Αθανάσιος Καρυώτης
|
Οι Σαρακατσαναίοι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι για τη γιορτή των Χριστουγέννων γιατί κατά τη θρησκευτική παράδοση, ποιμένες αντιλήφθηκαν πρώτοι τη γέννηση του Χριστού. Όπως όλοι οι Σαρακατσαναίοι έτσι και στο απομονωμένο Σκροπονέρι (κυρίως οι γυναίκες), κρατούσαν όλη τη Σαρακοστή. Πολλά κονάκια και πολλά λιανοπαίδια έδιναν χαρά και ζωντάνια στις κρύες μέρες του χειμώνα σ' αυτό το χειμαδιό.
Στα κονάκια πέρα απ' τα κοπάδια τους όλοι είχαν κι από ένα χοιρινό για να το σφάξουν και να γιορτάσουν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα. Έτσι δυο - τρεις μέρες πριν άλλοι πήγαιναν στα κοπάδια κι άλλοι έμειναν πίσω για να σφάξουν τα χοιρινά. Αφού τα έσφαζαν, χώριζαν το κρέας από το λίπος. Το λίπος το έλιωναν στη φωτιά και το χρησιμοποιούσαν σαν λάδι κάποιες φορές. Επίσης βάσταγαν λίπος για να φτιάξουν τσιγαρίδες οι μεγαλύτερες γυναίκες. Μόλις άνοιγε η βδομάδα των Χριστουγέννων, πέντε - έξι τσοπαναραίοι έπαιρναν τ' άλογα και πήγαιναν στην Καρδίτσα (το σημερινό Ακραίφνιο) Βοιωτίας για να ψωνίσουν ότι χρειάζονταν γι' αυτές τις Άγιες μέρες.
Αγόραζαν κρασί, στραγάλια, μέλι, σταφίδες, λουκούμια κι άλλα καλούδια για να μοιράσουν στα κονάκια τους αλλά και να μην ξεμείνουν, αφού στο Σκροπονέρι πάντα υπήρχαν ψαράδες και πέρναγαν πραματευτές. Οι μεγαλύτερες γυναίκες την παραμονή πήγαιναν πρωί - πρωί στο Μετόχι για να κόψουν μπότσκες και σπαραγγιές για τα παγανά. Τις έβαζαν στην πόρτα απ' το κονάκι και τις έβγαζαν τα Θεοφάνεια. Μόλις γύριζαν ζύμωναν το ψωμί, τη Χριστόκλουρα και έφτιαχναν τις τυρόπιτες.
Τα πιο μεγάλα κορίτσια: η Θυμία, η Γιωργία, η Αθηνά, η Γιούλα, η Χαρίκλεια, η Τσεβούλα, η Καλλιόπη, η Λένη, η Αλεξανδρούλα, η Κωστάντω, η Μόρφω, η Ρήνα (Ντελή), η Αλέξω, η Βασίλω (Μπακοστέργιου), η Αθηνά (Χρισταντώνη) κ.α. δυο μέρες πριν έφτιαχναν μπακλαβά, δίπλες και μακαρόνια (φτιαχτά).
Πρωί - πρωί την παραμονή όλα τα λιανοπαίδια μαζεύονταν κοπάδια - κοπάδια κι έτρεχαν από κονάκι σε κονάκι για να πουν τα κάλαντα. Έτσι μέχρι το μεσημέρι τα παγωμένα τους χεράκια γέμιζαν με καλούδια. Αν καμιά γριούλα δεν είχε τίποτα τους έδινε μια κουταλιά ζάχαρη. Εκείνη τη μέρα έρχονταν για τα κάλαντα και κάποιοι μεγάλης ηλικίας από τη Λάρυμνα. "Πάμε στους Σαρακατσάνους, αυτοί είναι φιλόξενοι" έλεγαν.
Τα χαράματα ξεκίναγαν οι γεροντότεροι με τ' άλογα για να πάν' στη Μονή της Αγίας Πελαγίας να μεταλάβουν. Μαζί τους πήγαιναν και λίγα απ' τα παιδιά αφού δεν υπήρχαν καλά ρούχα για όλα. Άλλοι πήγαιναν στα κοπάδια κι άλλοι άναβαν τις φωτιές για να ψήσουν. Εκτός από το χοιρινό, έφτιαχναν και γίδα βραστή με μακαρόνια.
Ονομαστικές γιορτές δεν είχαν πολλές αυτή τη μέρα, παρά μόνο τρεις στα κονάκια των "Ζωζαίων". Ο παππούς ο Χρήστος ο Γρίτσας, (ήταν ο πεθερός του Κώστα Ζιώζιου, αφού η γιαγιά ήταν μοναχοπαίδι), ο Χρήστος Γεωρ. Ντελής ("Ζιώζιος") και το μικρό παιδί ο πατέρας μου, Χρήστος Κων. Ντελής. Έτσι και μαζεύονταν όλοι σ' αυτά τα κονάκια για να γιορτάσουν αγαπημένοι.
Οι μεγάλοι έτρωγαν όλοι μαζί και τα παιδιά έτρεχαν έξω και χαίρονταν αφού είχαν γεμίσει καλούδια. Η θεία η Καλλιόπη με τη θεία τη Γιωργία, (δε χώριζαν ποτέ) μοίραζαν τα γλυκά. Καθώς έτρωγαν ξεκίναγαν το τραγούδι οι τρεις μεγαλύτεροι. Ο παππούς ο Κώστας (ο Τασαίϊκος), ο Γιαννακούλας ο Μπακοστέργιος και ο παππούς, ο Χρήστος ο Γρίτσας.
" Σαν πήρα έναν κατήφορο
στην άκρη στο ποτάμι
και το ποτάμι ήταν θολό
θολό κατεβασμένο
σέρνει λιθάρια ριζιμιά,
δέντρα ξεριζωμένα
σέρνει και μια γλυκομηλιά
τα μήλα φορτωμένη
σέρνει κι δυο αδερφάκια
πάντα αγκαλιασμένα.
Το 'να το λένε Γιαννακό
και τ' άλλο Δημητράκη..."
Σιγά - σιγά ξεκινούσε το γλέντι. Πρώτοι ξεκίναγαν: ο Νίκος Μπακοστέργιος, ο Νίκος (Κούκας) Ντελής, ο Γιώργος (Αριστείδη) Ντελής, ο Κώστας (Τσιούλας) Ντελής, ο Αλέξης (Ηλία) Ντελής και ο πατέρας μου, Χρήστος (Ζιώζιος) Ντελής. Τα πράματα εκείνο το βράδυ έμεναν ανάρμεγα.
Αυτά ήταν τα έθιμα που κρατούσαν όρθιους, χαρούμενους κι αγαπημένους τους ανθρώπους. Τα παραπάνω είναι από αναφορές Σαρακατσαναίων του Σκροπονερίου και κυρίως του Γεωργίου (καθώς ήταν και ο τελευταίος που έφυγε απ' το Σκροπονέρι) και της αδερφής του Μόρφως Κων. Ντελή.
Καλά Χριστούγεννα με υγεία κι αγάπη!