Αθανάσιος Καρυώτης
|
Ο πατέρας μου, Νικόλαος Μωραΐτης που υπηρέτησε στο Πυροβολικό, ήταν ένας εκ των μαχητών του Έπους της Αλβανίας. Δεδομένου ότι είχαν σκοτωθεί τότε στο Αλβανικό Μέτωπο όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί του λόχου, ανέλαβε λοχαγός ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος (Έφεδρος ανθυπολοχαγός και μετέπειτα Υπουργός).
Μετά το πέρας των μαχών, την ημέρα της παράδοσης του οπλισμού στους Ιταλούς κατακτητές, η οποία διατελέσθη στο ιστορικό Καλπάκι των Ιωαννίνων, ο λοχαγός Γιαννόπουλος είχε φροντίσει να αγοράσει σημαίες και να εκδώσει έγγραφα για το πού και πότε σκοτώθηκαν, καθώς και για τα μέρη που βρίσκονταν θαμμένοι οι νεκροί Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και άλλοι Έλληνες στρατιώτες.
Είχαν απομείνει στο λόχο ζωντανοί, μόλις 58.
Ανάμεσά τους και ο πατέρας μου..
Θυμάμαι τα λόγια του:
«Μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις του λοχαγού Γιαννόπουλου, ο ίδιος κατόρθωσε να μας εξασφαλίσει εκτός από την παράδοση των όπλων μας και των παλιών ρούχων που φορούσαμε, από μία ξιφολόγχη, ένα κράνος, τα ρούχα και τα άρβυλα μας από τις παρελάσεις.. τα καινούρια.. ελάχιστες γαλέτες και λίγες κονσέρβες, προκειμένου να μην πεθάνουμε από την πείνα στο δρόμο της επιστροφής…
Ο Γιαννόπουλος-πριν την αποχώρησή μας από το Μέτωπο- μοίρασε τα χρήματα της μισθοδοσίας των νεκρών συναδέλφων, στους εν ζωή Στρατιώτες. Έκανε «προσκλητήριο πεσόντων» και αφού τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή, τραγουδήσαμε όλοι μαζί τον Εθνικό Ύμνο.. Στη συνέχεια, έδωσε από μία σημαία και το «έγγραφο» για κάθε νεκρό στρατιώτη, το οποίο θα έπρεπε να μεταφερθεί από εμάς, στις οικογένειες των αποθανόντων, για όσους από εμάς..τους ζωντανούς ήταν κοντά στο χωριό ή την πόλη τους έτσι ώστε να τα παραδώσουμε μετέπειτα στις οικογένειές τους..»
Αφού αποχαιρέτησαν, ένας-ένας τον λοχαγό, με δάκρυα στα μάτια ξεκίνησαν για το δρόμο της επιστροφής.
Έξι Σαρακατσάνοι… τρεις Ντονταίοι από την Κίρκη Αλεξανδρούπολης, ο πατέρας μου, ένας Βουλγαρίδης και ένας Καλτσάς, οι οποίοι μετέπειτα μετεγκαταστάθηκαν στη Διαλαμπή Ροδόπης.
Τα τρόφιμα που είχαν μαζί τους, κράτησαν 5-6 μέρες.. Αργότερα προχωρούσαν νηστικοί. Μέχρι που έφτασαν σε ένα χωριό, έξω από τη Θεσσαλονίκη...
«Οι πρώτοι Μαυραγορίτες της Κατοχής ξεκίνησαν το «βρώμικο έργο» τους από τους στρατιώτες που επέστρεφαν από τον πόλεμο της Αλβανίας»
Εκεί, λοιπόν, για καλή τους τύχη (έτσι θεώρησαν), υπήρχαν τρία κάρα γεμάτα με ζεστά αχνιστά ψωμιά. Όλοι τότε οι επιζώντες Έλληνες στρατιώτες έτρεξαν με λαχτάρα να τα αγοράσουν, γιατί πράγματι είχαν τα χρήματα.
-«Πόσο κάνει ρε πατριώτη το ψωμί..;»
(Καμία απάντηση από τους μαυραγορίτες...)
Αντιθέτως, μας περιεργάζονταν από πάνω μέχρι κάτω σχολαστικά, έλεγε πάντα ο πατέρας μου.)
-«…Ρε παιδιά, Στρατιώτες είμαστε.. Έλληνες… πεινασμένοι… πόσο κάνει… έχουμε χρήματα να τα αγοράσουμε…»
Και η απάντηση δια στόματος Μαυραγοριτών, ήρθε:
-«Η Ελλάδα είναι υπό κατοχή!!! …δεν περνούν πλέον τα χρήματα… η δραχμή δεν έχει καμία αξία!!!»
- «Βρε παιδιά, Στρατιώτες είμαστε.. Έλληνες… Θα πεθάνουμε από την πείνα..»
- «Θα σας δώσουμε ένα ψωμί και θα μας δώσετε την καινούρια χλένη σας…»
- «….και πώς θα επιστρέψουμε πίσω ..θα πεθάνουμε από το κρύο..»
- «Θα σας δώσουμε και μία παλιά χλένη για να μην κρυώνετε…», αποκρίθηκαν.
Δίπλα στα κάρα με τα αχνιστά ψωμιά υπήρχαν στοίβες με σάπιες, ματωμένες, τρύπιες «χλένες» (στρατιωτικά παλτό), από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Οι Μαυραγορίτες, λοιπόν, τους έδωσαν από μία παλιά χλένη και ένα ψωμί και τους πήραν τις καινούργιες, για να τις πουλήσουν.
Ο πατέρας μου με τους συνοδοιπόρους Έλληνες Στρατιώτες συνέχισαν τον μακρύ δρόμο της επιστροφής, φορώντας τις σάπιες χλένες πια, κρατώντας όμως στα χέρια τους, το λιγοστό ψωμί που αντάλλαξαν μαζί τους οι μαυραγορίτες…
Καθώς πέρασαν μέρες ποδαρόδρομου και έφτασαν στη λίμνη Βόλβη, συνάντησαν ξανά στο δρόμο τους σε ένα χωριό, ίδια κάρα με αχνιστό ψωμί…
Πλησιάζουν ξανά, αποκαμωμένοι και φανερά ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι από την διαδρομή, για να πάρουν…
Όταν οι μαυραγορίτες διαπίστωσαν πως οι χλένες που φορούσαν οι στρατιώτες ήταν παλιές, τρύπιες και λιωμένες, με κομμάτια από τα μανίκια να φεύγουν, τους άρπαξαν τώρα τα καινούργια και ζεστά άρβυλα που τους είχαν απομείνει, για να τους δώσουν ένα κομμάτι ζεστό ψωμί και ένα ζευγάρι «γουρουνοτσάρουχα» σαπισμένα…
Εφόσον έφαγαν και αυτό το ψωμί, κίνησαν πάλι για την «Οδύσσεια της επιστροφής»…
Τα λιωμένα τσαρούχια που φορούσαν πια οι Έλληνες Στρατιώτες, διαλύονταν και άρχισαν να περπατούν, μόνο με τις κάλτσες...
Όταν έφθασαν δια κόπων και βασάνων στο «Λιοντάρι» του Στρυμόνα, για καλή τους τύχη, σταμάτησε ένα στρατιωτικό φορτηγάκι με καρότσα..
Οδηγός του μικρού οχήματος ήταν ένας Αξιωματικός των Συμμαχικών Δυνάμεων, ο οποίος με σπασμένα Ελληνικά τους ρώτησε:
-«Που πάτε παιδιά..;»
- «Στην Κομοτηνή…», απαντούν..
-«Μέχρι την Καβάλα θα σας πάω εγώ, για να παραδώσω..» (λέει με δική του πρωτοβουλία ο Γάλλος Αξιωματικός)
Ξεκίνησαν για την Καβάλα... Καθώς ήταν ταλαιπωρημένοι όμως από το περπάτημα ημερών και την αφαγία, στη διαδρομή και αφού είχαν επιβιβαστεί όλοι επάνω στην καρότσα του Γάλλου Αξιωματικού, «κρύωσαν»…
Το φορτηγάκι σταμάτησε έξω από την Καβάλα.
«Ως εδώ παιδιά», τους λέει ο Γάλλος..
Έβγαλαν τότε, οι Έλληνες Στρατιώτες τα λίγα χρήματα που είχαν, για να τον πληρώσουν…
Ο Γάλλος Αξιωματικός του συμμαχικού στρατού, που προσφέρθηκε να τους βοηθήσει, όχι μόνον δεν τους πήρε χρήματα για τη μεταφορά (σε αντίθεση με τους Μαυραγορίτες), αλλά βλέποντάς τους πεινασμένους, ρακένδυτους και ταλαιπωρημένους, τους προσέφερε γαλέτες και από ένα σωληνάριο με μαρμελάδα στον καθένα.
Μόλις τα φάγανε όλα αυτά ξεκίνησαν και πάλι.
Τα σπίτια τους και οι δικοί τoυς άνθρωποι, τώρα ήταν πιο κοντά….
Δυστυχώς ο πατέρας μου, λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, έπεσε εξαντλημένος κάτω…
-«…Αφήστε με παιδιά εδώ.. και συνεχίστε εσείς.. τουλάχιστον να φτάσετε στα σπίτια σας και στις οικογένειές σας. Είμαστε πολύ κοντά πια..»
-«Τι λες βρε Νίκο, φάγαμε όλο τον πόλεμο της Αλβανίας και θα σε αφήσουμε εδώ να πεθάνεις..;»
Έκοψαν τότε δύο κλαριά «λούρα» από Πεύκο, και αφού έβγαλαν τις παλιοχλένες δημιούργησαν ένα αυτοσχέδιο φορείο, έβαλαν τον πατέρα μου στους ώμους και κάθε 100 βήματα, 5 σύντροφοι άλλαζαν εναλλάξ για την μεταφορά του, έτσι ώστε να ξεκουράζονται..
Καθώς έφτασαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πολυσίτου Ξάνθης, όπου υπήρχε μία «τουλούμπα», ξαπόστασαν για να πιουν νερό.. Ο πατέρας μου, ασθενής καθώς ήταν, προσπάθησε να κατέβει από το φορείο και έτσι χτύπησε σε μία βίδα από τις σιδηροδρομικές γραμμές.. Αφού άνοιξε η μύτη του, όμως, από το γερό χτύπημα, ξεκίνησε να ρέει μαύρο αίμα.
Τον σήκωσαν οι σύντροφοι και για να τον βοηθήσουν, τον έπλυναν και του έδωσαν νερό.
-«…Αίντε Νίκο, ξάπλωσε, φτάνουμε τώρα… λίγο έμεινε..»
-«…Είμαι καλά παιδιά πια …. μπορώ να περπατήσω τώρα..» και έτσι πέταξαν το φορείο στο σταθμό του Πολυσίτου.
Κάπως έτσι λοιπόν συνέχισαν και έφθασαν ως την Αναστασιούπολη.. Εκεί στους «Καλέδες» ένα τσομπανόσκυλο χίμηξε στην αγκαλιά του πατέρα μου, και έκανε τους συμπολεμιστές του να τρομάξουν..
-«Μη σκιάζεστε παιδιά …φτάσαμε, φτάσαμε!!! Είναι το σκυλί μας, από το κοπάδι μας..» , είπε... και τον πήραν τα κλάματα.
Από τη μυρωδιά, το τσοπανόσκυλό του πήγε να προϋπαντήσει το αφεντικό του...
Εκείνου που επέστρεψε από τον πόλεμο.
Εφόσον προχώρησαν περίπου δύο χιλιόμετρα ακόμη, ήρθε η ώρα του αποχωρισμού.
Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησαν τους τρεις Ντονταίους, οι οποίοι θα συνέχιζαν το δρόμο τους μέχρι την Κίρκη της Αλεξανδρούπολης, κι έτσι χώρισαν με τους τρεις συντρόφους.. Ο πατέρας μου, ο Καλτσάς και ο Βουλγαρίδης συνέχισαν μαζί για να φτάσουν στα κονάκια τους και να σμίξουν και πάλι με τις οικογένειές τους.
«Ίασμος (Περιοχή Τούμπα), 1941»
Ήταν «θαμπά»…δεν είχε ξημερώσει ακόμη..
Ο παππούς μου άρμεγε τα πρόβατα και τον βοηθούσε η θεία μου - 15 χρονών τότε- η Κωνστάντω...
Μόλις ο πατέρας μου παρουσιάστηκε μπρος στα έκπληκτα μάτια τους, έτρεξαν με δάκρυα χαράς στα μάτια να τον αγκαλιάσουν..
Είχε επιστρέψει από το Αλβανικό Μέτωπο. Ήταν ζωντανός!!!
Όμως μέσα σε αυτήν την αναμπουμπούλα και την χαρά της επιστροφής, ο παππούς συνειδητοποίησε ότι επέστρεψε μόνον ο ένας από τους δύο γιούς του, και σάστισε..
«..Άρχισε τα μοιρολόγια.. πού είναι ο Γιανάκς μ'…»
Ο πατέρας μου όμως, τον καθησύχασε και του εξήγησε πως είναι καλά. Ο θείος μου ο Γιάννης (αδερφός του), ο οποίος βρέθηκε στο ιστορικό Καλπάκι με τον πατέρα μου στο τέλος των μαχών, ήταν σε άλλη μονάδα Μεταγωγικών, κι έτσι ξεκίνησαν χώρια από το Αλβανικό Μέτωπο για την επιστροφή.
Διαβεβαίωσε έτσι τον παππού μου πως θα επιστρέψει σίγουρα πίσω και πως είναι ζωντανός.
-«..Όπου να ‘ναι πατέρα, μην ανησυχείς… σε μία δύο ώρες, θα έρθει και εκείνος πίσω.»
Ο Παππούς μου, τότε σε ένα «κακαβ'» πήρε να βράσει γάλα για τον πατέρα μου, ο οποίος κάθισε με την αδερφούλα του σε μια στοίβα μπάλες χορτάρι, που είχαν σκεπάσει με βελέντζες να ξεκουραστεί.. Η θεία μου δεν σταματούσε να τον ρωτάει για τον πόλεμο.
Ξαφνικά ο παππούς άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, καθώς βγήκε από την καλύβα, αφήνοντας απότομα την κατσαρόλα με το γάλα να χυθεί...Ο πατέρας μου ξαφνιάστηκε και φοβήθηκε, μήπως ο παππούς έπαθε κάτι και τους προσπέρασε.
Γύρισε λοιπόν να κοιτάξει... Και τότε είδε τον αδερφό του, τον Γιαννάκη να έρχεται..
Η επιστροφή του δεύτερου ζωντανού αδερφού, ήταν πια γεγονός.
Όταν συνήλθε ο παππούς είπε στην Θεία μου:
-«Σύρε σε όλα τα Καλύβια και πες σε όλους πως το βράδυ θα σφάξουμε δύο «γκουρμπάνια»…
Ήρθαν τα παιδιά μας από τον πόλεμο…»
Εκείνο το βράδυ που ξανάσμιξε η οικογένειά μας από τα δεινά του Πολέμου, γιορτάσανε όλοι μαζί, φίλοι και συγγενείς την επιστροφή των επιζώντων Ελλήνων Στρατιωτών από το Αλβανικό Μέτωπο..