Αθανάσιος Καρυώτης
|
Γιώργος Αθ. Κουμπής Γενικός Γραμματέας Π.Ο.Σ.Σ
Κύριε Δήμαρχε, Κύριε Βουλευτά, Κύριε Αντιπεριφερειάρχα, Σεβαστέ Πατέρα, Κυρίες και κύριοι.
Aισθάνομαι βαθύτατη συγκίνηση και ιδιαίτερη τιμή, χωρίς αυτό να αποτελεί σχήμα λόγου και τετριμμένη αναφορά, συμμετέχοντας ως εκπρόσωπος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων σε αυτή την επετειακή εκδήλωση της σύναξης των οπλαρχηγών στο Βουργαρέλι. Η συγκίνηση και η τιμή είναι διπλή: αφενός γιατί σε τούτο τον τόπο, τα Τζουμέρκα, μαζί με τα Άγραφα, βρίσκονται οι ρίζες των Σαρακατσαναίων και αφετέρου γιατί θα προσπαθήσω να αναδείξω τον ρόλο των Σαρακατσαναίων Αγωνιστών στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 στα Τζουμέρκα, 200 χρόνια μετά την έναρξη της.
Tην προεπαναστατική περίοδο τα Τζουμέρκα υπάγονταν στη δικαιοδοσία και προστασία της Βαλιδέ-Σουλτάνας και απολάμβαναν, ως εκ τούτου, ιδιαίτερα προνόμια. Τα προνόμια αυτά, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μεγάλων τσελιγκάτων, διαμόρφωσαν ευοίωνες προοπτικές για την ανάπτυξη του κλεφτοαρματολισμού και την προετοιμασία της Επανάστασης. Έτσι όταν υψώθηκε το λάβαρο της Ελευθερίας στον Μωριά, άρχισαν προσπάθειες για τη μεταφορά του επαναστατικού μηνύματος και στους υπόλοιπους Έλληνες. Σε τούτο τον Ιερό τόπο, στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, στις 15 Μαΐου του 1821 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη 200 κλεφτών και προκρίτων, που αποφάσισαν την κήρυξη της Επανάστασης στα Τζουμέρκα. Σε αυτήν πήραν μέρος ο Γώγος Μπακόλας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας, ο Ίσκος, ο Ράγκος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κουτσονίκας. Η σπίθα του αγώνα της ελευθερίας άναψε εδώ, στην Αγία Λαύρα της Ηπείρου.
Η επανάσταση και οι επακολουθήσασες μάχες ανέδειξαν σπουδαίους αγωνιστές, ανάμεσά τους και πολλούς Σαρακατσαναίους, βλαχοποιμένες τους αποκαλούσαν τότε. Θα αναφερθώ αδρομερώς, με σεβασμό σε όλους τους Έλληνες, στη δράση των Σαρακατσαναίων. Πρώτα-πρώτα στον Γώγο Μπακόλα. Γεννήθηκε στη Σκουληκαριά στα μέσα του 18ου αιώνα, γιος του Κώστα Μπακόλα, πρωτοξάδελφος των αδελφών Κώστα και Μήτρου Ντιμισκή, Σαρακατσαναίων κλεφτών, και της Διαμάντως, μητέρας του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Αναλαμβάνει το 1805 το αρματολίκι με έδρα τη Σκουληκαριά, μυείται από τους πρώτους στην περιοχή της Άρτας στην Φιλική Εταιρεία και συμμετέχει στη σύναξη που Βουργαρελίου. Οι ηγετικές του ικανότητες φανερώθηκαν στη μάχη της Λαγκάδας, όταν με 100 μόνον άνδρες αποκρούει στα στενά του Μακρυνόρους 4.000 Τούρκους που σκόπευαν να καταπνίξουν την επανάσταση στο Μεσολόγγι. Λαμβάνει μέρος στη μάχη του Πέτα, στις 4 Ιουλίου του 1822, λόγω όμως της ολέθριας έκβασής της κατηγορήθηκε από τον Μαυροκορδάτο για προδοσία και πέθανε πικραμένος με το στίγμα του προδότη το 1823. Δυστυχώς αυτή είναι η μοίρα των ηρώων στην πατρίδα μας. Την ιστορική αλήθεια και τη μνήμη του Γώγου Μπακόλα αποκαθιστά ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του: «ο αθάνατος Γώγος ήταν τίμιος άνθρωπος και γενναίος πατριώτης… χάριτες του χρωστάει η πατρίδα… ωσάν λιοντάρι πολεμούσε και σαν φιλόσοφος οδηγούσε». Ο Γώγος Μπακόλας άφησε συνεχιστές του έργου του τους γιους του, Μήτρο και Κώστα. Ο τελευταίος μάλιστα παντρεύτηκε την κόρη του Μάρκου Μπότσαρη, για να σβήσει το μίσος ανάμεσα στις δύο οικογένειες.
Πέραν του Γώγου Μπακόλα ονομαστοί Σαρακατσαναίοι κλεφτοαρματολοί των Τζουμέρκων και της ευρύτερης περιοχής, αλλά και αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, ήταν οι Κουτελιδαίοι από τη Σκουληκαριά, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Χόσεψη, τη σημερινή Κυψέλη του φιλόξενου δήμου σας. Συγγενείς των Κουτελιδαίων, όπως γράφει ο Νίκος Κατσαρός, πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ζουν στο Μακρυχώρι Λάρισας και η οικογενειακή τους μνήμη διασώζει τη συγγένειά τους με τους κλεφτοαρματολούς Κουτελιδαίους. Ο Μήτρος Κουτελίδας και ο αδελφός του Γιαννάκης, διάδοχοι του πατέρα τους Νικολάου, στο αρματολίκι των Τζουμέρκων υπήρξαν γενναίοι πολεμιστές και φλογεροί πατριώτες. Πολέμησαν με ανδρεία στο Κομπότι, στη Λαγκάδα, στην Πλάκα, στον Σταυρό, στην πολιορκία της Άρτας.
Στην Επανάσταση του 1821, κυρίες και κύριοι, στις μάχες της περιοχής των Τζουμέρκων συμμετείχαν και άλλοι λιγότερο γνωστοί ή απλοί αγωνιστές. Στην πολιορκία της Άρτας με αρχηγό τον Γιωργάκη Τσόγκα, πρωτοξάδερφο του Κατσαντώνη, έλαβαν μέρος πολλοί Σαρακατσαναίοι που ξεχείμαζαν στο Ξηρόμερο και ξεκαλοκαίριαζαν στα Τζουμέρκα ή στα Άγραφα: o Ζαχαράκης, o Ζυγούρης, ο Καλεσακης, ο Καραμπάς, ο Κολοκύθας, ο Κουλτούκης, ο Λεπενιώτης, ο Μπαλάσκας, ο Μωραΐτης, ο Παλιογιώργος , ο Πατσαούρας, ο Φερεντίνος, ο Χασακής.
Η μνεία στους Σαρακατσαναίους αγωνιστές, σεβαστό ακροατήριο, δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει αναφορά στο μεγαλύτερο όλων, το Γεώργιο Καραϊσκάκη, το γιο της καλογριάς. Επιτρέψτε μου να πω μόνο λίγα λόγια για τη δράση του στα πεδία των μαχών και να αναδείξω τις σαρακατσάνικη καταγωγή του σε όσους, ενδεχομένως, δεν την γνωρίζουν. Μητέρα του ήταν η Διαμάντω Ντιμισκή από τη Σκουληκαριά, αδελφή του Κώστα και Μήτρου Ντιμισκή και πρώτη εξαδέλφη του Γώγου Μπακόλα. Άρα η σαρακατσάνικη καταγωγή του εκ μητρός είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη.
Πατέρας του, κατά την πιθανότερη εκδοχή, ήταν ο Δημήτριος Καραΐσκος. Συνηγορούν σε αυτό τα ακόλουθα: σε σφραγίδα του ίδιου το 1816 γράφεται Καραΐσκος, η γυναίκα του τον αποκαλεί Καραΐσκο, έτσι τον γράφει και ο Πουκεβίλ. Προφορική παράδοση των απογόνων του Καραϊσκάκη αναφέρει ότι η Ζωή Ντμισκή, χήρα, έμεινε έγκυος και επειδή τα ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν τη γέννηση του νόθου παιδιού της αναγκάστηκε να γίνει μοναχή με το όνομα Ζωή. Όταν έφερε στον κόσμο το αγοράκι της πήγε να μείνει στο κονάκι των Ισκαίων στο Σακαρέτσι του Βάλτου. Δεν έγινε όμως δεκτή, άφησε το βρέφος σε μία σαρακατσάνικη οικογένεια στα Άγραφα και η ίδια περιφερόμενη στα χωριά πουλούσε διάφορα «αγιωτικά» είδη, λιβάνια και κεριά, για να ζήσει. Γρήγορα όμως πέθανε αφήνοντας τον Γιώργο ορφανό σε ηλικία μόλις 8 χρόνων.
Πατέρας του Δημητρίου Καραΐσκου και παππούς του Γεωργίου Καραϊσκάκη ήταν ο Λαλογιώργος Ίσκος, πρωτοπαλίκαρο του Γιώργου Θώμου. Το Λαλογιώργος προκύπτει από τις λέξεις Λαλάς που σημαίνει «θείος» και Γιώργος. Ήταν συνηθισμένη μέχρι πρόσφατα στους Σαρακατσαναίους η φράση ο λαλάς μου ο…. και ακολουθούσε το συγκεκριμένο όνομα. Ακόμη, κατά το Βλαχογιάννη και τον Κασομούλη οι Ισκαίοι συγγένευαν με τους Συκάδες και τους Αραπογιανναίους, αναμφίβολα Σαρακατσαναίους. Ενώ και η προφορική παράδοση των Σαρακατσαναίων θέλει τους Ισκαίους και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη δικό της. Μάλιστα οι Καπουλαίοι, μία οικογένεια Σαρακατσαναίων της Μακεδονίας, διατηρούν μνήμες ότι ο προπάππους τους ήταν ξάδερφος του Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Ο ίδιος τώρα ο Καραϊσκάκης εντάχθηκε στο καπετάνατο του Σαρακατσάνου πρωτοκλέφτη Κατσαντώνη. Γιατί άραγε; Είχε πρωτοπαλίκαρά του Σαρακατσαναίους: τον Τσάκαλο, τον Ζαραλή, τον Μπακογιάννη, τον Κατσαρό, τον Βελέντζα και πολλούς άλλους. Παντρεύτηκε, όπως απαιτούν τα σαρακατσάνικα έθιμα, την Γκόλφω από το σόι των αδελφών Ψαρογιανναίων, κλεφτών του Ραδοβυζίου, και χρησιμοποιούσε σε στιγμές έντασης λέξεις και φράσεις της σαρακατσάνικης λαλιάς. Ισχυρότερη απόδειξη, φρονώ, η μαρτυρία της απογόνου του ήρωα, Ελένης Καραϊσκάκη, σε διαδικτυακή εκδήλωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν Σαρακατσάνος. Επομένως, φίλες και φίλοι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης ήταν Σαρακατσάνος εκ πατρός τε και μητρός.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η ορφάνια και η κοινωνική απόρριψη σε ένα συντηρητικό περιβάλλον σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα του. Διέθετε ισχυρή προσωπικότητα, επιμονή και ηγετικές ικανότητες, αλλά ήταν φιλόνικος και βλάσφημος. Όπως είχε πει και ο ίδιος: «όταν θέλω γίνομαι άγγελος κι όταν θέλω γίνομαι διάβολος». Νωρίς έγινε κλέφτης, φυλακίστηκε από τον Αλή Πασά, έμεινε στην αυλή του έως ότου λιποτάκτησε και εντάχθηκε στο σώμα του Κατσαντώνη. Έλαβε μέρος σε σύσκεψη στη Λευκάδα στις 30 Ιανουαρίου 1821 μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Γεώργιο Βαρνακιώτη, τον Δημήτρη Μακρή, τον Νικόλαο Στουρνάρη και άλλους. Οι οπλαρχηγοί εκεί με έκδηλο ενθουσιασμό δέχτηκαν την είδηση πως πλησιάζει η πολυπόθητη ώρα της αποτίναξης τουρκικού ζυγού και ο καθένας έφυγε για τον τόπο του, προκειμένου να προετοιμάσει την εθνική εξέγερση.
Λαμβάνει μέρος στη μάχη του Πέτα, στο Κομπότι, στο Λουτράκι στο Σοβολάκο. Συγκρούεται με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, καθώς ο τελευταίος που αρνείται το αρματολίκι των Αγράφων, και τελικά κατηγορείται για προδοσία. Είπαμε πριν ποια είναι η μοίρα των ηρώων στην Ελλάδα! Δικάζεται, στερείται τα αξιώματά του και με κλονισμένη υγεία πηγαίνει στα αγαπημένα του Άγραφα. Παρά τις απαγορεύσεις των ιατρών συνεχίζει να πολεμά προσφέροντας βοήθεια στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Εν συνεχεία ανακηρύσσεται Γενικός Αρχηγός της Στερεάς Ελλάδας διαθέτοντας ισχυρό στρατιωτικό σώμα και επιτυγχάνει σειρά νικών σε βάρος των Οθωμανών, με κυριότερη αυτή της Αράχωβας, όμως χάνει τη ζωή στην πολιορκία των Αθηνών στις 23 Απριλίου 1827, ανήμερα της γιορτής του. Τα τελευταία του λόγια: «εγώ πεθαίνω όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστάξετε την πατρίδα». Αλήθεια πόσο επίκαιρα!
Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή μου θα ήθελα για μια ακόμη φορά να εκφράσω τη συγκίνησή μου που βρίσκομαι στα Τζουμέρκα. Μας ενώνουν ο Καραϊσκάκης, ο Μπακόλας, οι Κουτελιδαίοι, οι μνήμες πολλών Σαρακατσαναίων όλης της Ελλάδας ότι έφυγαν από τα Τζουμέρκα, ο τοπικός σύλλογος Σαρακατσαναίων. Είναι απαραίτητο να βρούμε περισσότερους διαύλους προσέγγισης.
Σας ευχαριστώ
Σας ευχαριστώ πολύ
Στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο του Ιωάννη Κουτσοκώστα: «Οι Σαρακατσαναίοι στους Αγώνες του Έθνους» και το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού: « Σαρακατσιάνοι και Αρμάνοι- Οι Βλάχοι».