Του Βασίλη Κουτσούμπα
|
Οι Τσουκαλάδες είνι ένα γνήσιο Σαρακατσάν’κο χουριό, κοντά στ’ν Λειβαδιά. Όπως είνι έρχοντι πολλοί Λειβαδίτες για να πάρουν φρέσκο τυρί, γάλα κι αυγά. Ήταν κοντά στο Πάσχα, Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη κι μια κυρία πήγι στ’ θειά μ’ τ’ Βαγγέλαινα να χαλέψ’ αυγά. Η θειά μ’ της είπι
- «Ιγώ δεν έχου άλλα έχ’ η Μήτσαινα» και τ’ς έδειξι του σπίτι τ’ς απού ‘ταν δίπλα στ’ν εκκλησιά. Πάει λοιπόν η κυρία απ’ όξω κι χουγιάζ’
- «Μήτσαινας!! Μήτσαινας!!»
Η θειά μ η άλλη ήταν απ’ όξω κι δεν τ’ς έκρινι.
- «Εδώ είναι του κυρίου Μήτσαινα;» ρωτ’σι η Λειβαδίτισσα
- «Όχι» απαντάει η θειά μ’
- «Μα μου είπε η κυρία δίπλα ότι εδώ έχει αυγά η Μήτσαινα» λέει η Λειβαδίτισσα
- «Ιγώ είμι. Πόσα θέλ’ς;» λέει η θειά μ’
- «Εσύ είσαι και δεν είναι το σπίτι του κυρίου Μήτσαινα;» ξαναρωτ’σι μι απορία η Λειβαδίτισσα
- «Που να κάτσω να σ’ μολογάου τώρα ….» τ’ς λέει η θειά μ’ «παρ’ τ’ αυγά κι ώρα καλή στ’ δρόμους!!!!!!»
Το βρακί του Βασίλη Κουτσούμπα
Στον Νομό Καρδίτσας ή Τρικάλων δε θ’ μάμε του μολόγαγε ο πατέρας μ, έχουν πουλλές κηρασές. Πάαινε συνέχεια ένας έμπορας να μαζέψ’ κηράσια αλλά ήθελη να τα μάσουν γ’ ναίκες εργάτ’ σες.
Έδινει ηβδομήντα δραχμές για ‘φτες π’ θα μάζουναν απ’ κάτ’, να πατάν’ στ’ γη κι ουγδόντα δραχμές τσ’ αυτές π’ θα ‘νέβναν απάν’ στου δέντρο. (Τότε οι γυναίκες δεν φόραγαν παντελόνια ούτε φόρμες.)
Λέει ένας άντρα’ς στ’ γ’ναίκα τ’ .
– «Τήρα μαρή να πας με τ’ς ηβδομήντα, για δέκα δραχμές μην ανέβ’ ς στου κλαρί θα σ’ βλέπ’ ου άλλους απ’ κάτ’ του βρακίς.»
Του βράδ, γύρ’ σε στου σπίτ’ ς και τ’ν ρώτ’ σε ο άντρα’ τς απού μάζωνε τα κηράσια.
– «Από πάν» τ’ λέει η γ’ ναίκατ’. – «Μαρή σ, τήραγαν του βρακί οι άλλ’ απ’ κάτ’ . »
– «Σιγά μη το βλέπαν»
– «Γιατί δεν το βλέπαν» ρώτ’ σε ο άντρα’ τς
.– «Του ειχα βγάν’, δεν φόρ’ γα τίπουτα.»