Τα Χριστούγεννα έφτασαν, μα οι δουλειές σταματημό δεν είχαν. Δύσκολη εποχή. Πέρα από το χιόνι και το κρύο, ήταν και οι γέννες των προβάτων. Άλλα γένναγαν άλλα ήταν φρεσκογεννημένα. Μαζί με τα πήγαινε έλα στα μαντριά ολημερίς και μες στη νύχτα, γίνονταν και τα απαραίτητα της γιορτής. Τα γουρούνια σφάχτηκαν, η λίγδα μαζεύτηκε, οι τηγανιές ετοιμάστηκαν, τα χριστόψωμα ψήθηκαν. Βγήκαν και τα καλούδια για τα κεράσματα. Λεπτοκάρυα, χαρούπια, καρύδια.
Αυτές τις γιορτινές μέρες οι λαϊκές δοξασίες ανακατεύονταν με το θρησκευτικό στοιχείο σε ένα κράμα αταίριαστο, που όμως συνταίριαζε μια χαρά. Τα παγανά τριγυρνούσαν και έπρεπε να τα κρατήσουν έξω από τα καλύβια τους, τα κονάκια. Έκοβαν κλωνάρια από σπαραγγιές και τα κρέμαγαν έξω από την είσοδο της καλύβας, τη ρούγα, για να αγκυλώνονται τα παγανά, να σκιάζονται και να μην μπαίνουν μέσα. Τα παιδιά τραγουδούσαν. «Έλα μέσα παγανέ, ζντρίμηρο με ζντριμηρίζει, ξέθαλος και με πλακώνει».
«Καρκαντζέλια» τα έλεγαν τα καλικαντζάρια και τα μικρά ακούγοντας ιστορίες γι’ αυτά κοιμόταν τραβώντας τη βελέντζα μέχρι την κορυφή του κεφαλιού. Οι μεγάλοι πάλι έριχναν αλάτι στη φωτιά που έκαιγε στο κέντρο του καλυβιού. Το αλάτι έπαιζε το ρόλο της κάθαρσης από κάθε κακό. Γύρναγαν την πυροστιά ανάποδα, έσκαγε το αλάτι στα κοκκινισμένα κάρβουνα, έσκαγαν και τα καλικαντζούρια και «πρόγκαγαν» και έφευγαν. Τα Φώτα θα τα «ξεπροβόδιζαν». «Φεύγιστι να φύγουμι κι έφτασι ου τραγόπαπας, μι τ’ν κουλουβριχτούρα».
Τα Χριστούγεννα μαζεύτηκαν στο καλύβι του μπάρμπα –Γιάννη είκοσι άτομα. Συγγενείς όλοι. Ο Λεωνίδας ένιωθε μια γλυκιά ζεστασιά βλέποντάς τους όλους γύρω από τη φωτιά να κουβεντιάζουν και να ακούνε με σεβασμό το μπάρμπα Γιάννη. Τα παιδιά μα και οι νυφάδες, τα κορίτσια και οι νεότεροι αντάλλασσαν ευχές σκύβοντας και φιλώντας το χέρι των μεγαλύτερων. Τα «αντέτια» τους, τα έθιμά τους, στην αρχή τον είχαν παραξενέψει, μα τώρα τα συνήθισε, τα κατάλαβε και του ερχόταν πολύ φυσικό να φιλάει κι αυτός τα χέρια των μεγαλύτερων. Σε λίγο άρχισε το τραγούδι. Τραγούδια της τάβλας, του τραπεζιού. Πρώτος ξεκίνησε ο οικοδεσπότης ο μπάρμπα Γιάννης. Έλεγε μία φράση και την επαναλάμβαναν όλοι μαζί «εν χορώ». Η αόρατη κλωστή καλά κρατούσε κινώντας από τον χορό της τραγωδίας μέχρι ετούτον εδώ τον καθιστό χορό.
«Απόψε στο καλβάκι μου ν’ έχω χαρά μεγάλη
Τον άγγελό μου γιόρτασα και το Χριστό δοξάζω,
και την κυρά την Παναγιά πολύ την προσκυνάω.
Να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου…..»
Τραγούδαγε ο Μπαρμπα Γιάννης και συνέχιζαν οι άλλοι όλοι μαζί, ως απάντηση στο νοικοκύρη.
« Φίλοι μ’ καλώς τον ήβραμαν αυτόν τον νοικοκύρη,
με τα γλυκά του τα κρασιά με τα ‘μορφα του λό’ια,
φάτε και πιείτε φίλοι μου χαρείτε να χαρούμε,
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος τον ξέρει».
Ο μπαρμπα Γιάννης όλο το βράδυ φαινόταν συγκινημένος.
Ο Λεωνίδας τον παρατηρούσε, όταν κοίταζε ολόγυρα παιδιά κι εγγόνια και γαμπρούς και νύφες. Αυτός, ο πιο νέος γαμπρός, ένιωσε να ανήκει σ’ αυτή τη φαμίλια. Τον ζήλεψε εκείνο το βράδυ τον μπάρμπα Γιάννη τον πατέρα της Ελένης του, τον πεθερό του. Ευχήθηκε όταν φτάσει τα χρόνια του να έχει το ίδιο βλέμμα με εκείνον. Την ίδια τρυφεράδα και πληρότητα που είδε απόψε στα μάτια του γέροντα. Βρήκε μια οικογένεια ο Λεωνίδας. Μια όμορφη μεγάλη οικογένεια.
Στο νου του ήρθε ο πατέρας του ο Πέτρος, οι μισοκομμένες και μπερδεμένες απ’ το πιοτό κουβέντες του, το θολό του βλέμμα, το τρέκλισμά του. Ένα κάρβουνο σαν ένα από τα πολλά της φωτιάς, που έκαιγε όλη νύχτα εκεί στο καλύβι, ένιωσε να τον καίει στη σκέψη και μόνο. Έστρεψε το βλέμμα στη φωτιά και έπιασε το τραγούδι με την υπόλοιπη παρέα. Η Ελένη από την άλλη παρατηρούσε τον Λεωνίδα όλο το βράδυ. Καθόταν με τις άλλες γυναίκες. Δεν τον πλησίασε καθόλου. Μα δεν ξεκόλλησε τα μάτια της από πάνω του. Ενώ στην αρχή, όταν πρωτοήρθε, ήταν ένας ξένος για όλους τους, σιγά σιγά γινόταν ένας απ’ αυτούς. Και ο μπάρμπα- Γιάννης όσο τον γνώριζε τόσο αναγνώριζε τη μπέσα του, την καλοσύνη του. Και τη θέλησή του να τους μάθει, να μάθει τα «αντέτια» τους, τη ζωή τους. Μα πάνω απ’ όλα έβλεπε ότι αγαπούσε τη Λενιώ του, την κόρη του. Αυτό του έφτανε.
Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων ο Λεωνίδας βγαίνοντας από το κονάκι να πάει να γείρει στο διπλανό καλύβι, κοντοστάθηκε για λίγο στην κρύα νύχτα. Το χιόνι ίσαμε το γόνατο. Η ανάσα του άχνιζε στην παγωμένη ατμόσφαιρα, διάφανα μυτερά κομμάτια πάγου είχαν αρχίσει να σχηματίζονται και να κρέμονται έξω από τα καλύβια δίπλα στις ρούγες. Μια απόκοσμη ησυχία απλωνόταν τριγύρω. Πήρε δυο βαθιές ανάσες και σήκωσε το κεφάλι. Ο ουρανός ξάστερος. Αστέρια παντού. Άλλα πιο φωτεινά, άλλα λιγότερο. «Θεέ μου!» μονολόγησε. «Τι θαύμα είναι αυτό!». Ύστερα από τις μέρες, τα χρόνια του σε μάχες και σκοτωμούς, τη μυρωδιά από αίμα και καμένη σάρκα, τούτος εδώ ο εξαγνισμός. Αυτή ήταν η ευτυχία που άκουγε. Που να ήξερε ότι βόλτες κάνει η ευτυχία. Δεν στρογγυλοκάθεται για πάντα. Άπιαστη είναι. Σε λίγο θα του γύριζε κι αυτουνού την πλάτη. «Μη σε είδα, μη σε ξέρω».
Ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, ο μπάρμπα Γιάννης έκοψε κλαράκια από πουρνάρια και σπαραγγιές και όπως έκανε κάθε χρόνο τέτοια μέρα, τα έβαλε πάνω στη φωτιά, λέγοντας τις ευχές των ημερών. « Αρνιά, κατσίκια, πλαράκια, ν’φάδες, γαμπροί, πιδιά, κουρίτσια. Δύναμη υγειά κι’ απ’ ούλα τα καλά κι του χρόν’ καλύτερα». Τα κλαράκια πριτσίνισαν δυνατά. «Καλά θα πάει η χρονιά» «Δόξα να’ χει ο Θεός » είπε ο μπάρμπα- Γιάννης χαρούμενος. Η χρονιά θα πήγαινε καλά. Όσο περισσότερο πριτσίνιζαν τόσο πιο πολλά τα μπερεκέτια.
Βασιλική Μαργιόλα