|
Συνήθως εγώ δεν γράφω, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω για τους νέους. Και αυτό, διότι παρατηρώ πως συνεχώς και ολοένα κάνουν μεγάλο αγώνα. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι στο χορό του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης «Ο ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ» ήταν 1.500 άτομα.
Κατά την άποψή μου, ο κόσμος αναγνωρίζει την προσπάθεια της νεολαίας μας και πράγματι είναι κοντά σε αυτήν. Παρόλη την δύσκολη σημερινή κατάσταση και την κρίση, οι Σαρακατσαναίοι δεν το βάζουν κάτω και είναι συνεχώς στο πλευρό της νεολαίας.
Στις 29 Νοεμβρίου 2014, ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης «Ο ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ» είχε το χορό για την βράβευση των πρωτοετών φοιτητών, στους οποίους εύχομαι ολόψυχα καλές σπουδές. Ο Πρόεδρος του Συλλόγου αυτού μου χάρισε ένα περιοδικό με τίτλο «Τα δρώμενα των Σαρακατσαναίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης», το οποίο είναι ένα τεύχος καλοπροσεγμένο και με πλούσια θέματα. Σε αυτήν τους την προσπάθεια τους συγχαίρω, διότι είναι σημαντικό να ασχολούνται οι νέοι άνθρωποι και να γράφουν για τις ρίζες μας.
Με μεγάλη προσοχή το διάβασα, όπως όλα τα περιοδικά και τις εφημερίδες των Σαρακατσαναίων. Βεβαίως, μου έκανε εντύπωση σε ένα κείμενο που γράφουν οι φοιτήτριες Μαγδαλινή Δ. Βλαδίτση, Ολυμπία Χ. Γαρέφη και Ευδοκία Δ. Μπρούσα: «Πουλές βουλές οι Σαρακατσάνοι στα β’να φιλοξέναγαν οικογένειες φίλων… εικειό το καλοκαίρι… ντηριώνταν να τσ’ πουν…» κλπ. Έτσι, θέλω να πω ότι όταν τα παιδιά γράφουν λέξεις της παραδοσιακής Σαρακατσάνικης λαλιάς ομορφαίνει όλο το περιοδικό.
Παιδιά συνεχίστε έτσι.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τον Θεόδωρο Γιαννιώτη, τον οποίον σέβομαι και εκτιμώ ιδιαίτερα. Αφού μιλήσαμε αρκετή ώρα, και μην φανταστείτε ότι λέγαμε τίποτα άλλο, παρά μόνον για τους Σαρακατσάνους σχολιάσαμε το χορό των φοιτητών με το ωραίο και μεγάλο χορευτικό τους, τραγούδια με το στόμα, με τις περήφανες φορεσιές και με το μεράκι που όλη νύχτα, από τις δέκα το βράδυ ως τις οκτώ το πρωί χορός και σαρακατσάνικο τραγούδι.
Διότι οι νέοι μας δεν πάνε στο χορό για να περάσει απλώς η βραδιά, αλλά το ζουν και το γλεντάνε με την ψυχή τους. Σχολιάσαμε τις δραστηριότητες που κάνει ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης «Ο ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ» και φυσικά και οι άλλοι δύο σύλλογοι των φοιτητών μας, Ιωαννίνων και Αθηνών. Βεβαίως, ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης «Ο ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ» είναι πιο μεγάλος και πρωτοπορεί σε πολλά θέματα.
Ο Θεόδωρος Γιαννιώτης μου λέει: «Μετά από αυτό που έζησα χθες βράδυ Νίκο ξανάνιωσα. Άρα, Νίκο οι κόποι μας δεν πήγαν χαμένοι. Η Σαρακατσάνικη παράδοση είναι σε καλά χέρια.». Συμφωνώ με τα λόγια του αγαπητού Θεόδωρου Γιαννιώτη, διότι η παράδοση είναι όντως σε καλά χέρια. Οι κόποι μας δεν πήγαν χαμένοι. Διότι λόγω της δουλειάς μου έχω άποψη για τους νέους μας, τους ζω από πολύ κοντά. Πράγματι οι νέοι μας είναι μπροστάρηδες, αγαπούν την παράδοση και μπορώ να πω με μεγάλο σεβασμό ακολουθούν τα χνάρια της παράδοσής μας. Όταν τους βλέπω στα γλέντια να κάθονται σταυροπόδι και να τραγουδούν τραγούδια με το στόμα, όπως παλιά, να χορεύουν τα παιδιά το τσάμικο αργά, παλιακά, τα κορίτσια να χορεύουν στα τρία αργά και σεμνά, όπως αρμόζει στο σαρακατσάνικο τραγούδι, τους καμαρώνω και χαίρεται η καρδιά μου.
Διότι ο δικός μου σκοπός και ο δικός μου ρόλος είναι να μεταδώσω σωστά το σαρακατσάνικο τραγούδι στους νέους μας. Έχω υποχρέωση να το κάνω για τους ανθρώπους που μας άφησαν αυτήν την πλούσια κληρονομιά. Όπως έχω ξαναπεί μας άφησαν ένα μεγάλο θησαυρό και φυσικά χρέος μου είναι να το μεταδώσω σωστά στις νέες γενιές. Πρέπει να πω, ότι στο Σύλλογο Σαρακατσαναίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης «Ο ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ» από το 1980 μέχρι και σήμερα δεν έλειπα ποτέ από τους χορούς τους και γι’ αυτό τους ευχαριστώ θερμά.
Στις αρχές του 1980 όταν ξεκίνησα αυτόν τον δύσκολο δρόμο και βγήκα στα πανηγύρια στο Ζαγόρι με τη ζυγιά τότε τα τακούτσια, πολλή γνωστή τότε στο Ζαγόρι έρχονταν Σαρακατσανάκια και μου έλεγαν θέλουμε να χορέψουμε σαρακατσάνικα, αλλά θα μας γελάσουν οι άλλοι «οι ντόπιοι». Εγώ όταν άκουγα αυτά τα λόγια γένομουν «Τούρκος». Υπήρχε μία επιτροπή που ρύθμιζε τη σειρά χορού, έτσι γένονταν τότε και χόρευαν από δύο τραγούδια. Εγώ τους έλεγα ένα παραπάνω, τρία τραγούδια δηλαδή, με κίνδυνο να παρεξηγηθώ, αλλά ο τολμών νικά. Θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά παραδείγματα.
Σήμερα, οι νέοι μας όχι μόνον δεν ντρέπονται, αλλά το χουν καμάρι και είναι περήφανοι που είναι Σαρακατσάνοι. Εδώ, ταιριάζουν οι στίχοι του τραγουδιού που έχω γράψει: «Χαρά μεγάλη γένιται στο όμορφο Περτούλι, για βγάλτε ν’ αγναντέψουμε στο πέρα καραούλι. Έχουνε το αντάμωμα οι Σαρακατσαναίοι. Κρατάν το φλάμπουρα ψηλά οι νέες και οι νέοι. Εδώ ψηλά στα έλατα στα πράσινα λειβάδια. Εδώ χορεύουνε οι νιές, χορεύουν παλικάρια».
« Είμαστι’ αγκβέντιαστοι’ »
Στις 4 Δεκεμβρίου 2014 έφυγε πρόωρα από τη ζωή ένας καλός μου φίλος, ο Κώστας Μόσχος. Τον Κώστα τον γνώρισα πριν 30 χρόνια στη Θεσσαλονίκη στο Σύλλογο φοιτητών. Νεαροί τότε και οι δύο γίναμε φίλοι.
Ο Κώστας δραστήριος νέος έγινε Πρόεδρος στο Σύλλογο Φοιτητών Θεσσαλονίκης και ήταν πάντα μπροστάρης σε όλες τις εκδηλώσεις. Εγώ τους πάντρεψα με την Χριστίνα. Εγώ ήμουν στις βαφτίσεις των παιδιών του, Γιώργου και Αλέξανδρου. Όταν γύριζα την άλλη μέρα, από κάποια από τις δυο βαφτίσεις, με την γυναίκα μου για τα Γιάννενα, μου λέει : «Ορέ σαν γάμος ήταν, αφού σε κάποια στιγμή ξεχάστηκα και έψαχνα να βρω που κάθεται η νύφη με το γαμπρό». Πράγματι ήταν σαν γάμος και τώρα που το σκέφτομαι ο Κώστας δεν έζησε να ευχαριστηθεί στις χαρές των παιδιών του. Τι να κάνουμε αυτά έχει η ζωή.
Όλα αυτά τα χρόνια συνδεθήκαμε οικογενειακά, έχουμε μοιραστεί πολλές χαρές μαζί, Περτούλια, Γυφτόκαμποι, χορούς και πολλά προσωπικά γλέντια. Το 1999 ως Πρόεδρος της Π.Ο.Σ.Σ. ήρθε στο χορό της Αδελφότητας στα Γιάννενα. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Θέλω ένα ξενοδοχείο γιατί θα ‘νάρθω στο χορό». Του απαντάω: «Τα ξενοδοχεία στα Γιάννενα είναι ούλα κλεισμένα, θα να ’ρθεις να μείνς στου κουνάκμ.» Και έτσι έγινε. Ήρθε μαζί με την Χριστίνα από την Παρασκευή στα Γιάννενα, το Σάββατο πήγαμε στο χορό και ξημερώματα της Κυριακής γυρίσαμε στου κουνάκιμ. Θμάμι σαν τώραια έκατσι σταυροπόδι σε μια φλώρα φλοκάτη που ‘χαμαν στρουμένη και μου λέει: « ΦΙΛΕ είχες δίκιο που επέμενες να ‘ρθω στου κουνάκις». Την Κυριακή γιουμάτσαμαν στου κουνάκιμ μαζί με άλλους τρεις καλούς φίλους, τον Χρήστο Ράπτη, τον Σταύρο Μπόνια και τον Λάμπρο Μάστορα. Ο Κώστας πάντα με το χαμόγελο, πάντα με κείνο το ξεχωριστό γέλιο, πάντα κεφάτος για γκβέντα και πες μασλάτια και πες για την ομοσπονδία και πες για τους συλλόγους και πες για τους Σαρακατσαναίους. Ήθελε οι Σαρακατσάνοι να ναι πάντα ψηλά. Όσο μάζωνε η ώρα και τήραγε τ’ ράχη τς Κατάρας μου λέει: «ΦΙΛΕ πρέπει να φύγουμε, γιατί έχουμε στράτα αλαργινή».Και πάλι, όμως ματακάθονταν. Τότες εγώ δεν χασομεράω και πιάνω το τραγούδι: « Ήλιεμ μη γέρνεις γλήγορα, ήλιεμ μη βασιλεύεις, κι το άλογόμ απόστασε και δε μπορεί να φύγει. Η στράτα μ είν’ αλαργυρινή και που θα μείνω απόψι. Ειδώ είν’ η βλαχοκάναγα των Σαρακατσαναίων». Όταν πλησίαζε η ώρα του αποχωρισμού κάπως η καρδιά μας κρύωνε και τα πρόσωπά μας άλλαζαν όψη. Όταν τον ξεκίνησα όξω από το σπίτι μου με χαιρετάει και μου λέει: «Εμείς δεν χορταίνουμε γκβέντα. Τρεις μέρες έχουμε ιδώ και πάλι αγκβέντιαστ’ είμαστε. Καλή αντάμωση.», και τότε γλέπω ένα δάκρυ να κυλάει από τα μάτια του. Ο Κώστας ήταν παραπονιάρης.
Ο Κώστας υπηρέτησε το Σαρακατσάνικο ως Πρόεδρος του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης, ως Πρόεδρος της Ένωσης Σαρακατσαναίων Θεσσαλονίκης και οκτώ ολόκληρα χρόνια ως Πρόεδρος της Π.Ο.Σ.Σ. Είχα την τιμή να υπηρετήσω και εγώ την Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου από το Διοικητικό Συμβούλιο και συγκεκριμένα τη θέση του Ταμία σε δύο θητείες και ως Αντιπρόεδρος σήμερα στο Σύλλογο Σαρακατσαναίων Θεσπρωτίας θέλω να πω κατά την ταπεινή μου γνώμη, ότι όσοι περάσανε από Διοικητικά Συμβούλια είτε στους συλλόγους είτε στην Ομοσπονδία, ιδιαίτερα οι Πρόεδροι των εκάστοτε συλλόγων και της ομοσπονδίας, επειδή τους έχω ζήσει όλους από πολύ κοντά, ξέρω ότι η προσφορά τους ήταν πολύ μεγάλη και σημαντική και όλοι έχουν στερηθεί χρόνο από τις προσωπικές και επαγγελματικές τους υποχρεώσεις και φυσικά έχουν ξοδευτεί και οι ίδιοι. Ο Κώστας ήταν ένας καλός σναφλής, ένας λαγαρός Σαρακατσάνος, ένας καλός οικογενειάρχης, ένας επιτυχημένος στο χώρο της εργασίας του και όπου πέρασε άφησε έργο.
Τα τραγούδια που ήθελε να ακούει από μένα ήτανε: «Καλώς ανταμωθήκαμαν εμείς οι ντετελίδες, να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας, τούτον τον χρόνον τον καλό, τον άλλον ποιος το ξέρει, για ζούμε για πεθαίνουμε για σάλλον τόπο πάμε», τον έλατο και άλλα.
Χόρευε πάντα «Τι να της κάνω της καρδιάς που ναι παραπονιάρα, βουλές με κάνιε να γελώ, βουλές ν’ αναστενάζω κι άλλες βουλές μωρέ παιδιά μανούλα να φωνάζω», «Παραπονιάρικα παιδιά», «Τα Καστανιώτικα βουνά», «Τα ξένα τα μπιζέρισα» και «Ξένος εδώ, ξένος εκεί» και άλλα.
Τέλος, η τελευταία μας γκβέντα έγινε στις 30 Νοεμβρίου 2014 μετά το χορό των φοιτητών Θεσσαλονίκης, όπως πάντα από κάθε χορό κοιμόμουν στου κουνάκι. Με πηρέ τηλέφωνο πριν το χορό και μου ‘πε: «Δεν θα να ’ρθω στο χορό φέτος από τον ξάδερφό μ’ τον Γιάννη, αλλά εσύ τ στράτα τν ξέρεις». Ο χορός τράβηξε, ως αργά, ως τις 8 το πρωί. Μαζί με το γιό του, τον Γιώργο πήγαμε στου κουνάκι του Κώστα, εκεί μας περίμενε, όπως πάντα με την σούπα τη ζεστή, η Χριστίνα η γυναίκα του, ένα κομμάτι μάλαμα.
Μου λέει ο Κώστας τώρα πλάιασε εσύ και τα λέμε κουντά. Πράγματι σηκώθηκα γύρω στη μιάμισι η ώρα, ιπκιαμαν καφέ και αρχίνσαμαν να γκβιντιάζουμι. Στις δυόμισι η ώρα του λέω: «ΦΙΛΕ, πρέπει να φύγω γιατί έχω παρέα τον Μιχάλη Κάτσινο και πρέπει η ώρα 7 να είμαστε στ’ Γουμενίτσα». Ξαφνιάστηκε. «Αμ δεν του ‘ξερα να σι σκώσω μία ώρα αγληγορότερα, κιο είμαστ’ αγκβεντιαστ’ ». Γιατί ήταν μαθμένος από άλλες βουλές που έφευγα αργά το βράδυ.
Έχασα έναν καλό φίλο, ας είναι ευλογημένο το χώμα που τον σκέπασε.