Και τούτο το μασλάτ είναι
για τον χωριανό μ’ τον Κώστα
Δεν τα κατάφερε να τελιώς το σχολείο, τα παράτησε στη πέμπτ ταξ κι έγινε τσοπανάκος από μικρός. Ήρθε ο καιρός να πάει φαντάρος, τι να κάμ, ζορίσκε λίγο. Παρουσιάστηκε στην Καλαμάτα. Άρχισε η εκπαίδευση στο στρατόπεδο αλλά του Κώστα το μυαλό ήταν στα πρότα. Ότι λέγαν οι εκπαιδευτές δεν τ' άρπαζε αμέσως. Μια μέρα τς μίλαγε ο λοχαγός και ρωτάει τον Κώστα:
«Για πές μας ρέ Κώστα τι σημαίνει πατρίς;»
«Δεν ξέρω κυρ λοχαγέ» λέει ο Κώστας.
«Ποιος ξερ να μας πεί;» λέει ο λοχαγός.
Σηκώνει το χέρι ένας φαντάρος!
«Για πές μας εσύ ρε Γιώργο, ξέρς;»
Κι' αρχίζ η Γιώργους «Πατρίς σημαίνει η μάνα μας, ο πατέρας μας, τα
χωριά μας, τα σπίτια μας,...»
«Για πές μας τώρα κι εσύ ρε Κώστα τι σημαίνει πάτρίς;»
«Πατρίς σημαίνει κύρ λοχαγέ» λέει ο Κώστας «η μάνα τ'Γιώργου, ο πα-
τέρας τ' Γιώργου, τα χωριά τ' Γιώργου, τα σπίτια τ' Γιώργου...»
«Μπράβο είσαι γνήσιος πατριότης» λέει ο λοχαγός.
Πέρασε ο καιρός και απολύθκε ο Κώστας, ήρθε ο καιρός για παντρειά,
ήταν όμως δύσκολο να βρει νύφ.
«Μη σε νιάζ» τ' λέει μια θεία τ που ταν προξενήτρα
«θα πάρς τ' καλύτερη μη βιάζεσαι».
Μετά από λίγο καιρό του κάνε ένα προξενιό από ένα διπλανό χωριό. Όταν ανταμώθκαν οι συμπεθέρ η θειά έκατσε δίπλα απ' τον Κώστα. Του 'χέ πεί να πιάς τη κβέντα στη νύφ, είχε περάς όμως η ώρα κι ο Κώστας δε τσ'έκρενε. Τον σκουντάει ή θειά τ'
«Άι πετς τΐπουτα»
Τότε ρωτάέι ο Κώστας τη νύφ
«Το τρως το τυρί;».
«Οχι!» του λέει η νύφ.
Δε ματά τσ' έκρινε & μετά από λίγο τον μάτα σκουντάει η θειά τ' και
ματά ρωτάει:
«0 αδελφός το τρώει;»
«Δεν εχω αδερφο.» λέει η νυφ.
Μετά από λίγο τον ματασκουνταει η θειά και ματα ρωτάει ο Κώστας
«Άμα είχες αδερφό θα το τρώγε το τυρί;»
ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΤΣΟΥΚΑΛΑΔΕΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ