Του Χρήστου Ντέντα |
(Ομιλία του Χρήστου Ντέντα, τέως Διευθυντή 1ου ΓΕΛ Κιλκίς, στη εκδήλωση, στις 20-10-2013, του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Ν. Κιλκίς ΄΄Ο ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ΄΄ για τη συμβολή των Σαρακατσάνων στον Μακεδονικό Αγώνα.)
Ο Μακεδονικός Αγώνας εντάσσεται στο Μακεδονικό Ζήτημα, το οποίο προέκυψε τον 19ο αιώνα και υπήρξε αποτέλεσμα της ιδιάζουσας εθνολογικής σύστασης του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, η οποία τότε ήταν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι αντίρροπες εθνικές κινήσεις, οι αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις των βαλκανικών κρατών, η πολυγλωσσία των Χριστιανών κατοίκων, αποτέλεσαν τους παράγοντες, που έθεταν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη γέννηση, την επέκταση και την πλοκή του Μακεδονικού Ζητήματος.
Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ένας ανορθόδοξος πόλεμος στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια ,1904-1908, μεταξύ κυρίως ελληνικών και βουλγαρικών ενόπλων σωμάτων, ακόμα και Σέρβων και Ρουμάνων. Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του πολέμου, είχε επεκταθεί σ’ όλη τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης, στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών και ανατολικότερα.
Η ίδρυση, με σουλτανικό φιρμάνι, το 1870 της Αυτοκέφαλης Βουλγαρικής Εκκλησίας με επικεφαλή έξαρχο αποτελεί την απαρχή του Μακεδονικού Ζητήματος.
Τον Μάρτιο του 1878 η Ρωσία ως νικήτρια του ρωσοτουρκικού πολέμου επέβαλε με την μονομερή συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ( προάστιου της Κωνσταντινούπολης) στον Σουλτάνο τη δημιουργία μιας ΄΄Μεγάλης Βουλγαρίας΄΄, που θα περιλάμβανε ολόκληρη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. Αλλά τον Ιούνιο του 1878 στο συνέδριο του Βερολίνου, αποφασίστηκε από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις η παραμονή της Μακεδονίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η βουλγαρική Εξαρχία, χρησιμοποιώντας τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ως άλλοθι για τις επεκτατικές της βλέψεις στο χώρο της Μακεδονίας, αρχίζει έναν αγώνα προπαγάνδας με απώτερο στόχο τη βουλγαροποίηση της Μακεδονίας, δημιουργώντας βουλγαρικά σχολεία και εκκλησίες.
Το Οικουμενικὸ Πατριαρχείο με την φωτισμένη προσωπικότητα του Πατριάρχη Ιωακεὶμ του Γ’ είδε τον κίνδυνο για την Μακεδονία κα στελέχωσε τις Μητροπόλεις με εξαίρετους Μητροπολίτες, όπως το Γερμανὸ Καραβαγγέλη στην Καστοριά.
Ο παπάς και ο δάσκαλος αναδείχθηκαν στα χρόνια εκείνα από τα ισχυρότερα στηρίγματα των Ελλήνων της Μακεδονίας, περιορίζοντας στο ελάχιστο τα αποτελέσματα της βουλγαρικής προπαγάνδας.
Οι Βούλγαροι, βλέποντας ότι δεν μπορούν να πετύχουν τον σκοπό τους με ειρηνικά μέσα, στέλνουν ένοπλες ομάδες κομιτατζήδων στα χωριά της Μακεδονίας όπου τρομοκρατούν, εκβιάζουν, πυρπολούν και σκοτώνουν, τις περισσότερες φορές με απάνθρωπο τρόπο, όσους αντιστέκονταν στα σχέδιά τους.
H εδραιωμένη βουλγαρική παρουσία στην ύπαιθρο και τις κωμοπόλεις της Μακεδονίας, οδήγησε και την ελληνική πλευρά στη σταδιακή υιοθέτηση της ένοπλης αντιπαράθεσης ως κύριου τρόπου δράσης. Έτσι πραγματοποιήθηκε η οργάνωση ένοπλων σωμάτων που αποτελούνταν είτε από Έλληνες πολίτες, είτε από αλύτρωτους Έλληνες (ιδίως Κρητικούς), κυρίως όμως από εντόπιους όπως ο καπετάν Κώττας, ο Παύλος Κύρου, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης και πολλοί άλλοι.
Η πρώτη αντίδραση των Ελλήνων στα σχέδια των Βουλγάρων ήταν η Επανάσταση του Ολύμπου το 1878.
Το καλοκαίρι του 1896 και την άνοιξη του 1897 σημειώθηκαν νέες ελληνικές εξεγέρσεις στη Μακεδονία, και πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα αντάρτικα σώματα με πρωτοβουλία της Εθνικής Εταιρείας που είχε ιδρυθεί το 1894 από νέους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού.
Η κατάσταση στην Μακεδονία και ο εθνικός κίνδυνος να χαθεί οριστικά για την Ελλάδα η ελληνικότατη αυτή περιοχή, ξεσηκώνει πολλούς Έλληνες και έτσι το 1904 ιδρύεται στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο και πείθεται και η Ελληνική Κυβέρνηση να βοηθήσει τον Μακεδονικό Αγώνα, στέλνοντας ένοπλα σώματα και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1904, με διαταγή της Ελληνικής Κυβέρνησης, έρχονται μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία, για να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα, τέσσερις Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού: οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Παύλος Μελάς και Γεώργιος Κολοκοτρώνης, εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο Παύλος Μελάς, γεννημένος το 1870 με καταγωγή από την αδούλωτη τότε Ήπειρο, ήταν επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας. Ο πατέρας του διετέλεσε Δήμαρχος Αθηνών και ο πεθερός του Στέφανος Δραγούμης Υπουργός Εξωτερικών και Πρωθυπουργός. Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού συμμετείχε στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας και έλαβε μέρος για λίγες ημέρες στην εκστρατεία ένοπλων σωμάτων στην Μακεδονία το Μάρτιο του 1897, παραβιάζοντας μάλιστα την άδεια που πήρε για να μεταβεί από την Λάρισα που υπηρετούσε στην Αθήνα, και για τον λόγο αυτό του επιβλήθηκε και ποινή φυλάκισης.
Στις 18 Αυγούστου 1904 ο Παύλος Μελάς με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, επικεφαλής ένοπλου σώματος από 35 άνδρες, που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί, ανέλαβε την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα και εισήλθε στα Μακεδονικά εδάφη με την εντολή να ασκεί καθήκοντα Αρχηγού και στις μικρότερες ομάδες που δρούσαν εν τω μεταξύ στη περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς. Παρά τις συνεχείς διώξεις του Οθωμανικού στρατού ο Παύλος Μελάς άρχισε ν΄ αποδεκατίζει τις βουλγαρικές ομάδες και να αναπτερώνει το φρόνημα των Ελλήνων της Μακεδονίας. Όμως στις 13 Οκτωβρίου1904 βρισκόμενος στηΣτάτιστα ( σημερινή ονομασία Μελάς ) της Καστοριάς και προδομένος από την βουλγάρικη συμμορία του Μήτρου Βλάχου περικυκλώθηκε από Τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών. Στην μάχη που ακολούθησε τραυματίσθηκε θανάσιμα.
Ο θάνατός του συγκλόνισε όλο τον Ελληνισμό και η θυσία του αφύπνισε την ελεύθερη Ελλάδα και την κυβέρνηση των Αθηνών. Και ο κουνάδιος του, ο Ίων Δραγούμης, λαμπρός πατριώτης με πολύ μεγάλη προσφορά στον Μακεδονικό Αγώνα ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι κα πρόξενος στις Σέρρες, βροντοφώναξε: ΄΄Ας τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία και η Μακεδονία θα μας σώσει΄΄.
Πράγματι ο Μακεδονικός Αγώνας της περιόδου εκείνης έσωσε τον Ελληνισμό και τον έβγαλε από την εθνική κατάθλιψη και ταπείνωση. Είχε προηγηθεί η πτώχευση του 1893, η ήττα από τους Τούρκους το 1897 και η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898.
Όταν άρχισε το 1904 η αποστολή ανταρτικών ομάδων από το Μακεδονικό Κομιτάτο, έγινε αντιληπτό ότι ο αγώνας εναντίον των Βουλγάρων θα ήταν μακρύς κι επίπονος. Τα ελληνικά σώματα γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι χωρίς τη συνδρομή των εντοπίων όχι μόνον δεν θα μπορούσαν να φέρουν σε αίσιο πέρας την αποστολή τους αλλά και η εξολόθρευσή τους μέσα στο αντίξοο φυσικό περιβάλλον και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες ήταν θέμα χρόνου.
Τα χρόνια αυτά πολλά τσελιγκάτα των Σαρακατσαναίων βρίσκονταν στις πλαγιές των βουνών της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, όπως των Πιερίων, του Βερμίου, Χασίων, Βιτσίου, Καϊμακτσαλάν, όπου ξεκαλοκαίριαζαν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους.
Αποτελούσαν μια ξεχωριστή κοινότητα όπου έβρισκαν καταφύγιο και οι αγωνιστές της Λευτεριάς, που πολεμούσαν τους τούρκους, τους βουλγάρους και τους ρουμανίζοντες κομιτατζήδες. Πολλά τσελιγκάτα στην περιοχή είχαν καταστεί κέντρα του Μακεδονικού Αγώνα.
Για την συμβολή των Σαρακατσάνων στον Μακεδονικό Αγώνα υπάρχουν πολλές αναφορές στα απομνημονεύματα Μακεδονομάχων αγωνιστών και καπεταναίων αλλά και σε έγγραφα του Ελληνικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης και του Ελληνικού στρατού. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές.
Το πρώτο ελληνικὸ αντάρτικο σώμα, το οποίο συγκροτήθηκε στις αρχὲς Ιουλίου του 1896, αποτελούνταν απὸ 90 άντρες με αρχηγὸ τον Αθανάσιο Μπρούφα. Οπλαρχηγός στο σώμα του Μπρούφα ήταν ο Σαρακατσάνος τσέλιγκας Γιάννος Γεωργαντάς, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους το Ιούλιο του1897.
Την ίδια περίοδο έδρασε στο Καϊμακτσαλάν και στην Δυτική Μακεδονία ως αρχηγός ένοπλης ομάδας ο επίσης Σαρακατσάνος Γιώργος Καταραχιάς.
Στην Α΄ Αίθουσα του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα υπάρχει η εξής επιγραφή: ΄΄Οι ορεσίβιοι νομάδες της Μακεδονικής υπαίθρου Βλάχοι και Σαρακατσάνοι, με την μακρά παράδοση στην χρήση των όπλων, υπήρξαν το πρώτο εντόπιο ετοιμοπόλεμο στοιχείο που πλαισίωσε τα ελληνικά ένοπλα αντάρτικα σώματα. Σ’ αυτούς κυρίως βασίστηκε το δίκτυο των αγγελιοφόρων, πληροφοριοδοτών και οδηγών, που απλώθηκε σ’ όλη την έκταση της Μακεδονίας΄΄
Στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού του 1979, γίνεται αναφορά στους Σαρακατσάνους αγωνιστές: ΄΄Οι Σαρακατσαναίοι ήσαν ακέραιοι και γνήσιοι Έλληνες και Ελληνόφωνοι και έζων διεσπαρμένοι εφ ολοκλήρου της Χερσονήσου του Αίμου. Ήσαν ευφυείς, πιστοί και ειλικρινείς, ευκίνητοι και γενναίοι. Έζων κατά πατριαρχικάς οικογενείας και συνδέοντο μεταξύ τους διά συγγενειών και επιγαμιών. Εις την Κεντρικήν Μακεδονίαν περίφημες ήσαν οι Σαρακατσάνικες οικογένειες των Φαρμακαίων, των Σουλτογιανναίων και των Καπουλαίων αι οποίαι υψίστας υπηρεσίας προσέφερον εις τον Ελληνικόν αγώνα. ….΄΄
Ο Πρόξενος Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς σε μία επιστολή του προς τον Κ. Μαζαράκη ( καπετάν Ακρίτα ) μεταξύ άλλων του συνιστά: ΄΄ να οργανώσετε αυτό το κέντρον, αφού μακρόθεν δεν ηδυνήθημεν. Αλλά θα επροετίμων, όπως ενεργήσετε παρά τους Σαρακατσαναίους δια να έχετε ανθρώπους ιδικούς σας ΄΄
Ακόμη σε άλλη επιστολή του προς τον ίδιο, του δίνει οδηγίες για την διανομή όπλων στα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα του Καπούλα, Κλωνάρα, Ευαγγέλου, Κορώνα, Παντραλέξη στο Βέρμιο και στα τσελιγκάτα Γιαννακούλα, Σουλτογιάννη, Φαρμάκη, Κωτούλα, Κυριάκου και Ζιούτα στο Καϊμακτσαλάν.
Για την διανομή όπλων τον Αύγουστο 1905 ο οπλαρχηγός, Λάκης Πύρζας, πρωτοπαλίκαρο του Παύλου Μελά, γράφει στα απομνημονεύματά του : ΄΄… δόθηκαν 20 και στα σαρακατσάνικα καλύβια στο Βίτσι΄΄
Ο στρατηγός Α. Ανεστόπουλος γράφει : " Όλοι οι κτηνοτρόφοι Σαρακατσαναίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατά την περίοδον του Μακεδονικού Αγώνα 1903-1908 ειργάσθησαν πολυτρόπως, ενισχύσαντες τα Ελληνικά αντάρτικα σώματα ως τροφοδότες, οδηγοί, αλλά και ως ένοπλοι. ΄Ανευ αυτών θα ήτο δύσκολος η εξόντωσις των σλαυϊκών συμμοριών.''
Ο Μακεδονομάχος Κ. Μαζαράκης (Καπετάν Ακρίτας) γράφει ευρισκόμενος στα καλύβια του Νικολάκη Καπούλα, στο Βέρμιο "...Εμείναμε δύο ημέρες εις το ωραίον λημέρι. Μας επεριποιήθησαν πολύ. Εψήσαμεν αρνιά εις την σούβλαν και κοκορέτσι. Εχορέψαμεν λεβέντικα αναμίξ αντάρται και νεαροί ποιμένες και εκοιμήθημεν εις ωραίας καλύβας από κλάδους ελάτων....''
Ο Μακεδονομάχος και μετέπειτα πολιτικός Γεώργιος Μόδης αναφερόμενος στα αντάρτικα σώματα του Μορίχοβου στο Βόρειο τμήμα του Καϊμακτσαλάν αναφέρει: ΄΄ Είχαν συνηθίσει πια οι μόνιμοι κάτοικοι., αλλά και οι καλοκαιρινοί Σαρακατσάνοι να τους ταϊζουν, να τους κρύβουν και να είναι αφωνότεροι και από τα πρόβατά τους΄΄
Μπορούμε ακόμη να αναφέρουμε τα λόγια της μεγάλης λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη: ''Το μεγάλο μερτικό των Σαρακατσάνων στους αγώνες , ήταν η καθολικότερη ανώνυμη δράση τους"
Αλλά και ο θρυλικός αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, Παύλος Μελάς, συνεργάστηκε πολλές φορές με τους Σαρακατσαναίους. Ανάμεσα στα παληκάρια του βρίσκονταν και ο Γιάννης Τσακνάκης, Σαρακατσάνος απ΄τη Μαλαθριά (σημερινό Δίον) της Πιερίας, που ήταν μάλιστα και ψυχογιός του.
Ο Παύλος Μελάς σε επιστολές που έστελνε στην γυναίκα του Ναταλία αναφέρει την βοήθεια που τους πρόσφεραν τα σαρακατσάνικα τσελιγκάτα, φιλοξενώντας τους και δίνοντάς τους τρόφιμα. Στα σαρακατσάνικα καλύβια του τσέλιγκα Κων/νου Κυριάκου, στο Πισοδέρι στο Βίτσι, φιλοξενήθηκε δύο (2) φορές σύμφωνα με την μαρτυρία της Ζωής Χρ. Ντέντα, κόρης του Κων/νου Κυριάκου. Το δρώμενο που ακολουθεί στη συνέχεια της εκδήλωσής μας, αναφέρεται στο πέρασμα του Παύλου Μελά από το τσελιγκάτο του Κώστα Τάγκα στην περιοχή της Κρανιάς στις 30 Αυγούστου 1904.
Το δεύτερο δρώμενο της εκδήλωσής μας αναφέρεται στην καθοριστική συμβολή των Σαρακατσάνων στην εξόντωση από τον καπετάν Κώστα Γαρέφη, των κομιτατζήδων Λούκα Ιβάνωφ και Καρατάσου, στα καλύβια του τσέλιγκα Πασαγιώργη Καραφυλλιά στο Μορίχοβο.
Σημαντική ήταν και η προσφορά του καταγόμενου από την Ευρυτανία Σαρακατσάνου οπλαρχηγού Βαγγέλη Βλάχου, καθόλη την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Την προσφορά του αυτή την πλήρωσε πολύ ακριβά από τους Βούλγαρους. Ζούσε στο Παλιό Τσιφλίκι της Καβάλας αποκαταστημένος με γεωργικό κλήρο Μακεδονομάχου. Το 1943 σε ηλικία 70 ετών φυλακίσθηκε από τους Βουλγάρους, από τις κακουχίες της φυλακής κλονίσθηκε ανεπανόρθωτα η υγεία του και πέθανε τον Ιανουάριο του 1945, λίγο μετά την αποφυλάκισή του.
Πολύτιμη ήταν η συμβολή Σαρακατσάνων και στην τελευταία μάχη του Μακεδονικού Αγώνα που έγινε στην Πιπερίτσα που βρίσκεται δυτικά του Αγίου Αθανασίου στο Καϊμακτσαλάν , στις 8 Ιουλίου 1908 ημέρα που οι Νεότουρκοι αξιωματικοί έκαναν κίνημα κατά του Σουλτάνου και επέβαλαν το νέο Σύνταγμά τους, Τα αντάρτικα σώματα με αρχηγούς τους Κρητικούς Γεώργιο Βολάνη και Ιωάννη Καραβίτη βρίσκονταν στις πλαγιές του Καϊμακτσαλάν, φιλοξενούμενα στα καλύβια του Σαρακατσάνου αρχιτσέλιγκα Σουλτογιάννη. Οδηγός του σώματος του Βολάνη στην διετή δράση του στο Καϊμακτσαλάν ήταν ο σαρακατσάνος Μπαλάσκας και τροφοδότες οι σαρακατσάνοι αδελφοί Γιώργος και Γιάννης Κουτσοκώστας που ήταν στο τσελιγκάτο του Φαρμάκη.
Στις 7 Ιουλίου του 1908, αφού προμηθεύτηκαν τρόφιμα από το τσελιγκάτο του Σουλτογιάννη, κατευθύνθηκαν νοτιότερα προς τα καλύβια του Φαρμάκη όπου κρύφτηκαν, αποφασισμένοι να χτυπήσουν τους κομιτατζήδες του βοεβόδα Τζόλε που βρίσκονταν μεταξύ Πιπερίτσας και Αγίου Αθανασίου. Στο τσελιγκάτο του Φαρμάκη συναντήθηκαν με το σώμα του επίσης Κρητικού Εμμανουήλ Νικολούδη. Στην μάχη που έγινε οι Έλληνες αναγκάστηκαν να διακόψουν την καταδίωξη και την ολοκληρωτική εξόντωση των κομιτατζήδων για να στραφούν κατά τουρκικού αποσπάσματος, το οποίο είχε αντιληφθεί τη συμπλοκή και θέλησε να επιβάλει την τάξη.
Σαρακατσάνος ήταν και ο τελευταίος οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα ο Γιάννης Ζαρογιάννης ( Καπετάν Νάνης ) που έδρασε στην περιοχή του Ολύμπου την περίοδο 1909-1912 επικεφαλής σώματος αποτελούμενο κυρίως από Σαρακατσάνους αντάρτες. Λίγο πριν την απελευθέρωση, το καλοκαίρι του 1912, έγινε θρύλος απαγάγοντας στον Όλυμπο τους Τούρκους αξιωματούχους από την Κατερίνη γιατί είχαν αποφασίσει να απομακρύνουν από την Κατερίνη στην Στρώμνιτσα 80 οικογένειες Σαρακατσάνων που ήταν οι τροφοδότες του και ήταν αυτός που υποδέχθηκε τον Οκτώβριο του 1912 με το σώμα του τον Ελληνικό στρατό έξω από την Κατερίνη και μπήκε τιμητικά μαζί με τον στρατό μας στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη.
Με την ανακήρυξη του Συντάγματος των Νεοτούρκων το 1908 δόθηκε αμνηστία σε όλα αντάρτικα σώματα και τυπικά λήγει ο Μακεδονικός Αγώνας. Όμως υπολείμματα κομιτατζήδων δρούσαν στην Μακεδονία. Τον Μάϊο 1913, ένα μήνα πριν τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ο αρχικομιτατζής Τσακαλάρωφ με περίπου 100 παλιούς συντρόφους του εμφανίζεται στο Καϊμακτσαλάν. Γίνεται αντιληπτός από άνδρες του τσελιγκάτου των Σουλτογιανναίων και στη συνέχεια των Γιαννακουλαίων , οι οποίοι ειδοποιούν και τους Φαρμακαίους. Παράλληλα ειδοποιούν τον Σταθμό Χωροφυλακής Άρνισσας. Την επόμενη ημέρα χωροφύλακες, πολιτοφύλακες από τον Άγιο Αθανάσιο και ελληνικός στρατός από την Φλώρινα καταδίωξαν τους κομιτατζήδες και εξόντωσαν τους περισσότερους. Ο ίδιος ο Τσακαλάρωφ, βαριά τραυματισμένος, κατέφυγε στη Δροσοπηγή Φλώρινας και κρύφτηκε σε κάποιο σπίτι, όπου τον βρήκε και το εξόντωσε ένας Σαρακατσάνος, ονόματι Γιατρός, μόνιμος κάτοικος του χωριού.
Βιβλιογραφία
Α.Κ.Ανεστόπουλος ''Μακεδονικός Αγών'' 1903-1908, Β΄τόμος
Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, ''Μακεδονικός Αγών’’
Π.Ο.Σ.Σ. ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ – ΤΟΜΟΣ Α’, Γιάννης Θ .Κουτσοκώστας ''Οι Σαρακατσαναίοι στον Μακεδονικό Αγώνα
Ναταλία Μελά, ΄΄Παύλος Μελάς΄΄
Παύλος Λ.Τσάμης , ΄΄ Μακεδονικός Αγών΄΄
Αναδημοσίευση από την έντυπη "Ηχώ των Σαρακατσαναίων", Τεύχος 181