Αθανάσιος Καρυώτης
|
Όπως για όλους τους Χριστιανούς έτσι και για τους Σαρακατσαναίους, η Λαμπρή ήταν μια από τις σημαντικότερες γιορτές. Γιορτή που έβρισκε τους Σαρακατσαναίους τις πιο πολλές φορές στα χειμαδιά. Έτσι και στο Σκροπονέρι όλοι αντάμα γιόρταζαν αυτή τη μέρα με χαρές, τραγούδια και γλέντια.
Καθώς άνοιγε η Μεγάλη Εβδομάδα ξεκινούσαν και οι δουλειές τους, τις οποίες και μοιράζονταν. Τα λιβάδια στο Σκροπονέρι ήταν στην ιδιοκτησία του μεγαλοκτηματία με τ' όνομα "Κατσίνας". Οι Σκροπονερίτες, κάθε χρόνο πριν φύγουν για τα βουνά έπρεπε να πληρώσουν τις οφειλές τους.
Ο Κατσίνας είχε βαφτίσει τον πατέρα μου (τον πάντρεψε αργότερα) κι επομένως είχε περισσότερες συναναστροφές με τον παππού μου. Τη Μ. Δευτέρα το βράδυ ο παππούς μου, Κώστας Ντελής (Ζιώζιος) μαζί με το Θανάση Ντελή, καλούσαν στο κονάκι τον Κατσίνα για να ξελογαριαστούν.
Τη Μ. Τρίτη αφού πήγαιναν από κονάκι σε κονάκι, μάζευαν το ποσό που αντιστοιχούσε στον καθένα κι έτσι ξεχρέωναν τα λιβάδια.
Το βράδυ μαζεύονταν οι τρανύτεροι σε ηλικία τσοπαναραίοι και χώριζαν τ' αρνιά - κατσίκια που θα έδιναν στο χασάπη απ' αυτά που θα έσφαζαν γι' αυτές τις μέρες και απ' αυτά που βάσταγαν κάθε χρόνο για "μπρος", όπως κι έλεγαν.
Έτσι, τη Μ. Τετάρτη οι παππούδες:
ο Γιαννακούλας, ο Κώστας (ο Τασαΐικος), ο Αριστείδης (ο Ζιώζιος), ο Κώστας (ο Μπακάλας), ο Νίκος ο Χρισταντώνης, ο Κώστας ο Μπακοστέργιος, ο παππούς ο Λίας και ο παππούς μου (Κώστας), αφού έπαιρναν μαζί τους και τρία - τέσσερα παιδιά: το Νίκο τον κούκα, το Γιώργο (Αριστ.), το Γιώργο (Νικ.) και το Γιώργο (Κων.), ξεκινούσαν σιγά - σιγά με τα κοπάδια τους με σκοπό να φτάσουν στη Χαλκίδα.
Στο δρόμο, στην τοποθεσία ο "Μύλος" παίρναγαν τη νύχτα κι αυγή - αυγή συνέχιζαν. Μόλις έφταναν, αντάμωναν τους Ζαζαίους (Ζιαζιάς), οι οποίοι έρχονταν απ' την Αυλίδα για να πουλήσουν κι αυτοί τα δικά τους ζωντανά. Αφού τελείωναν με τους χασάπηδες, κάθονταν να κουβεντιάσουν με τους Ζαζαίους (Ζιαζιάς) για το ανέβασμά τους στα βουνά. Τους αποχαιρετούσαν και σιγά - σιγά έπαιρναν το δρόμο για το Σκροπονέρι.
Την ίδια μέρα, ο παππούς ο Δημήτρης (Μπακάλας) μαζί με τον παππού το Χρήστο (Ζιώζιο), έπαιρναν τ' άλογα και πήγαιναν στην Καρδίτσα (το σημερινό Ακραίφνιο) για να ψωνίσουν καλούδια κι ότι άλλο χρειάζονταν (αλεύρι, κρασί, στραγάλια) για τη Λαμπρή.
Τη Μ. Πέμπτη πρωί - πρωί τα κορίτσια έβαφαν τ' αυγά, τα "Μεγαλοπεφτίσια", όπως τα έλεγαν. Το πρώτο αυγό το έβαζαν πάντα στα εικονίσματα. Πετούσαν το παλιό στη θάλασσα κι έβαζαν στη θέση του το καινούριο. Μαζί, έβαφαν και μια τλούπα μαλλί την οποία κρεμούσαν στα κονάκια τους αλλά και στη στούγκα που άρμεγαν. Αφού τελείωναν μ' αυτά, η θεία η Θυμία, η θεία η Γιωργία, η θεία η Αθηνά, η θεία η Γιούλα, η θεία η Τσεβούλα κι η θεία η Καλλιόπη έφτιαχναν τα πασχαλινά κουλούρια.
Τη Μ. Παρασκευή, μέρα "πένθημη" δεν έκαναν δουλειές στα κονάκια. "Ούτε τα πλιά φωλιές δεν κάνουν σήμερα", έλεγαν οι γεροντότεροι. Κάθε τσοπάνος έπαιρνε ψωμί κι ελιές κι έτρωγε μόνος του. Οι γριούλες, έβαζαν σ' ένα πιάτο νερό με ξύδι, έτριβαν και μια "ψίχα" ψωμί και πέρναγαν τη μέρα. Τα κορίτσια πήγαιναν στο Μετόχι και μάζευαν λουλούδια. (Τέτοια εποχή το Μετόχι αλλά κι όλο το Σκροπονέρι μοσχοβολούσε από μόσχο και σφάλαχτο). Τα έδεναν με κλωστές και τ' ακουμπούσαν στο (πεσμένο) εκκλησάκι του Άη Νικόλα, αφού άναβαν και το καντηλάκι.
Το Μ. Σάββατο το πρωί, οι μισοί (αφού δεν υπήρχαν καινούρια ρούχα και παπούτσια για όλους) πήγαιναν με τ' άλογα στο Μοναστήρι της Αγίας Πελαγίας για να κοινωνήσουν. Άλλοι στα κοπάδια κι άλλοι έσφαζαν για ν' αγοράσουν οι πραματευτές και οι ψαράδες. Τα κορίτσια ζύμωναν τα ψωμιά και τις πίτες και οι τρανύτερες γυναίκες έφτιαχναν τα γιομίδια. Τα παιδιά, ξεχωριστά τ' αγόρια απ' τα κορίτσια μαζεύονταν κοπαδάκια και πήγαιναν στο πηγαδάκι να λουστούν. "Έπρεπε να είναι καθαρά τη μέρα της Λαμπρής", τους έλεγαν οι γονείς τους.
Όσοι είχαν βαφτιστήρια, εκείνη τη μέρα τους πήγαιναν τα "Λαμπριάτικα". Ο Θανάσης ο Ντελής είχε βαφτίσει το θείο μου, Γιώργο (Κων.) Ντελή και κάθε χρόνο η γυναίκα του "Κυρατσώ", αφού έφτιαχνε κουλούρα και μπακλαβά, αγόραζε κι ένα παντελονάκι και πήγαινε να φιλέψει το παιδί. Το ίδιο έκανε τα επόμενα χρόνια κι ο Αλέξης Μπακοστέργιος με τη γυναίκα του "Παναγιούλα", αφού είχε βαφτίσει το Δημήτρη Χρισταντώνη.
" Όπως έχω αναφέρει κι άλλη φορά το Σκροπονέρι ήταν απομονωμένο και με δύσκολη πρόσβαση στα χωριά. Επομένως ήταν δύσκολο γι' αυτούς να πάνε τη νύχτα στο Μοναστήρι. Γι' αυτό, το βράδυ έπαιρναν κεριά και τ' άναβαν στον Άη Νικόλα".
Πρωί - πρωί την Κυριακή του Πάσχα πήγαιναν νύχτα ν' αρμέξουν και μετά να σφάξουν τα δικά τους σφαχτά (πάντα τα έσφαζαν το πρωί της ίδιας μέρας). Άναβαν φωτιά κι έψηναν όλοι αντάμα στο "πηγαδάκι".
Τα παιδιά έβγαζαν λίγο "παρα παν" τα κοπάδια κ μετά τ' άφηναν μόνα τους αυτή τη μέρα. Μόλις γύριζαν, έβαζαν καθαρά ρούχα, έπαιρναν αυγά στα χέρια και πήγαιναν εκεί που έψηναν οι τρανύτεροι. Φιλούσαν το χέρι στους γεροντότερους, στις γριούλες και στους μπαρμπάδες τους κι έλεγαν:
"Χριστός Ανέστη".
Οι γυναίκες (πάντα τελευταίες και κουρασμένες), αφού τελείωναν με την τυροκόμιση, έβαζαν καθαρά ρούχα και σιγά - σιγά πήγαιναν κι αυτές. Έστρωναν κάτω απ' τις ελιές κι έτρωγαν όλοι αντάμα. Τα γέλια αλλά και οι χαρούμενες φωνές των παιδιών έδιναν ζωή και σκορπούσαν χαρά σ' αυτόν τον πανέμορφο κι αξέχαστο τόπο.
Ο γεροντότερος, έπαιρνε την πλάτη από κάθε σφαχτό και την "ξέταζε". Να δει το μέλλον της κάθε οικογένειας. Όλοι τον κοιτούσαν με ανυπομονησία, "τι θα τους πει".
Αν έβλεπε κάτι καλό το ανακοίνωνε με χαρά, αν όχι, πέταγε την πλάτη στα πουρνάρια κι έλεγε: "σιγά μην τα ξετάζουμε τώρα αυτά".
Σιγά - σιγά ξεκινούσε το τραγούδι.
Ο παππούς ο Χρήστος ο Γρίτσας, ο Νίκος ο Χρισταντώνης κι ο Γιαννακούλας, ξεκίναγαν το τραγούδι.
"Την καλή μου την παρέα
θε να τη γλεντήσω ωραία
να της πω ένα τραγουδάκι
να τη βάλω σε μεράκι".
Μετά απ' αυτό το τραγούδι ξεκινούσε κι ο χορός. Σηκώνονταν οι γεροντότεροι κι ακολουθούσαν κι οι υπόλοιποι. Αργά το απόγευμα παιρνούσαν οι ψαράδες, ο Κατσίνας και το γλέντι βάσταγε μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. Γλένταγαν με τα φώτα απ' τις βάρκες.
Μετά το γλέντι έτρεχαν να μαζέψουν αλλά και να χωρίσουν τα κοπάδια τους.
Αυτά ήταν τα έθιμα που σε δύσκολα χρόνια βάστηξαν ζωντανούς τους ανθρώπους αλλά και την παράδοση.
Τα παραπάνω είναι από αναφορές των Σαρακατσαναίων του Σκροπονερίου και κυρίως του Γεωργίου και της αδερφής του Μόρφως Κων. Ντελή.
Εύχομαι το Φως του Αναστάντος Χριστού μας, να μας συνοδεύει και να καίει άσβηστο μέσα στις καρδιές μας. Ας κάνουμε εμείς το πρώτο βήμα να τον συναντήσουμε και είναι βέβαιο πως Εκείνος θα κάνει τα υπόλοιπα. Έτσι η χαραμάδα της Ψυχής μας θα γεμίσει από το ζωηφόρο Φως του.
Στο τέλος κάθε Σταυρού υπάρχει μια υπόσχεση...αυτή είναι η ΑΝΑΣΤΑΣΗ..
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ