flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Σαρακατσάνικα καραβάνια

Gallis Konstantinos

 

Του Κωνσταντίνου Γαλλή

 

Άντε, παιδιά μ΄, να φύγουμε και στα β ΄νά να πάμε. Η κουβέντα αυτή
γινότανε την άνοιξη μεταξύ των Σαρακατσαναίων και αφορούσε την
μετακίνησή τους από τα χειμαδιά στα καλοκαιριά.
Με το που έσφιγγαν οι ζέστες τον Μάιο μήνα προβληματίζονταν
έντονα. Πίστευαν ότι τα πρόβατα δεν αντέχουν τις ζέστες, τουλάχιστον
όσον αφορά τα δικά τους ζωντανά, τη φυλή των σαρακατσάνικων
προβάτων.
Και για να γίνει αυτή η μετακίνηση των κοπαδιών και των οικογενειών
τους οργάνωναν τα περίφημα καραβάνια. Για το λόγο αυτό έτρεφαν
πολλά άλογα, τα οποία συγκροτούσαν ξεχωριστό κοπάδι, το βαλμαλίκι.
Κάθε τσελιγκάτο είχε ολόκληρο κοπάδι από άλογα και λίγα μουλάρια
και ειδικό τσοπάνο να τα φυλάει , το βαλμά.
Έτρεφαν αρκετά άλογα ανάλογα με το μέγεθος της οικογένεια και των
προβάτων που κατείχε , χώρια τα περίφημα μπινέκια, άλογα μόνο για
καβάλα με τον απαραίτητο εξοπλισμό, δηλαδή σέλα αντί σαμαριού,
καπίστρι με γιρλάντες από δέρμα ασβού, ειδικά χαλινάρια, ακόμη και
χαϊμαλιά με πολύχρωμες χάντρες . Τα μπινέκια ξεχώριζαν από τα
υπόλοιπα άλογα, ήταν περήφανα άτια, αγέρωχα, έφεραν πλούσια χαίτη
και ουρά περιποιημένη μετρίου μήκους, συνήθως βαρβάτα και
αραβανλίτικα . Μάλιστα για να συνηθίσουνε στο ξεχωριστό αυτό
βάδισμα, αραβάνι, το οποίο επιζητούσαν οι αναβάτες διότι δεν τους
κουνούσε πολύ, τα έβαζαν στα κιουστέκια – τους έδεναν τα πόδια
μπρος πίσω μέχρι να τους γίνει συνήθεια ο ξεχωριστός αυτός
καλπασμός.
Οι προετοιμασίες για το καραβάνι ξεκινούσαν μέρες πριν αναχωρήσει
το και η όλη εργασία έπεφτε στις γυναίκες, τις περίφημες
Σαρακατσάνες, οι οποίες οδηγούσαν και το καραβάνι. Μάλιστα η
γυναίκα που τραβούσε το πρώτο άλογο έπρεπε να είναι νια και
νιόνυμφη ντυμένη με την καλή της φορεσιά και πάντοτε με το πλέξιμο
στο χέρι. Όλοι ακολουθούσαν πεζοί πλην πολύ ηλικιωμένων και μικρών
παιδιών – δηλαδή νηπίων. Τα μικρά παιδιά έφευγαν πρωί – πρωί με
συνοδεία γερόντων και γιαγιάδων και αν τα έφθανε το καραβάνι, τότε
και μόνο τότε εξασφάλιζαν καβάλα στα καπούλια των αλόγων και
μάλιστα εκ περιτροπής καθότι τα παιδιά ήταν περισσότερα από ταάλογα. Τα
παιδιά έπρεπε να σκληραγωγηθούν ώστε να μπορούν να
αντέξουν και να φέρουν σε πέρας απαιτήσεις του σκληρότατου
επαγγέλματός τους. Η σκληρή ζωή τους απαιτούσε καλή φυσική
κατάσταση και ιδιαίτερες ικανότητες. , Και δεν είναι τυχαίο που η
κλεφτουριά είχε πολλούς καπετάνιους Σαρακατσάνους και ήταν
στελεχωμένη από άνδρες σκληροτράχηλους .
Προετοιμασία: η προετοιμασία απαιτούσε σάκιααμα ρούχων και
σκευών με ιδιαίτερη επιμέλεια και τάξη ώστε σε κάθε κονάκι ( κονάκι
λεγόταν το μέρος που σταματούσαν να περάσουν τη βραδιά και να
αρμέξουν και τυροκομήσουν το γάλα.
-Πού θα κάνουμε κονάκι, τσέλιγκα;
-Δίπλα από το ποτάμι, στο Κουτσόχερο ( ήταν το πρώτο μας κονάκι για
τα Τσεκούρια Βερμίου).
Συνήθως στο κονάκι πρώτο έφθανε το καραβάνι και δουλειά του ήταν
πρώτα να φτιάξουν τη στρούγκα για να αρμέξουν και μετά να στήσουν
τις τέντες για να κοιμηθούν και κυρίως να προστατευτούν από
ενδεχόμενη βροχή. Και η άνοιξη είναι συνήθως βροχερή.
Οι στάσεις ( κονάκια )
Η διαδρομή από τον κάμπο το θεσσαλικό μέχρι τα βουνά της
Μακεδονία κρατούσε γύρω στις είκοσι ( 20 ) ημέρες, και ας με
συγχωρήσουν εκείνοι που ξεχείμαζαν σε άλλα χειμαδιά διότι ότι
γνωρίζει μολογάει κανείς. Το τσελιγκάτο μας ξεχείμαζε στους λοφίσκους
ή μάλλον βουναλάκια γύρω από τον Πέτρινο Καρδίτσας, το δε καλοκαίρι
ανέβαιναν στο Βέρμιο – Τσεκούρια.:
Πρώτο κονάκι: Μας ξύπνησαν πρωί – πρωί να φύγουμε σιαμπροστά,
ξύπνησαν όλα τα παιδιά που μπορούσαν να περπατήσουν, πάνω κάτω
από έξι ετών και πάνω. Οδηγός γιαγιά ή παππούς.. Το καραβάνι
ξεκίνησε μετά το άρμεγμα. Το δρομολόγιο καθορισμένο και ήταν το
Κουτσόχερο, αριστερά του Πηνειού, δίπλα στη γέφυρα .Και να
διευκρινήσω το αριστερά η δεξιά αναφέρεται ως προς τη ροή του
ποταμού. Το οδηγούσε η γυναίκα του τσέλιγκα μια που ήταν νεόνυμφη .
Δεν είχαμε διανύσει ούτε τη μισή στράτα και μας έφθασε το καραβάνι
και τα μικρότερα εξασφάλισαν μια θέση στα καπούλια. Η απόσταση από
κονάκι σε κονάκιπρότα χωρίς να κόψουν το γάλα, δηλαδή την ημερήσια
απόδοση σε γάλα. Αν ο τόπος ήταν καλά χορταριασμένος και επέτρεπαν ο
αγροφύλακας με τον πρόεδρο μπορούσε να μείνουμε και δεύτερη
βραδιά και ειδικότερα αν ήταν βροχερός .
Δεύτερο .κονάκι: Δαμάσι Λάρισας. Περάσαμε τη γέφυρα του Ξεριά (
Τιτάριος ποταμός) στο πρώτο ξέφωτο σε έναν πουρναρότοπο . Εκεί τα
χρειαστήκαμε. Μας έπιασε ένα ντουρλάπι που αναγκαστήκαμε να
ξεφορτώσουμε και να στηθούν οι τέντες κακήν κακώς και έκανε και
κρύο. Προσπάθησαν οι μανάδες μας να ανάψουν φωτιά αλλά στάθηκε
αδύνατο, ακόμη και τα σπίρτα στις τσέπες είχαν βραχεί. Τέλος έφθασε
το πρώτο κοπάδι γαλάρια και το βάλανε στη στρούγκα να αρμέξουν.
Καλά μωρέ γιατί δεν ανάψατε φωτιά και αφήσατε τα κούτσκα να
τρεμοσταλιάζουν; Πώς να ανάψουμε, μωρέ, που ακόμη και τα σπίρτα
στις τσέπες μας βραχήκανε.
Στον κόρφο. Μωρέ, τα βάζουν τα σπίρτα όχι στην τσέπη. Έλα εδώ,
Μήτρο, να αρμέξεις
Παίρνει την κάπα του, βάζει το χέρι του στο μανίκι και βγάζει τον
πριόβολο, την ίσκα, το ξυγκοκέρι, σκύβει σε μια πουρνάρα και από τις
ρίζες της μαζεύει μια χεριά ξηρά κλαδιά. Ανάβει με τον πριόβολο ένα
κομμάτι ίσκα και τη βάζει κοντά στο ξυγκοκέρι και αρχίζει να φυσά, σε
λίγο λαμπάδιασε και σύντομα άναψε μια μεγάλη φωτιά και
μαζευτήκαμε όλοι γύρω.
Καλά, μωρέ Βασίλη, τον ρωτάει μια γυναίκα, πώς άναψε αυτό τόσο
γράγορα;
Το ξυγκοκέρι γίνεται με πάνινα σκουτιά, ξύγκι και θειάφι και
λαμπαδιάζει γρήγορα και δεν σβήνει ούτε με βροχή.
Λόγω της νεροποντής στο κονάκι αυτό μείναμε τρεις μέρες μέχρις που
να στεγνώσουν όλα τα σέγια. Μάλιστα, πρέπει να το ομολογήσω
πολλοί από το χωριό με τον πρόεδρο προσέτρεξαν σε βοήθειά μας.
Καβαλήσαμε τα βουνά της Μελούνας και σε δύο μέρες φθάσαμε στην
Ελασσονα.την άλλη μέρα περάσαμε βόρεια και κάναμε κονάκι στις
Πλακόπετρες.
Από τις πλακόπετρες ( κοντά στο Ελευθεροχώρι ) μέχρι τη γέφυρα του
Αλιάκμονα στα Σέρβια κάναμε τέσσερα κονάκια: ένα στα δεντκάπου κοντά
στην κοινότητα Μεταξά, ένα στο Σαραντάπορο προς το
παλάτι του Βασιλιά, εκεί που έγιναν οι φονικές μάχες με τους Τούρκους
και άνοιξε η προέλαση των ελληνικών Στρατευμάτων προς τον κάμπο
της Μακεδονίας, ένα ψηλά, αγνάντια προς την Κοζάνη στην οροσειρά
των Πιερίων και ένα στη γέφυρα του αλιάκμονα. Εκεί ανάσανε το
καραβάνι, έμεινα ακόμη τρία κονάκια και θα φθάναμε στα αγαπημένα
μας Τσεκούρια με την φημισμένη βρύση του Ιμπιλί. Δύο κονάκια μέχρι
βορείως του Πολύμυλου Κοζάνης και ένα στα Τσεκούρια. Δόξα τω Θεώ,
την ευχή αυτή μουρμούριζαν όλοι , άνδρες και γυναίκες, με το που
αντίκριζαν τα Τσεκούρια.
 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γαλλής Κων/νος
 
Σαρακατσάνος από Μάνα και Πατέρα. Γεννήθηκα στη
στράτα την άνοιξη του 1935 πάνω από τη Βέροια. Είχαμε φύγει από το
Κλειδί Ημαθίας και πηγαίναμε στα Τσεκούρια Βερμίου: Τελείωσα
Γυμνάσιο στην Καρδίτσα , τη Γεωπονική Σχολή Θες/νίκης και το Κέντρο
Μετεκπαίδευσης Οργάνων Δημόσιας Διοίκησης. Υπηρέτησα στην
Αγροτική Τράπεζα και στο Δημόσιο.