flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Οι μουραπάδες του Βασίλη Κουτσούμπα

Koutsoumpas Vasilis2

 

Του Βασίλη Κουτσούμπα
Τσουκαλάδες Λιβαδειάς

 

Δεν αδειάζουμε ούτη να πεθάνουμε

Οι Σαρακατσαναίοι ήταν και είναι θρήσκοι, Τητάρτες, Παρασκευές, τ’ς κρατάγαν’ κι τ’ς νηστείες, Πάσχα, Χριστούγεννα,  Δεκαπηνταύγουστο,  ούλες τ΄ς μέρες. Αλλά όσοι είχαν πράματα στ’ν ικκλησία δεν άδειαζαν να πάν’ τ΄ς Κυριακές, «δεν αδειάζουμε ούτη να πεθάνουμε έλιγαν.»

Μια Κυριακή ήταν παλιόκαιρος κι δεν τ’ άχει βγάλ’ τα πράματα απ’ του μαντρί ένας χουριανός τσοπάνους.

 – «Τράβα στ’ν ικκλησία τ’ λέει η γ’ νέκα τ’ κι ‘σύ μια βολά.»

 – « Ντρέπουμε τ’ς λέει ου άντρα τ’ς, δεν έχου μάτα πάει δεν ξέρου τι κάνουν.»

– «Μην ντρέπεσαι δεν είναι τίπουτα, θα βάλ’ς έναν μπρουστά κι ότ’ κάν’ αυτός θα κάν’ς κι ‘σύ», μη τα πουλλά τον κατάφηρη.

Φτάν’ στ’ν εκκλησία… βάν’ έναν μπρουστά κι έκανε ότι έκανε ου πρώτους, έριξε λιφτά πήρε κηριά τ’ άναψ’, φίλ’ σε τ’ς εικόνες ούλες. Σ ένα σημείο τ’ς λειτουργίας έπρεπει να σκύψουν, έσκυψαν ούλοι έσκυψε κι αυτός, (ήταν το παντελόν’ τ’ ξ’ λουμένο στον κώλο).

Αυτός που ήταν πίσω το είδει κι να τουν ενημερώσει τουν σούβλισε μη το δάχ’ λο στουν κώλο. Σκέφ’ κι ότι αφού με σούβλισε ου πίσους πρέπ’ να σουβλίσω ηγώ τουν μπροστινό κι σουβλάει με το δάχ’ λο τουν μπροστινό στουν κώλο, γυρνάει ου μπροστινός και τ’ ρίχν’ μια μπουνιά στα τσαούλια. Τώρα σκέφ’ κι πρέπ’ να ρίξω στον απ’ πίσω μ’ μια μπουνιά, τ’ ρίχν’ κι αυτός στα τσαούλια στον πίσω κι σ’ κωθ΄κε κι έφυγε.

Να μου λ’ πε η εκκλησία κι λειτουργία, έληγη μουναχός τ’, άμα είναι έτσ’ δε μάτα πάω. 

Στον δρόμο συναντάει μια κυρία κι τουν ρωτάει,

 Δεν μου λέτε κύριε σε πιο σημείου είναι η λειτουργία;» 

Ηγώ στου κωλοδάχ’ λο ν’ άφ’ σα, που έχ’ φτάσ’ τώρα δεν ξέρου.

Οι ραφτάδες

Οι ραφτάδες ήταν απ’ τ’ς ανθρώπους που έμπιναν στα κουνάκια των Σαρακατσαναίων για να ράψουν κάπες, μαλέτα, σακάκια κι ότι δήποτε χρειάζονταν. Έχουν να λέν’ πολλούς μουραπάδες με τ’ς ραφτάδες. Είχαν τον δικό τ΄ς χώρο πάντα κουντά στην φωτιά άμα ήταν χ’μώνας, εικεί έτρωγαν, έραβαν, κιμόνταν κι μάλιστα με μεγάλη φροντίδα, καλά πέρναγαν. Γι αυτό έψαχναν να ράψουν Σαρακατσαναίους.

Μερικοί ραφτάδες δεν είχαν ιδέα απού ράψ’μο αλλά για να περάσουν καλά έκαναν τους ραφτάδες. Σει ένα τέτοιο γηγονός θα μουλουγίσου σήμερα.

 Δεν θ΄μάμε ποιος μ΄του μουλόγαγε, κατέφκει ένας θ’κός μας σαρακατσάνους μικρό-τσέλιγκας απ΄τουν Έλυμπου στ’ Λάρ΄σα στου παζάρ΄να ψουνίσ’, πήρει τι πήρει, ήθειλει όμους να φκιάς κινούρια κάπα, είχει τα τόπια αλλά ήθειλει κλουστές κι ότι άλλο χρειαζόνταν κι να βρει κι ράφτ’.

 Ρώτ’σει εκεί στο ημπορικό μάκι ήξειρει κανέναν ράφτ’ να μπουρεί να πάει απάν τ΄ς στρούγκεις,» γιατί έπρειπει να κάνουν κι πρόβες. Ηγώ, τ’ λέει ένας που ‘ταν μες στου ημπορικό, ξέρου να φκιάσω οτ΄θες.

Τουν τήραξει καλά δεν τ’ παρά γιέμ’ σει του μάτ’ αλλά τι να κάμ’, τα κανόν’σει ούλα σει δυο μέρεις θα πάηνει απάν τ΄ς στρούγκεις. Πήγει ο ράφτ’ς στα κουνάκια άπλουσαν του ύφασμα.Oυ-ου λέει ου ράφτ’ς φτάν΄κι πρεισέβ΄ κι να μιτράει μι τα μηζούρια κι άρχισε να κόβ’ α’ που δώ, να κόβ’ α’ που κεί. Κι α’ πού φαεί ότ’ θέλ’ ου ράφτ’ς, κουλατσιό κι το καλύτερο πιάτου, παραθέρ’ κανονικό.

Μητά α’ που δυο μέρες έπρειπει να κάμ’ πρόβα, πόσο μακριά τ’ν ήθειλει τ΄ν κάπα κι άλλα. Άρχισει να κάμ’ τ΄ν πρόβα δεν του βγίνει π΄θενά τούχι κάμ’ κουμάτια το ύφασμα. Τήρα τ’ λέει τ’ Σαρακατσάνου, δεν φτάν’ του ύφασμα για κάπα…

 Μητά α’ που δυο μέρες έπρειπει να κάμ’ πρόβα, πόσο μακριά τ’ν ήθειλει τ΄ν κάπα κι άλλα. Άρχισει να κάμ’ τ΄ν πρόβα δεν του βγίνει π΄θενά τούχι κάμ’ κουμάτια το ύφασμα. Τήρα τ’ λέει τ’ Σαρακατσάνου, δεν φτάν’ του ύφασμα για κάπα.

Τι να κάνουμει τώρα που να βρούμει άλλο ύφασμα λέει ου τσοπάνος. Του σκέφκει λίγου κι τ’ λέει, δεν πειράζ’ φκιάσει κουντοκάπα.

 Ωραία λέει ου ράφτ’ς» κι ξικίν΄σε για κουντόκαπα.

Μητά α’ που δυό μέρεις έπρειπει να κάμ’ πρόβα, εμ έλα π’ δεν έφτανει ούτε για κουντοκάπα. Τουν τήραξε καλά ου τσέλιγκας, τότει αρχίσαν να τον καίν΄τα κρεμύδια.

 Λοιπόν, λέει στου ράφτ’, θα μ’ φκιάξεις ένα σακάκι.»

 Ναι-ναι τ’ λέει ου ράφτ’ς, σακάκι μη τσέπεις κι τρανό γιακά.

Ήρχειτει μητά απού δυο μέρες για πρόβα, του ρίχν’ απάνου τ’, π’ θηνά τ’, μ’σό ούτι για σακάκι έφτανει.

 Ρε τι πάθαμε λέι ου ράφτ’ς κι τ’ λέει θα σφκιάσου δυο γιλέκα ωραία.

Τι να κάμ’ γιλέκα- γιλέκα. Εμ έλα όταν ματά κατέφκει για πρόβα δεν έφτανει το ύφασμα ούτι για ένα γιλέκο, του τήραξε καλά κι τ’ λέει.

Φκιάσει μ’ δυο καπνοσακούλεις κι γίνε άμουρος α’ που δω.

Σ’κώθ΄κει κι έφυγε ου ράφτ’ς ούτε ληφτά χάλιψει ούτι τίποτα, πάντως τα πέρασει καλά στου κουνάκι τ’ Σαρακατσάνου.

Ούλα τα φαϊά κόφ’ τα μ’, αυτό μην του παλέβ’ ς 

Αυτόν του μουράπα τουν μουλόγαγει ου Νάκας ου Κώστας, ου πρώτος ου θ΄κόμας Σαρακατσάνος τραγουδιστής, δεν λέου άλλα γιατί ότ’ να πω είνει λίγα για τουν Νάκα.

Ήταν σ’ ένα χουριό σαν του θ’κόμας Τσουκαλάδης, ένας γέροντας ου μπάρμπα Κώτσους, είχει κιρό που δεν πάρα μπόργει, είχει έναν σφάχτ’ πίσου στ’ πλάτ’ αλλά κι μπρουστά στου στήθους.

Αποφάσησει να πάει στου γιατρό, «οι σαρακατσαναίοι δύσκολα πάαιναν σει γιατρό, καρτέργαν να γιατριφτούν με βότανα κι πρακτικά.

Τον είδει ου γιατρός και διαπίστωσει οτ’ έχ’ ένα πρόβλημα στ’ γκαρδιά. –«Άκου μπάρμπα Κώτσου τ’ λέει ου γιατρός, θα σ’ δώσω κάτ’ χαπάκια θα τα πίν’ς κάθε βράδ’, αλλά θέλω απού δω κι πέρα να προυσέχ’ς τι θα τρώς. Δεν θα τρως αλμυρά, τηγανητά, ξύγκια, σπλινάντερα, κουκορέτσια και το σεξ κουμμένο.

Σεξ, λέει ου μπάρμπα Κώτσους, δεν του ξέρ’  αυτό του φαΐ η Κώστηνα.»

 Μπάρμπα Κώτσο του σεξ δεν είνει φαΐ, είνει πως να στου πω, ου μαρκάλους.

Α γιατρέ ούλα τα φαϊά κόφ’ τα μ’, αυτό μην του παλέβ’ς, άστου να κοπεί μουναχό τ’.