Του Αλέξανδρου Παρλάντσα
|
θα μουνα δώδεκα χρονών μια σταλιά παιδάκι
που μούφκιασε η μάνα μου το πρώτο μαλιωτάκι
το ύφανε και το στειλε για να το μαντανίσει
και με τραγούδια και ευχές το ράψυμο να αρχίσει
ήτανε μαύρο χνουδωτώ διπλά γαιτανομένο
και ήτανε στα μέτρα μου κομμένο και ραμμένο
δε εύγει απ΄τη σκέψη μου σαν να ταν χθές θυμάμε
για σκέπασμα το έπαιρνα τα βράδια να κοιμάμε
το μαλιωτάκι το μικρό το είχα για καμάρι
γιατί άμα το φόραγα ένιωθα παλικάρι
ένιωθα απο μέσα μου τρανός σαρακατσιάνος
αφού μαλιώτο μου φκιασαν ήμουν και γω τσοπάνος
το μαλιωτάκι ήτανε η πρώτη εμπειρία
που να ξερα μες τα βουνά θα γράφω ιστορία
κάτω απ το μαλιώτο μου χειμώνες θα περνάω
και μια ζωή στην πλάτη μου πως θα το κουβαλάω
πως μια ζωή ολόκληρη ένα με κείνο θα με
κι όταν το πρωτοφόρεσα πάντοτε θα θυμάμαι
πολλά μαλιώτα χάλασα σε όλη την ζωή μου
μα εκείνο πρώο ήτανε και έμεινε στην ψυχή μου