Του Αλέξανδρου Παρλάντζα
|
Προξενητάδες ήρθαν, χρήσω να σε χαλέψουν
στα ξένα με έναν άγνωστο, θέλουν να σε παντρέψουν
Λόγω θέλουν να δώσουνε, και γάμο να ορίσουν
χρήσω μου την αγάπη μας, στα δυο θα την χωρίσουν
Η μάνα σου δεν θέλησε, σ εμένα να σε δώσει
ετούτο το προξένημα, βαριά θα με πληγώσει
Χρήσω κάνε την άρρωστη, μη βγαίνεις να σε δούνε
το προξενιό να μη δεχτείς, ότι και να σου πούνε
Απόψε τα μεσάνυχτα, θα έρθω για να σε κλέψω
χωρίς εσένα χρήσω μου, δεν γίνεται ν αντέξω
Τα συβάσματα των Σαρακατσαναίων
Πέντε έξη καβαλάρηδες, μας ήρθαν στα κονάκια
οι γναίκες αγναντέβουνε, χαίρονται τα παιδάκια
Με φορεσιές αγένοτες, είναι καλό ντυμένοι
καβάλα στα μπινέκια τους, και όλοι αρματομένοι
Βγήκαν οι γεροντότεροι, να τους καλωσορίσουν
γυναίκες πήραν τ άλογα, να τα μακροσκινήσουν
Ο τσελιγκας τους κάλεσε, ναρθουν να φιλευτουνε
του μπάρμπα Αντώνη τη λενιω, ήρθανε για να δούνε
Με ένα τσελιγκοπουλο, θέλουν να τη συμβασουν
τα προικο συμφωνηματα, ήρθαν να κουβεντιασουν
Σε όλα συμφωνισανε, το λόγο έχουν δώσει
σηκώθηκε ο τρανητερος, τη λενη να ασημωση
Τη λενη τη διαταξανε, το χέρι να φιλήσει
όταν θα πάει ο γεροντας, για να την χαιρετισει
Μα όταν πήγε ο γεροντας, τη λενη να κεράσει
από ντροπή κοκινησε, τα λόγια είχε χάσει
Ακόμα δεν το πίστευε, πώς ήταν συμβασμενη
τα προξενια της τελιωσαν, ήταν λόγο δωσμενη
Άντρες γυναίκες και παιδιά, Τραγούδια αρχηνανε
και με σταυρό φιληματα, τη λενη χαιρετανε
Τη λενη βαλαν στο χορό, πιασαν τα αρματα τους
και ρίχνουν ασταμάτητα, τρανή είναι η χαρά τους
Αρνιά κατσίκια σφάξανε, στης σούβλες τα περνάνε
χαίρονται τα συμβασματα, το γλέντι αρχηνανε
Γάμος Σαρακατσάνικος
Τους γάμους όταν έφκιαναν, οι Σαρακατσαναίοι
όλοι μαζί τραγούδαγαν, οι γέροντες κι νέοι
Χωρίς Κλαρίνα και βιολιά, πείνανε και γλεντούσαν
κι αυτοί που σέρναν το χορό, Τραγούδια αρχινούσαν
Από την Πέμπτη αρχίναγαν, προζύμια για να πιάσουν
τα απαλό ζυμώνανε, την κλούρα για να φκιασουν
Πάντα στο πρώτο ζύμωμα, βαναν μικρό αγόρι
ναχουνε γιο προτωτοκο, και ύστερα την κόρη
Με ρόδια και γλυκόμηλα, το φλάμπουρα στοληζαν
κορίτσια με συμβολικά, κεντηδια τον γεμιζαν
Για φλαμπουριαρη διάλεγαν, όμορφο παλικάρι
και με μπινεκη ζηλευτω, τον έβαζαν μπροστάρη
Το Σάββατο απτην αυγή, φταναν οι καλεσμένοι
καβαλα στα μπινεκια τους, και όλοι αρματομενοι
Αρνιά κατσίκια φερνανε, και πρόβατα σφαγμενα
στα νιογαμπρα στα νιονυφα, τα είχανε ταγμενα
Καζάνια βαναν στη σειρά, μαγείρεμα ν αρχησουν
και άλοι άναβαν φωτιά, τα κρέατα να ψήσουν
Το Σάββατο αποβραδύς, μπενανε στα μεράκια
και η χαρά απλώνονταν, σε όλα τα κονάκια
Γλεντάγανε και χόρευαν, μέχρι που να χαράξει
ώσπου απτην ανατολή, ο Αυγερινός να αράξει
Την Κυριακή ξεκίναγαν, να πάνε συμπεθεροι
με ένα φλώρο άλογο, τη νύφη για να φέρει
Της νύφης τ άσπρο τ άλογο, αντραδερφος τραβούσε
κιοπ ήτανε κακοτοπια, τη νύφη την κρατούσε
Κιαφτοι που πίσω έμειναν, νέα φαΐα να φκιαξουν
της ράχες αγναντεβανε, τα άλογα ν αραξουν
Τη νύφη καρτερουσανε, ναρθει να προσκυνησει
το γλέντι το ξεφάντωμα, πάλι να ξανα αρχησει
Έτσι τους γάμους εφκιαναν, οι σαρακατσαναιοι
για να θυμούνται οι παλιοί, να μάθουνε οι νέοι