιώματά σας;
Απάντηση: Στις 27 Οκτωβρίου 1940, ξημερώματα 28ης ειπώθηκε το ιστορικό «ΟΧΙ». Ξεκινά με άλλα λόγια ο πόλεμος, με τις ιταλικές δυνάμεις να απειλούν τη χώρα μας. Αυτό που θυμάμαι έντονα και δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ είναι το 1ο Ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού. «Ελληνικέ λαέ από την 5η πρωινή της σήμερον προσβάλλονται τα πάτρια εδάφη μας. Οι ένοπλες δυνάμεις αμύνονται λυσσαλέα…» (διακοπή λόγω συγκίνησης). Τι να σου πρωτοπεριγράψω; Οι Έλληνες στρατιώτες ξεκίνησαν για το μέτωπο με χαρά. Πήγαιναν να αμυνθούν υπέρ πατρίδος! Γιατί «πατρίδα» είναι η οικογένεια, το σπίτι, οι φίλοι, οι συγγενείς, το χώμα που πατάμε, τα μέρη απ’ όπου έχουμε αναμνήσεις. Ήταν όλοι Έλληνες τότε, αδέλφια, με κοινό σκοπό. Θα σου εξηγήσω αργότερα γιατί το λέω αυτό. Θέλω όμως να αναφέρω στο σημείο αυτό, γιατί τους το οφείλω, τους ιστορικούς στρατηγούς Δημήτριο Ιατρίδη, Θεμιστοκλή Κετσέα και Θρασύβουλο Τσακαλωτό. Φυσικά, να μην ξεχάσω τον στρατηγό Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, που έγραψε λαμπρές σελίδες στην ιστορία μας. Ο αγώνας των Ελλήνων ήταν αξιέπαινος! Ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίστον Τσώρτσιλ επευφημούσε τους Έλληνες. Ποιος θα ξεχάσει τη φράση του «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες»;
Φυσικά και οι Σαρακατσάνοι συμμετείχαν ενεργά στον πόλεμο. Πολλοί, αν όχι όλοι οι Σαρακατσάνοι της Θεσσαλίας πολέμησαν. Αναλυτικά τα ονόματα και τα κατορθώματά τους, τα αναφέρει στο βιβλίο του για το 1940 ο Παναγιώτης Λιούπης από το Καστράκι (Κουκλόμπασι) Φαρσάλων. Εγώ οφείλω να αναφερθώ σε κάποια θύματα (ενδεικτικά). Βασίλειος Χρόνης, Γεώργιος Καψάλης, Αθανάσιος Δαλακούρας και Δημήτρης Χορταργιάς.
Επίσης, να μην ξεχάσω να σου πω ότι οι Έλληνες στρατιώτες πριν τη μάχη πάντοτε προσεύχονταν και κάποιες φορές έλεγαν τον Ακάθιστο Ύμνο. Η πίστη τους έδινε δύναμη!
Θα αναφέρω και ένα περιστατικό. Το 1943 στην κατοχή, μια Γαλλίδα δημοσιογράφος εγκλωβίστηκε στο Βέρμιο. Οι Σαρακατσάνοι την περιέθαλψαν και της έδωσαν προς κάλυψη Σαρακατσάνικα ρούχα να φοράει. Μια μέρα είδε ένα ζευγάρι Σαρακατσαναίων, ο άνδρας μπροστά με το άλογο και πίσω του ακολουθούσε πεζή και ζαλικωμένη η γυναίκα του, θηλάζοντας το μωρό. Η δημοσιογράφος τον κατέκρινε για τη συμπεριφορά του. Τον επόμενο χρόνο, η άποψη της άλλαξε ριζικά και τον επευφημούσε όταν είδε τη γυναίκα πάνω στο άλογο και τον άνδρα να ακολουθεί. Όμως, όταν του έδωσε τα συγχαρητήρια για την αλλαγή της συμπεριφοράς του κατά 360ο, εκείνος της απάντησε πως δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά, αφού μπροστά υπήρχαν νάρκες (γέλια).
Ερώτηση: Στο σημείο αυτό, θα θέλατε να αναφερθείτε στον εμφύλιο, που τόσο έντονα έζησε η Θεσσαλία;
Απάντηση: Ο εμφύλιος ήταν η καταστροφή της Ελλάδας. Πραγματική αδελφοκτονία. Αδερφός εναντίον αδερφού. (Διακοπή λόγω έντονης συγκίνησης). Τα χωριά της Θεσσαλίας έζησαν πολύ άσχημες καταστάσεις. Τι μου θυμίζεις… Αυτό ακριβώς είναι που θέλω να θυμούνται από εμένα, ένα γέροντα Σαρακατσάνο, τα νέα παιδιά. Ότι δηλαδή, όσο διαφορετικές απόψεις και αν έχουμε, ότι και αν μας χωρίζει, είμαστε Έλληνες! Είναι αυτό που σου είπα προηγουμένως πως θα σου εξηγήσω… Στην αρχή, υπό την απειλή των ξένων υπήρχαν μόνο Έλληνες, αδελφωμένοι. Μετά όμως… Δεν θέλω να τα θυμάμαι… (Διακοπή, καθώς ο μπάρμπα – Χρήστος έκλαιγε από συγκίνηση).
Ερώτηση: Επειδή η ατμόσφαιρα είναι κάπως βαριά και σκοπός μου δεν ήταν να σας στεναχωρήσω, ας αλλάξουμε θέμα. Καιρός να αναφερθούμε στη δράση σας στο οργανωμένο πολιτιστικό κίνημα των Σαρακατσάνων.
Απάντηση: Ασχολούμαι ενεργά με την παράδοσή μας 43 χρόνια. Ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων Ν. Μαγνησίας είναι από τους πρώτους που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, δημιουργήθηκε το 1962 μαζί με το Σύλλογο της Λάρισας, σαν Σύλλογος Σαρακατσαναίων Ν. Λάρισας και Μαγνησίας «Ο Κατσαντώνης», με πρωτοβουλία του κ. Νικόλαου Κατσαρού. Εδώ πρέπει να επισημάνω ότι όλα ξεκίνησαν εξαιτίας του, σύλλογοι, Ομοσπονδία, βιβλία, κλπ. Στην πορεία οι δύο σύλλογοι διαχωριστήκαν για τεχνικούς λόγους. Στο Σύλλογο Σαρακατσαναίων Ν. Μαγνησίας έχω την τιμή να είμαι Επίτιμος Πρόεδρος. Το 1986 εκλέχθηκα πρώτη φορά πρόεδρος του συλλόγου και τον υπηρέτησα από αυτή τη θέση για οχτώ χρόνια. Σε άψογη συνεργασία με τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. και τη στήριξη των Σαρακατσάνων του νομού ενοικιάσαμε ένα χώρο για τη στέγαση των γραφείων, φτιάξαμε φορεσιές και τον προβάλαμε ανά την Ελλάδα. Είχαμε κατορθώσει να έχουμε ένα δυνατό σύλλογο και τελειώνοντας η θητεία μας αφήσαμε στο ταμείο του, το αξιοσέβαστο ποσό του 1500000δρχ.
Έπειτα, υπήρξα εκπρόσωπος του συλλόγου στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων (Π.Ο.Σ.Σ.). Εκλέχθηκα στο ΔΣ της δύο φορές. Τη δεύτερη μάλιστα μετά από την πίεση και την παρότρυνση των υπολοίπων επειδή συγκέντρωσα τους περισσότερους ψήφους και κανονικά θα έπρεπε να γίνω πρόεδρος ενώ δεν ήθελα, με εξέλεξαν αντιπρόεδρο. Στην Π.Ο.Σ.Σ. όσοι συμμετείχαμε, κάναμε πιστεύω σημαντικό έργο. Ενδεικτικά αναφέρω την αγορά του οικήματος όπου σήμερα στεγάζετε η Π.Ο.Σ.Σ. υπό την προεδρία του κ. Κυργιάννη (εγώ τότε ήμουν αντιπρόεδρος). Τη διοργάνωση του Πανελληνίου Ανταμώματος στα λιβάδια Περτουλίου του Ν. Τρικάλων, υπό την προεδρία του κ. Θεόδωρου Γιαννιώτη. Να επισημάνω εδώ (γιατί πολλά ακούγονται τελευταία) ότι, το Αντάμωμα είναι πλέον ο σημαντικότερος θεσμός μας, μας έκανε γνωστούς. Δεν αλλάζει περιοχή. Και αν τα αποτελέσματα από την προσέλευση του κόσμου δεν είναι τα επιθυμητά, ευθύνεται η οικονομική κατάσταση και όχι η περιοχή. Επίσης, στήσαμε τον ανδριάντα του Κατσαντώνη στα Ιωάννινα, παρά την αρνητική στάση του τότε δημάρχου της πόλης. Για τη δημιουργία του συγκεντρώσαμε χρήματα με μία εκδήλωση στην Αθήνα και μία στο Παλέ ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης, όπου εγώ μίλησα για τη ζωή και τη δράση του Κατσαντώνη. Γενικά, την Π.Ο.Σ.Σ. την υπηρέτησαν άνθρωποι με σημαντικό έργο και γι αυτό δεν πρέπει να παραλείψω να αναφέρω τον κ. Δημήτριο Κατσαρό και τον αείμνηστο πλέον κ. Κωνσταντίνο Μόσχο.
Αυτό όμως που θυμάμαι και με συγκινεί από τη θητεία μου στην Π.Ο.Σ.Σ. είναι η επίσκεψη μου στους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας. Τους Έλληνες Σαρακατσάνους, που επειδή έκλεισαν τα σύνορα έμειναν στη Βουλγαρία και διατήρησαν αναλλοίωτη την παράδοσή μας. Επισκέφθηκα το Σλίβεν για το Αντάμωμά τους και όλα τα χωριά στα οποία διέμεναν Σαρακατσαναίοι.
Τέλος, θέλω να αναφερθώ και στον νυν πρόεδρο της Ομοσπονδίας τον κ. Γεώργιο Μουτσιάνα και στον στενό του συνεργάτη τον κ. Αθανάσιο Καρυώτη, που επιτελούν σημαντικό έργο. Τον πρόεδρο τον γνωρίζω από τη θητεία μου στο Δ.Σ. της Π.Ο.Σ.Σ. (συνολικά 33 χρόνια), όπου ήταν γραμματέας (σαν πρόεδρος του Σ.Σ. Φοιτητών Θεσσαλονίκης «Ο Λεπενιώτης»). Από τότε είχα προβλέψει ότι το πάθος του για την παράδοση μια μέρα θα τον οδηγούσε στην προεδρία της Ομοσπονδίας. Τον γνωρίζω τόσο καλά, που να σκεφτείς μόνο που δεν τον γέννησα και δεν τον φάσκιωσα! (Δυνατά γέλια).
Ερώτηση: Πως βλέπετε τη λειτουργία της Π.Ο.Σ.Σ. και των συλλόγων, σήμερα;
Απάντηση: Την ίδια ερώτηση μου έκανε πριν χρόνια στο Αντάμωμα και ο κ. Θεόδωρος Γιαννιώτης (γελώντας). Τότε του είχα απαντήσει πως η ερώτησή του ήταν πολύ σοβαρή και πως μετά από 15 χρόνια, η δράση τους θα ατονήσει. Δυστυχώς, επαληθεύθηκα. Γι αυτό, ως γεροντότερος θα ήθελα να συμβουλεύσω τους νεότερους, που διοικούν τους συλλόγους να μην είναι αλαζόνες και να συμβουλεύονται τους μεγαλύτερους και τους ανθρώπους που έχουν ιστορία στο Σαρακατσάνικο. Σήμερα, τα μέλη των Δ.Σ. έχουν πολλές γνώσεις, αλλά και οι μεγαλύτεροι έχουν πείρα. Συνεργασία λοιπόν για το κοινό καλό, για το καλό της παράδοσής μας.
Κλείνοντας, θέλω να δηλώσω ότι είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που στο Σύλλογο Σαρακατσαναίων Ν. Μαγνησίας υπάρχουν στο ΔΣ μόνο νέα παιδιά, που δουλεύουν σκληρά για το σύλλογο και θέλω να τα ευχαριστήσω γι αυτή την προσπάθειά τους.
Λίγα λόγια από το Δ.Σ. του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Ν. Μαγνησίας:
Ο μπάρμπα - Χρήστος Χρόνης αποτελεί μια εμβληματική μορφή τόσο για τον Σύλλογο Σαρακατσαναίων Ν. Μαγνησίας και τα μέλη του, αλλά και όλους τους Σαρακατσάνους ανά την Ελλάδα. Η προσφορά και η συμβολή του στη διάσωση και διατήρηση της Σαρακατσάνικης Παράδοσης υπήρξε και συνεχίζει να είναι καθοριστικής σημασίας. Επίσης είναι ο άνθρωπος που ενέπνευσε πολλούς νέους Σαρακατσάνους να ενασχοληθούν με την παράδοση, θυμίζοντας σε όλους τους πολλούς λόγους που πρέπει κανείς να αισθάνεται υπερήφανος που είναι Σαρακατσάνος.
Τον ευχαριστούμε!