Χαρά Λέντα
|
Πήρε ο Μάρτης 12 κι Απρίλης 15 άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κα νά τραγούδι ...Μόνο προσευχή κάνουν τα πικραμένα χείλη για λύτρωση κι απελευθέρωση απ' τα επίγεια βάσανα. Σιμά-κοντά τ' Αη-Γιωργιού λίγες ώρες νωρίτερα ξέφυγε σε μέρη που δεν υπάρχει θλίψη και στεναγμός. Γεννημένος στο Σαρακατσανοχώρι Διόνυσος-Βοιωτίας έφυγε νωρίς για την πρωτεύουσα να απολλαύσει τις καλοσύνες τους. Εργάστηκε προσλήφθηκε στα ΕΛ.ΤΑ και έμαθε τα μυστικά της ζωής στα σοκάκια των συνοικιών της Αθήνας. Δημιούργησε οικογένεια τους προστάτευσε σαν “ μάνα και πατέρας”. Μεγάλωσε παιδιά, τα σπούδασε, τα πάντρεψε, άκουσε το όνομά του και έφυγε... Όμως η ζωή της μικρής πόλης και του χωριού του τον έφερε πίσω στην πατρίδα. Με την τσάντα του ταχυδρόμου στην πλάτη πρώτος στη δουλειά πρώτος και στο τελείωμα, έπαιρνε τις ανηφοριές της Λειβαδιάς ίδρωνε ολόκληρος μούσκευε και η πέτσινη τσάντα. Ήταν “ ο γέρος” στο χώρο δίχως συμβουλές και λύσεις.
Μπολιάστηκε στο Σύλλογο Σαρακατσαναίων Βοιωτίας συνδέθηκε με φιλία, με συγγένεια το τραγούδι, την παράδοση κι αφοσιώθηκε στο Συλλογικό παιχνίδι. Ενεργό μέλος συμμετείχε στη διοίκηση του Συλλόγου θήτευσε σαν απλό μέλος Αντιπρόεδρος Πρόεδρος επί θητείας του '93. Το '95 πρόεδρος, το όραμα “αγορά αίθουσας” έγινε πραγματικότητα.
Εκεί τα Σαββατόβραδα μετά τους χορούς των παιδιών. (τόσα και τόσα παιδιά έμαθαν) έπεφταν οι σκέψεις και τα προβλήματα, τα όνειρα της δημιουργίας... Καθαρός στο λόγο στη γρήγορη σκέψη, ευθύς και συνάμα οξύς. Πολέμιος στο ψέμμα, στη συκοφαντία και στη δολοπλοκία. Με έντονο θρυσκευτικό συναίσθημα συμμετείχε τα τελευταία χρόνια στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της ενορίας του στο χωριό. Οι εργασίες για τη δημιουργία καλλωπισμού στην εκκλησία η συμμετοχή του στο ψαλτήρι ερασσιτεχνικά ήταν έννοιες που το απασχολούσαν έντονα. Μελετούσε τη Βυζαντινή μουσική ( μεγάλη του
ευχαρίστηση) και καθ'ότι καλλίφωνος τόσο στη ψαλμωδία όσο και στα παραδοσιακά μας τραγούδια αγαλίαζε η ψυχή του μ' αυτά... Όμως όλα έχουν το τέλος τους.
Άρχισε και ο δικός του ανήφορος που τον οδήγησε στο ατελείωτο ταξίδι. Κι έφυγε σε μέρες περίεργες που δεν μπόρεσαν φίλοι και γνωστοί να τον ξεπροβοδίσουν... Σου χρωστούμε πολλά και δεν μας χρωστάς τίποτε.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΠΑΥΣΗ.